Ἢ
ἐγὼ καταδιώκομαι ἀπὸ τὴν Τουρκικὴν
μουσικὴν ἢ συμβαίνει κάτι σοβαρώτερον.
Ὅτι ὁ ἀμανὲς ἔγεινε τὸ τραγούδι τοῦ
Ἕλληνος. Εἰς αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἱερὰν Κεκροπίαν, εἰς τὴν Ἀττικήν, ἐὰν στήσετε
τὸ αὐτί σας πρὸς τὸ παράθυρον, θ᾿
ἀκούσετε Ἀθηναίους νὰ ξελαρυγγίζωνται
ἄδοντες τὸν ἀπαίσιον αὐτὸν καὶ
ἀκατανόμαστον ὀλολυγμόν. Τὸν ἀμανέ.
Καὶ τί ἀμανέ; Θὰ τὸν ἀνεγνώριζε καὶ
ὁ φανατικώτερος μουεζίνης. Ἀμανὲς
ἑνὸς στὺλ ἐντελῶς φλαμπουαγιάν,
ἀληθινὸν Ἀραβικὸν ἀριστοτέχνημα.
Τὸν πύραυλον τοῦτον τοῦ ὀδυρμοῦ τὸν
ἐκτοξεύουν εἰς τὰ ὕψη Ἀθηναῖοι
ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, τόσον γνήσια θρέμματα
τοῦ ἐδάφους τούτου, ὅσον τὰ σῦκα καὶ
τὰ κουκκιὰ τῆς Ἀττικῆς. Δὲν ἦλθαν
ποτὲ εἰς ἐπαφὴν μὲ τὴν Ἀσίαν. Πῶς
τὸν ἔμαθαν; Διὰ τῆς παραδόσεως! Καὶ
διὰ τοῦ περιβάλλοντος. Τὸν τραγουδοῦν
δὲ ὄχι διότι κάμνουν μελέτας ἐπὶ τῆς
Ἀνατολικῆς μουσικῆς, ἀλλὰ διότι αὐτὸ
εἶνε τὸ τραγούδι μὲ τὸ ὁποῖον
μεταφράζουν τὴν χαρὰν ὴ τὴν λύπην
των. Αὐτὰ συμβαίνουν ἕνα ὁλόκληρον
αἰῶνα μετὰ τὸ 1821.
Εἶνε
εὔκολον πρᾶγμα, κύριοι, -θὰ ἔλεγα πρὸς
τοὺς ἑαυτούς μας- εἶνε εὔκολον νὰ
κοιμώμεθα ἐπάνω εἰς τὰ ρόδα τῆς
λαογραφίας. Ναί, ὁ ἀγροτικὸς λαὸς τῆς
Ἑλλάδος ἔχει μίαν μουσικήν, ἡμεῖς
συλλέγομεν ἢ καλλιεργοῦμεν τὰ μοτίβα
της. Ἀλλὰ τί εἶνε αὐτὸ ποὺ τραγουδεῖ
ὁ λαὸς τῶν πόλεων; Τί οὐρλιάζει ἐκεῖνος
ὁ στιβαρὸς καὶ νεαρὸς ἐργάτης; Τί
θέλει; Χαίρεται; Ἀφοῦ χαίρεται διατὶ
ὀδύρεται; Τί εἶναι αὐτὸς ὁ ὁλολύζων
Ἕλλην; Ποῖος τοῦ ἔβαλε τοὺς φοβεροὺς
τούτους βρασμοὺς εἰς τὸν λάρυγγα, ἀπὸ
ποίαν μητέρα ἐθήλασε τέτοιον θρῆνον,
πῶς τὸν θρῆνον τοῦτον τὸν εὑρῆκε
εἰς τὸν ἀέρα τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος
καὶ τὸν ἐπῆρε μέσα του μὲ τὴν ἀναπνοήν;
Τί θέλει νὰ πῇ τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνας Ρωμηὸς τοῦ 1917 ἐπιθυμῶν νὰ μᾶς πῇ ὅτι
στὴν ψυχήν του ἄνθισεν ὀλίγη ἀγάπη ἢ
ὀλίγη χαρὰ ἐξεμεῖ κατάμουτρα τοῦ
πολιτισμοῦ μας μίαν ὁλόκληρον Ἀσίαν;
Ἰδοὺ ἕνα πραγματικὸν ζήτημα διὰ τοὺς
μουσικούς, τοὺς καλλιτέχνας, τὰ Ὠδεῖα,
διὰ τοὺς ἁπλοῦς πολίτας, ποὺ ἔχουν
καλαισθησίαν καὶ εὐπρέπειαν, ὄχι μόνον
ἐθνισμόν, διὰ κάθε Ἕλληνα ποὺ σέβεται
τὴν εὐρωπαϊκὴν οἰκογένειαν, τὴν
διεθνότητα, διὰ κάθε Ἕλληνα ποὺ σέβεται
τὴν Ἑλληνικὴν φυλήν, ἂν θεωρῇ ὅτι
αὐτὴ ἀνήκει εἰς τὴν Εὐρώπην. Εἶνε
καθῆκον ὅλων αὐτῶν νὰ συνασπισθοῦν
εἰς μίαν συστηματικήν, ἀγρίαν καὶ
ἀποτελεσματικὴν καταδίωξιν τοῦ
μουσικοῦ κράτους τῆς Τουρκίας τοῦ
στημένου ἐντὸς τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος.
