Ὁ Δροσίνης ἀγάπησε τὸ δάσος, γιατὶ τὸ ἔζησε ἀπὸ μικρός. Ἡ ἔμπνευσή του πηγάζει ἀπὸ προσωπικὰ βιώματα καὶ ἀναμνήσεις. Εὐτύχησε νὰ ζήσει στὸ ἰδιόκτητο δάσος τῆς οἰκογένειάς του στὶς Γοῦβες Εὐβοίας καὶ μὲ πολὺ καημὸ θυμᾶται τὴν πυρκαϊὰ ποὺ τό᾿καψε. Γιὰ τὸ Δροσίνη τὸ πεῦκο (γιὰ πολλοὺς ὁ ἐμπρηστὴς τῆς φύσεως) ἦταν τὸ ἐθνικό μας δέντρο. Ὅταν μάλιστα κάποτε ἕνας ἰδιότροπος λόγιος τῆς ἐποχῆς, μέσα ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα «Ἐμπρός», τὸ χαρακτήρισε μὲ πεζότητα «ἀχινό», ὁ ὀνειροπόλος ποιητὴς ἔσπευσε νὰ τοῦ πλέξει τὸ ποιητικὸ ἐγκώμιο.
Ξάστερη νύχτα καλοκαιρινή. -
Στὰ ταπεινά τους σπίτια σφαλισμένοι
Ὕπνο βαθὺ κοιμοῦνται οἱ χωριανοὶ
Ἀπὸ τὸ μεροδούλι ἀποσταμένοι.
Ξάφνω ξυπνοῦν, πετιοῦνται τρομαγμένοι,
Σὰν τί κακὸ μεγάλο ἔχει γενεῖ ;
Γιατί ἡ καμπάνα τοῦ χωριοῦ σημαίνει
Καὶ σμίγει, μὲ τοῦ γκιώνη τὴ φωνή ;
Παιδιά, γυναῖκες, γέροι παλληκάρια,
Μὲ λύχνους, μὲ δαυλοὺς καὶ μὲ φανάρια,
Μισόγυμνοι, μ᾿ ὁλότρεμη ματιά,
Ὅλοι θωροῦν κατὰ τὸ δάσος πέρα,
Μαῦρον καπνὸ καὶ φλόγες στὸν ἀέρα·
Καὶ κράζουν μύρια στόματα· Φωτιά !
Ἡ ἀνάμνηση τῆς καταστροφῆς τοῦ εὐβοϊκοῦ δάσους τὸν συντροφεύει διαρκῶς. Στὴ συλλογὴ «Φωτερὰ σκοτάδια» (δημοσ. 1915) ὑπάρχει ἕνα ἐπιγραμματικὸ ποίημα στὸ ὁποῖο παριστάνεται ἡ πονεμένη ψυχὴ τοῦ δάσους νὰ συνομιλεῖ μὲ τὰ ἀποτεφρωμένα πεῦκα καὶ τὰ καιόμενα πτηνά.
Ἀπ᾿ τὸ Δάσος βαθιὰ φλόγες χύθηκαν.
Κι᾿ ὅλα φεύγουν, γοργά, δειλιασμένα,
Φτερωτά, σερπετὰ στὸ συνάρπαγμα
Μιᾶς ἀκράτητης κι ἄγριας ὁρμῆς.
Καὶ τὰ δέντρα εἶπαν· «Μόνα στὸν ὄλεθρο
Θ᾿ ἀπομείνωμ᾿ ἐμεῖς σκλαβωμένα ;»
Κι οἱ φωλιὲς τῶν πουλιῶν ἀπεκρίθηκαν·
«Ὄχι μόνα· μαζί σας κι ἐμεῖς !»
Στὶς Γοῦβες τῆς Εὐβοίας σώζεται μέχρι καὶ σήμερα ὁ πύργος τοῦ παπποῦ τοῦ ποιητῆ.
Ὁ «πύργος τοῦ Δροσίνη» στὶς Γοῦβες Εὐβοίας, ὁ ὁποῖος σήμερα ἔχει περάσει στὴν κυριότητα τῆς κοινότητας. Τὸ χωριὸ περιβάλλεται ἀπὸ ἕνα πανέμορφο πευκοδάσος. Εἶναι τὸ δάσος τῶν ἀναμνήσεων τοῦ Δροσίνη ποὺ ἔχει ἀναγεννηθεῖ.
Ἄποψη τοῦ χωριοῦ Γοῦβες, ἀριστερὰ φαίνεται ὁ πύργος.
Μ. Χ.