Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ τοῦ Ἀχιλλέως Παράσχου

ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ 
τοῦ Ἀχιλλέως Παράσχου (Ναύπλιον 1838 - Ἀθῆναι 1895)

Εἶναι τὸ πλοῖον ἕτοιμον, ὁ ἄνεμος συρίζει·
μυκᾶται ὁ ὠκεανὸς καὶ θύελλαν ἀγγέλλει.
Εἶναι τὸ πλοῖον ἕτοιμον, ἡ πρῶρα του γογγύζει,
θρασεῖς ναυβάτας προσκαλεῖ, καὶ τρικυμίαν θέλει.
Ἐνθουσιᾷ καὶ ῥίπτεται εἰς τὴν ἀνεμοζάλην,
μὲ τὸν βορρᾶν νὰ μετρηθῇ καὶ μὲ τὸ κῦμα πάλιν !
Εἶναι τὸ πλοῖον ἕτοιμον· ἰδέτε πῶς ἱππεύει
τὸ μέλαν κῦμα, τὰ λευκὰ ἱστία πῶς προτείνει·
ἀφροστεφὴς ἡ πρῶρα του ἡ ἀλαζὼν χορεύει,
καὶ τοῦ λιμένος τὴν εἱρκτὴν διὰ παντὸς ἀφήνει.
Ὡς πτερνιστῆρα, δρύϊνον πηδάλιον βυθίζει,
καὶ τῆς θαλάσσης τὰ πλευρὰ ἀγέρωχον πτερνίζει.
...................................................................
Ἄφες τὴν γῆν νὰ σήπεται καὶ σκώληκας νὰ τρέφῃ,
κ᾿ ἐλθὲ ναυβάται εἰς αὐτὸ ἡμεῖς νὰ ἐπιβῶμεν·
ἐλθὲ νὰ διασχίσωμεν τοῦ ἀχανοῦς τὰ νέφη.
..................................................................
Ἐλθὲ ἐν μέσῳ ἀστραπῶν ὀργίλον ν᾿ ἀτενίσῃς
τὸ πέλαγος, τὸν κεραυνὸν νὰ ψαύσῃς καὶ ν᾿ ἀκούσης,
εἰς ἄβυσσον θυμοειδῆ μορφὴν νὰ κατοπτρίσῃς.
κ᾿ εἰς ὑετὸν τὴν κόμην σου τὴν μελανὴν νὰ λούσῃς.
Ἐλθὲ μὲ τρόμους τὸν βραδὺν παλμόν σου νὰ ταχύνω,
ἐκ τῆς ναυτίας τῆς ξηρᾶς νὰ σὲ ἀπομακρύνω !
Ἐλθέ, καὶ ἄφησε τὴν γῆν τὸ κρῖμα νὰ μαστίζῃ,
νεφέλας ἐκ κονιορτοῦ καὶ νάνους νὰ ὑψώνῃ·
ἀνθρώπους, ὄφεις, πυρετοὺς καὶ γύπας νὰ σκορπίζῃ,
καὶ τ᾿ ἄδικον τὸ σκῆπτρον του ἐπάνω της ν᾿ ἁπλώνῃ·
ἄφες τὴν γῆ νὰ σήπεται· μὴ σήπεσαι μαζί της,
κ᾿ εἰς τὰ ὑγρὰ βασίλεια ἐλθὲ τῆς Ἀμφιτρίτης.
...................................................................
Ὤ, ἔλα τοῦ Ὠκεανοῦ πολῖται νὰ γενῶμεν,
νὰ κλίνωμεν εἰς τοὺς ὑγροὺς καὶ ἀβυσσώδεις νόμους,
εἰς ὄρους κύματος λευκοῦ τὰ ὕψη ν᾿ ἀναβῶμεν,
καὶ τοῦ ἀπείρου ἀνοικτοὺς νὰ ἔχωμεν τοὺς δρόμους.
.............................................................................
Ἐὰν ἐγήρασεν ἡ γῆ, ἡ θάλασσα νεάζει.
Ὅλα θὰ γίνουν θάλασσα, τὸ πᾶν θὰ γίνῃ κῦμα...
Ὁ χρόνος φεύγ᾿, ἡ μακρυνὴ σκοτία πλησιάζει·
Ὅλα θὰ γίνουν θάλασσα, ὅλα θὰ γίνουν μνῆμα.
Καὶ μόνον εἰς τὴν ἄβυσσον, εἰς ταραχὴν τυφῶνος,
θὰ ἐπιπλέει ὁ Θεὸς εἰς τὴν σκοτίαν μόνος...
..........................................................................
Ποῖαι πρωτότυποι σκηναὶ καὶ ᾄσματα τραχέα,
ποῖα ζοφώδη δράματα ἐκεῖ θὰ μᾶς ἐκπλήξουν !
Συννέφων θὰ ὑψώνεται ἀπέραντος αὐλαία,
καὶ ἄβυσσοι θ᾿ ἀνοίγωνται τὰ βάθη των νὰ δείξουν.
Καὶ θὰ προβαίνουν ἐν σιγῇ τῶν θαλασσῶν τὰ κήτη,
ἐνῷ λαιλάπων μουσικὴ τὰ ὦτα μας θὰ πλήττῃ.
..........................................................................
Στῆθος μὲ στῆθος, κεφαλὴ μὲ κεφαλὴν, πλησίον
ὁ εἷς τοῦ ἄλλου, ἄγνωστα πελάγη θὰ περῶμεν·
ὡς κῦμα γαῦρον δίδυμον, μακρὰν τῶν παραλίων,
τὸ πέλαγος θὰ σχίσωμεν μ᾿ ὁρμὴν καὶ θὰ χαθῶμεν...
...........................................................................
Ἐπιλογὴ στίχων Μ.Χ.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΙΣΤΡΙΩΤΗΣ - συνέντεξις 18-12-1903