Διότι, ἂς τὸ ἐπαναλάβωμεν, καὶ ἂς μᾶς
λείψουν τὰ ὡραῖα λόγια. Ἡ λαϊκὴ τάξις
τῶν πόλεων κατὰ τὰ ἑπτὰ δέκατα
εὑρίσκεται, ὅταν διασκεδάζῃ, στὴν
Μέκκαν. Ὅποιος ἔχει τὴν ὑπομονὴν νὰ
τὸ ἐξακριβώσῃ θὰ τὸ ἀντιληφθῇ καί,
ὅπερ φοβερώτερον, θὰ τὸ ἀκούσῃ. Δὲν
ἔχει παρὰ νὰ παρακολουθήσῃ τὰς
Κυριακὰς τὴν συμφορὰν ποὺ ὀνομάζεται
ἐξοχικὴ διασκέδασις τοῦ Ἑλληνικοῦ
λαοῦ, ἤτοι τὸν ὕπνον τοῦ ἀτυχοῦς
αὐτοῦ πλήθους καρφωμένου ἐπὶ μιᾶς
καρέκλας καὶ ἀκούοντος τοὺς μιναρέδες
τῆς Ἀραβίας νὰ ὀλολύζωσιν ἐναντίον
του διὰ χιλιάδων φωνογράφων καὶ
λατερνῶν, τὰς ὁποίας περιστρέφουν
στιγματισμέναι χεῖρες. Ὅλοι οἱ μουσικοὶ
τενεκέδες, ὅλαι αἱ μουσικαὶ σανίδες,
ὅλα τὰ μουσικὰ κιβώτια, φωνόγραφοι,
ὀργανέττα, σαντούρια, βιολιά, τραγουδισταί,
ζητιᾶνοι, στραβοὶ μὲ φυσαρμόνικα,
καφωδεῖα, λαϊκὰ θεατρίδια -μεταξὺ τῶν
ὁποίων ὁ φρικαλέος Καραγκιόζης, ὁ ἔρως
τῶν Ἑλλήνων- καλλιεργοῦν, ἀναπτύσσουν,
διατηροῦν, διαδίδουν τὸ Τουρκικὸν
μουσικὸν κράτος εἰς τὴν Ἑλλάδα. Εἶνε
τὰ Ὠδεῖα τοῦ ἀμανέ, τὰ ὁποῖα, πρὸς
αἶσχος τῆς εὐπρεπείας ἀνέχεται τόσον
καιρὸν τὸν Ἑλληνικὸν κράτος.
Λαμβάνω
τέλος πάντων τὴν τιμήν, ἀφοῦ μετὰ τρία
ἔτη ἑορτάζομεν τὸ ἰωβιλαῖον τῆς
Ἑλληνικῆς Παλιγγενεσίας, νὰ ὑποβάλω
εἰς τὴν Πολιτείαν τὴν ἰδέαν ἑνὸς
νομοσχεδίου. Πρόκειται, καθὼς εὐκόλως
ἐννοεῖται, περὶ φορολογίας. Θὰ
φορολογηθῇ ἀμειλίκτως τὸ σαντούρι,
τὸ ὁποῖον εἶνε τὸ πιάνο τῆς Ἀσίας.
Τὰ καταστήματα ὅπου ἐκτελεῖται
Ἀσιαστικὴ μουσική. Αἱ φωνογραφικαὶ
πλάκες Ἀνατολικῆς μουσικῆς. Οἱ
ἐκτελεσταὶ Ἀνατολικῆς μουσικῆς,
μερακλῆδες ἐπαγγελματίαι ἢ ζητιᾶνοι.
Ἄρθρον ἀκροτελεύτιον. Ἀπαγορεύεται
πᾶσα εἰσαγωγὴ ἤχου ἐκ Σμύρνης.
Ἴσως
οἱ Ἐξωτισταί, οἱ Ἀνατολισταὶ ποὺ
ἀφθονοῦν εἰς τὴν καλλιτεχνίαν κάθε
τόπου, θρηνήσουν διὰ τὴν καταδίωξιν
μιᾶς μουσικῆς τόσον παθητικῆς. Ἀλλὰ
ὑποθέτω ὅτι ἕνα σπουδαῖον χαρακτηριστικὸν
βαρβαρότητος εἰς τὴν μουσικὴν αὐτὴν
εἶνε ἀκριβῶς καὶ τὸ πάθος τοῦτο,
πάθος ἄναρθρον, τὸ ὁποῖον μᾶς φανερώνει
μίαν νομαδικὴν καὶ μοιρολατρικὴν
φυλὴν δερνομένην ἀπὸ ὀδύνην καὶ
φωνάζουσαν χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ ἀρθρώσῃ
τίποτε ἐκφραστικὸν διὰ τὴν δυστυχίαν
της.
Εἶνε
ἐπομένως ὑβριστικὸν διὰ τὴν φιλοτιμίαν
ἑνὸς Εὐρωπαίου τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος
νὰ τὴν ἀκούῃ. Τέλος, διὰ νὰ τὸ ποῦμε
ξηρότατα, ἡ ὕπαρξίς της ἀκόμη εἰς τὴν
Ἑλλάδα εἶνε ζήτημα ὄχι φυλετισμοῦ ἢ
καλαισθησίας, ἀλλὰ δημοσίας ἀσφαλείας.
ΖΑΧΑΡΙΑΣ
ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
(«ΕΜΠΡΟΣ»,
4 Ἰουνίου 1917)