Ἀπὸ μακροῦ χρόνου μετὰ λύπης παρετήρουν, ὅτι ἄνθρωποι ἀμαθεῖς, τυγχάνοντες προστασίας ἐπειρῶντο, ὅπως καταρρίψωσι τὴν ἐθνικὴν γλῶσσαν, ὅπερ εἶναι τὸ περιφανέστατον ἔργον τοῦ Ἑλληνικοῦ γένους ἀπὸ τῆς ἀνεξαρτησίας αὐτοῦ, καὶ διδάξωσι τὸ ἔθνος ἄλλην τινά, ἣν ἢ αὐτοὶ δημιουργοῦσιν ἢ συρράπτουσιν ἐξ ἐνετικῶν καὶ τουρκικῶν λέξεων. Τὸ κατ᾿ ἀρχὰς ὑπελάμβανον, ὅτι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι, μὴ τυχόντες παιδεύσεως, ἤθελον νὰ συγκαλύψωσι τὴν ἀμάθειαν αὐτῶν. Ἡ τοιαύτη ὅμως εἰκασία δὲν ἠδύνατο νὰ ἐξηγήσῃ πῶς ἄνθρωποι ἀμαθεῖς εὕρισκον τηλικαύτην προστασίαν παρὰ πάσαις ταῖς κυβερνήσεσι. Δύο καθηγηταὶ τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου, οἵτινες ἦσαν οἱ ἱδρυταὶ τῆς Ἐθνικῆς Ἑταιρείας καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας ἐκήρυξαν ἑαυτοὺς χυδαϊστάς, παρὰ πάσαις ταῖς κυβερνήσεσιν εὕρισκον ὑποστήριξιν καὶ διορίζοντες καθηγητὰς καὶ παύοντες καὶ συνιστῶντες τὴν ἐκμηδένισιν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ἐν τοῖς σχολείοις καὶ τοῖς γυμνασίοις τοῦ κράτους. Δὲν ἀπαιτεῖται μεγάλη νοημοσύνη, ἵνα ἐννοήσῃ τις, ὅτι κατ᾿ εἰσήγησιν τούτων ἡ διδασκαλία τῶν Ἑλληνικῶν σπουδῶν σχεδὸν ἐξεμηδενίσθη, διότι αἱ ὧραι τῆς διδασκαλίας ἠλαττώθησαν κατὰ τὸ ἥμισυ. Πάντες γιγνώσκουσιν, ὅτι ἡ ἐφημερὶς «Ἑστία», ἥτις εἶναι ὄργανον τῶν δύο χυδαϊστῶν καθηγητῶν κεκηρυγμένων, ἐν ταῖς ἡμέραις καθ᾿ ἃς ἠλαττοῦτο ἡ διδασκαλία τῶν Ἑλληνικῶν ἐν τοῖς γυμνασίοις, ἡ «Ἑστία» λέγω ἔγραφε: «Κάτω ὁ κλασσικισμός». Αἱ κλασσικαὶ σπουδαὶ εἶναι παγκόσμιον κτῆμα, ἀλλ᾿ ἡμῖν τοῖς Ἕλλησιν εἶναι οὐ μόνον ἐξανθρωπιστικὴ μόρφωσις, ἀλλὰ τὸ βάθρον, ἐφ᾿ οὗ ἐρείδεται ἡ ἐθνικὴ ὑπόστασις.
Δὲν ἐπιθυμῶ, ἵνα εἰσέλθω εἰς λεπτομερείας, ἀλλ᾿ ἀρκεῖ νὰ εἴπω, ὅτι ἐν τοῖς ἀνακτόροις ὑπεισῆλθεν ἡ χυδαία γλῶσσα. Τῇ ἀληθείᾳ εἶναι οὐχὶ σμικρὸν ἀγαθόν, ὅτι τὰ μέλη τῆς Βασιλικῆς οἰκογενείας ἔχουσι τὴν θρησκείαν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἀλλὰ τὸ ἀγαθὸν ἤθελεν εἶναι πολὺ μεῖζον, ἂν οἱ ἡγεμόνες διελέγοντο ἐν τῇ ἐθνικῇ γλώσσῃ. Εἰς τὸ ἀγαθὸν τοῦτο ἀντέδρασαν ὀλίγοι ἄνθρωποι, οὓς τὸ ἔθνος δύναται νὰ ὀνομάσῃ ὁπωσδήποτε καὶ ἂν θέλῃ. Πρὸς δὲ πάντες οἱ πευθῆνες* οἱ ἔχοντες σχέσεις μετὰ τῶν δύο καθηγητῶν τοῦ ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου, ἐν τῇ γλώσσῃ ταύτῃ γράφουσιν. Οἱ ἄνθρωποι ὑπεστήριξαν τὴν μετάφρασιν τοῦ Εὐαγγελίου καὶ μέλος τοῦ αὐτοῦ συνδέσμου εἶναι ὁ μεταφραστὴς τῆς «Ὀρεστείας».
Τινὲς ἔγραψαν, ὅτι ἡ ἐθνικὴ γλῶσσα ὁσημέραι προχωρεῖ καὶ ὅτι οἱ χυδαϊσταὶ εἶναι γελοῖοι. Ναί, εἶναι γελοῖοι, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ὑποστηρίζονται ὑπὸ τῆς ἐξουσίας, εἶναι ὅμως ἐπικίνδυνοι, διότι κατέλαβον τὰ φιλολογικὰ κέντρα ἀπὸ τῶν ἀνακτόρων μέχρι τοῦ θεάτρου καὶ ἀπὸ τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως μέχρι τῆς δημοσιογραφίας. Ἀπὸ τίνος ἐμπνέονται οἱ ἄνθρωποι οὗτοι, ἐγὼ ὡς ἰδιώτης δὲν δύναμαι νὰ ἐξακριβώσω, ἐκεῖνο ὅμως, ὅπερ δύναμαι νὰ διαβεβαιώσω εἶναι, ὅτι οἱ πολέμιοι τοῦ ἑλληνικοῦ γένους καὶ οἱ χυδαϊσταὶ τὰ αὐτὰ ἀποτελέσματα παράγουσιν, ἤ, ἵνα εἴπω ἀκριβέστερον, οἱ τελευταῖοι πράττουσι φοβερώτερα. Οἱ διὰ τῆς δυναμίτιδος καὶ τοῦ ἐγχειριδίου ἐξαφανίζοντες τοὺς ὁμοφύλους τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους πειρῶνται κάτι τι μονομερές, ἐνῷ οἱ χυδαϊσταὶ ἐπιδιώκουν ὅπως αὐτὴν τὴν καρδίαν τοῦ ἑλληνικοῦ γένους κατασπαράξωσιν εἰς μικρὰ τμήματα, ἵνα γίνωνται εὐχερῶς βορὰ τοῦ τυχόντος κατακτητοῦ.
Πάντα ταῦτα ἦσαν ἐν ἐμοὶ τύψεις συνειδήσεως, ὅτι δὲν ἀνηρχόμην εἰς τὸ βῆμα, ὅπως καταδείξω τοὺς κινδύνους, οὓς διέρχεται τὸ ταλαίπωρον ἑλληνικὸν γένος. Ἐν τέλει ὁ Αἰσχύλος, ὃν ἐπεδείκνυον ὡς πρόσωπον φιλοπατρίας καὶ ὑψηλοῦ φρονήματος διεπομπεύετο ἐν τῷ Ἐθνικῷ Θεάτρῳ ὑπὸ τὰ χειροκροτήματα τῆς ἐξουσίας. Τὸ γενναῖον φρόνημα καὶ ἡ ὑψηλὴ τοῦ Μαραθωνομάχου τραγικοῦ γλῶσσα, ἐγένετο παρῳδία ὀλίγων ἀσυνειδήτων ἀνθρώπων. Αἱ ἀνώτεραι τῆς κοινωνίας τάξεις ἠγέρθησαν κατὰ τοῦ ἐθνικοῦ πραξικοπήματος καὶ οἱ διευθυνταὶ τοῦ τύπου ἤρχοντο πρός με ζητοῦντες συνδρομὴν κατὰ τῆς βεβηλώσεως τῆς ἐθνικῆς γλώσσης.
Τότε δὲ ἐνόμισα ὅτι ἦτο ἔγκλημα, ἂν ὁ καθηγητὴς τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων ἐσιώπα. ᾜτησα λοιπὸν τὴν μεγάλην αἴθουσαν τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου παρὰ τοῦ πρυτάνεως, ἐν ᾗ πρὸ τῶν ἐπιφανεστάτων ἀνδρῶν τῆς πολιτείας καὶ τῶν γραμμάτων ἀπήγγειλα τὸν λόγον μου “Περὶ ἀνανεώσεως τῆς Ἑλλάδος, τῆς γλώσσης καὶ τῶν χαρακτήρων αὐτῆς”. Ἐν τούτῳ κατέδειξα τοὺς κινδύνους, οὓς διέρχεται τὸ Ἑλληνικὸν γένος διὰ τοὺς χυδαϊστάς. Ἐμὸν ἔργον ἦτο νὰ καταγγείλω τὰς ὀλεθρίας συνεπείας τῆς διασπάσεως τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς καὶ τῆς καταλύσεως τῆς ὑπεροχῆς αὐτῆς ἐν τῇ Ἑλληνικῇ χερσονήσῳ. Εἶχον πλήρη τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἡ ἀποκάλυψις ἤθελεν ἐπενέγκει νομοταγῶς τὴν θεραπείαν. Ἔπρεπεν ὅμως νὰ δοθῇ καιρὸς τοῖς ἁρμοδίοις, ὅπως διακωλύσωσι τὴν ὀλεθρίαν ἐνέργειαν.
Οἱ φοιτηταὶ ὅμως κατεχόμενοι πάντοτε ὑπὸ εὐγενῶν αἰσθημάτων, ἀπεφάσισαν ἵνα διακωλύσωσι τὴν ἀντεθνικὴν διδασκαλίαν τῆς «Ὀρεστείας». Ἐπειδὴ ἡ δημοσία τάξις διεσαλεύθη, ὁ διευθυντὴς τῆς ἀστυνομίας, ἐλθὼν εἰς τὴν οἰκίαν μου παρεκάλεσέ με, ἵνα πείσω τοὺς φοιτητάς, ὅπως μὴ βίᾳ κωλύσωσι τὴν διδασκαλίαν τῆς Ὀρεστείας, διότι καὶ τὰ εἰσιτήρια ἐπωλήθησαν ἐπὶ τὴν θέαν. Δὲν ὑπελόγισα, ὅτι ἠδυνάμην νὰ παρεξηγηθῶ ὑπὸ τῶν φοιτητῶν καὶ νὰ θεωρηθῶ ὡς συνεργάτης ἀντεθνικῆς διδασκαλίας, ὅμως φύσει νομοταγὴς ὢν παρεκάλεσα τοὺς φοιτητάς, ἵνα ἐπιτρέψωσι τὴν διδασκαλίαν.
Τύχῃ ἀγαθῇ ἐπείσθησαν καὶ οὕτω προελήφθησαν αἱματηραὶ σκηναί. Τὴν ὑπηρεσίαν μου ταύτην δύναταί τις νὰ ἐκτιμήσῃ, ἂν παραβάλῃ πρὸς τὰς συμβάντα κατὰ τὴν μετάφρασιν τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὀφείλω ὅμως νὰ ὁμολογήσω, ὅτι οἱ φοιτηταὶ δὲν ἐπείσθησαν εὐκόλως, διότι οὗτοι διισχυρίζοντο, ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς ἀντεθνικῆς μεταφράσεως θέλει ἐξακολουθήσει καὶ οὕτω θέλει γείνει ὑποκατάστασις τῆς ἐθνικῆς γλώσσης. Ἐν τοιαύτῃ περιστάσει, εἶπον ἐγώ, θέλω θέσει πῦρ εἰς καθίδρυμα, ὅπερ πρόκειται νὰ προγυμνάσῃ τοὺς Ἕλληνας εἰς δουλείαν. Νομίζω, ὅτι ἡ δικαστικὴ ἀρχὴ δὲν ἔπρεπε νὰ ἐξετάσῃ τοὺς λόγους, δι᾿ ὧν ἔπεισα τοὺς φοιτητὰς καὶ ἔσωσα τὴν καθεστῶσαν τάξιν. Ἀλλ᾿ ἀφ᾿ οὗ ἐνόμισε τοῦτο ἀναγκαῖον, ἐν ᾧ οἱ καταπροδίδοντες τὴν καθεστῶσαν γλῶσσαν καὶ τὴν ἐθνικὴν ἐλευθερίαν μένουσιν ἀνενόχλητοι, παρατηρῶ, ὅτι ἐφ᾿ ὅσον ὁ λόγος μου δὲν προέβη εἰς ἐνέργειαν, δὲν δύναται νὰ εἶναι, ὑπεύθυνος τῆς δικαστικῆς ἀρχῆς.
Ἄλλως ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω, ὅτι ἐν ὅλῳ τῷ βίῳ μου ὑπῆρξα νομοταγέστατος καὶ ὑπὲρ πάντα ἄλλον σέβομαι τὰς καθεστηκυίας ἀρχάς, διότι ἔχω τὴν γνώμην ὅτι ὁ πολίτης ὀφείλει νὰ ὑπακούῃ ταῖς ἀρχαῖς καὶ ἐν ταῖς δικαίαις καὶ ἐν ταῖς ἀδίκοις. Ἀλλ᾿ ἡ καθαίρεσις τῆς γλώσσης, ἥτις διατηρεῖται ἐπὶ τρεῖς χιλιετηρίδας σημαίνει ἐξαφανισμὸν τῆς φυλῆς, ἤτοι τοῦ ἔθνους δολοφονίαν. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει τὸ ἔθνος ἔχει καθῆκον, ἵνα ἀμυνθῇ, ὡς δολοφονούμενος ἔχει καθῆκον, ἵνα καὶ κατ᾿ αὐτοῦ τοῦ πατρὸς ἐγείρῃ ἀμυντικὰς χεῖρας. Τὸ ἔθνος συντάξαν τὸν συνταγματικὸν χάρτην, ὡς τελευταῖον ἄρθρον προσέθηκεν, ὅτι ἡ διατήρησις τοῦ συντάγματος ἀφίεται εἰς τὸν πατριωτισμὸν τῶν Ἑλλήνων.
Καὶ ὅμως τί εἶναι τὸ σύνταγμα ἐν παραβολῇ πρὸς τὴν γλῶσσαν; Τὸ ἔθνος δύναται νὰ μεταβάλῃ τὸ πολίτευμα κατὰ τὸ δοκοῦν, ἀλλὰ μεταβολὴ τῆς γλώσσης δηλοῖ δούλωσιν καὶ αὐτοκτονίαν. Ἴσως ὀλίγοι τινὲς δὲν ἐννοοῦσιν ἢ ὑποκρίνονται ὅτι δὲν ἐννοοῦσιν, ἀλλ᾿ εἶναι μέγα ἀτύχημα, ὅτι τὸ Ἑλληνικὸν γένος, τό τε δοῦλον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ὡς ἄνθρωπος δὲν ἐγείρεται κατὰ τῆς διασπάσεως τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς καὶ τῆς δουλώσεως αὐτῆς. Δὲν γινώσκω, ἂν οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι διακωλύωσι τὴν ἄμυναν, ἀλλ᾿ ὁ δημιουργήσας τὸν κόσμον πατὴρ θελήσας, ἵνα διὰ τῆς ἀμύνης διασώσῃ τὰ δημιουργήματά αὐτοῦ, ἕκαστον ζῷον ἐξώπλισε δι᾿ ἀμυντηρίων ὀργάνων.
Ἀλλ᾿ ἐν τῇ προκειμένῃ περιστάσει οἱ ὑπὲρ τῆς γλώσσης ἀμυνόμενοι δὲν ἐπανεστάτησαν κατὰ τῆς ἐξουσίας, ἀλλ᾿ ἡ ἐξουσία κατὰ τῆς καθεστώσης γλώσσης, δηλαδὴ τῆς γλώσσης ἐκείνης, καθ᾿ ἣν συνετάχθη τὸ πολίτευμα, ὡρκίσθη ὁ βασιλεύς, γίνονται αἱ συζητήσεις ἐν τῷ κοινοβουλιῳ, συντάσσονται αἱ ἀποφάσεις ἐν τῷ δικαστηρίῳ καί, καθ᾿ ὅλου εἰπεῖν, πᾶσα ἡ πολιτικὴ μηχανὴ διὰ τῆς ἐθνικῆς γλώσσης κινεῖται. [...]

Γεώργιος Μιστριώτης (1840-1916), συνέντευξις εἰς τὴν ἐφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» (18.12.1903)

πευθῆνες=κατάσκοποι


Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

ΤΟ ΧΩΡΙΟ τοῦ Σπύρου Ματσούκα


ΤΟ ΧΩΡΙΟ

Καὶ πάλι τὸ εἶδα τὸ χωριὸ κισσοστεφανωμένο,
χωμένο στὴν ἀγράμπελη καὶ στὸ μελισσοχόρτι,
πάνω σὲ ράχη σύδεντρη, στὴ ρίζ᾿ ἀπ᾿ ἀγριοβοῦνι
πὤχει τὰ ἐλάτια τὰ ψηλά, τετράψηλα τὰ πεῦκα.


Καὶ πάλι τὸ εἶδα τὸ χωριό, χωριό μου ἀγαπημένο...
Ἤμουν πουλὶ πετούμενο, στὰ ξένα τριγυρνοῦσα,
πουλάκι ταξειδιάρικο σὲ ξένο ἀγέρι ἐζοῦσα,
ξένο νεράκι ἔπινα σὰν ἤμουν διψασμένο.
Χολή, φαρμάκι ἔπινα, μοῦ πέφταν τὰ φτερά μου,
ψωμάκι δὲν ἐγλώσσιαζα, ὕπνον γλυκὸν δὲν πῆρα,
γαλούργιαζαν τὰ μάτια μου κι ὁ κάρος δὲν ἐρχόταν...
καὶ πάλι τὸ εἶδα τὸ χωριό, χωριό μου ἀγαπημένο...

Ξεθρακωμένο ἤμουνα, θεόρατο πλατάνι,
πὤχει γερὴ κορμοστασιά, πλῆθος πουλιὰ τὰ κλώνια,
ποτάμι ἀσημόδροσο κι ἀνθοστεφανομένο,
μὲ κοίτη ἀστροστόλιστη, ποὺ χάνεται γιὰ πάντα
σὲ μάτι μαύρης λαγκαδιᾶς, ὅπου ροφάει τὸν κόσμο...


Εἶδα καὶ πάλι τὸ χωριό· τὸν κόσμον ὅλον εἶδα,
μέσ᾿ τὰ φτωχά του κατοικιά, στὲς φτωχοκαλυβοῦλες,
πὤχουν καθάριες τὲς αὐλαῖς καὶ μοσκοβολισμένες,
ἀπ᾿ ἄνθια, ἀπὸ γαρούφαλα, ἀπ᾿ ἄγριους μενεξέδες.
Εἶδα καὶ τὸ καμπαναριὸ μὲ γιορτινὸ γλωσσίδι
ποὺ τὰ παληὰ μοῦ θύμιζε, τὰ παιδικά μου χρόνια,
καὶ δὲ μοῦ ράγισ᾿ ἡ καρδιὰ μόνο μοῦ ξεπετάχτη.
Εἶδα καὶ τὸ φτωτοχόσπιτο ποὺ σὰν ξεπεταροῦδι
ἅπλωσα ἐκεῖθε τὰ φτερὰ σὲ μακρυνὸν ἀγέρα
πὤκρυβε μέσα στεναγμοὺς καὶ κλάμματα καὶ πόνους.

Καὶ πάλι τὸ εἶδα, τὸ χωριὸ κισσοστεφανωμένο,
χωμένο στὴν ἀγράμπελη καὶ στὸ μελισσοχόρτι,
καὶ λησμονῶντας τὲς πικριές, ξεχνῶντας καὶ τὰ ξένα,
σ᾿ αὐτὸ ποὺ πρωτοέζησα θὰ ξαναζήσω πάλι
καὶ στ᾿ ἁγιασμένο χῶμα του θὰ γύρω τὸ κεφάλι,
εὐτυχισμένος σὰ θὰ ᾿ρθῇ ὁ Χάρος νὰ μὲ πάρῃ.

ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ (1873-1928)


(1910)



Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Η ΜΟΔΑ ΤΟΥ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΟΥ ! (ἐφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ - δεκαετία 1950)

Μήπως σᾶς παρέσυρε ἡ καινούργια μόδα; Μήπως διαπράξατε ποτέ σας τὸ μέγα σφάλμα νὰ πᾶτε στὰ λεγόμενα «Μπουζούκια» ποὺ βρίσκονται στὴ Φαληρικὴ ἀκτἠ; Καὶ ἂν πήγατε, μήπως ἔτυχε νὰ καθήσετε κοντὰ σὲ αὐτὰ τὰ θορυβώδη ὄργανα ὅπου σερβίρουν τὴν μονότονη ρεμπέτικη μουσική, ἐνῶ γύρω σας κινεῖται πλῆθος φυστικάδων, σιγαρετοπωλῶν, ἀνθοπωλητριῶν καὶ πωλητῶν – ποιός τὸ φαντάζεται – γλαστρῶν; Ἂν λοιπὸν πᾶτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν μουσικὴ θὰ ἀκούσετε ἀπὸ τοὺς ὀργανοπαίκτας καὶ διαφορα τραγούδια, ὅπως π.χ. αὐτὸ ἐδῶ:

Ἀνοῖχτε τὰ παράθυρα
νὰ βγοῦνε τὰ ντουμάνια
γιὰ νὰ καπνίσουμε κι ἐμεῖς
ποὺ εἴμαστε χαρμάνια.

Θέλετε κάτι γιὰ τὸν ἔρωτα καὶ τὴ γυναῖκα; Καὶ αὐτὸ ὑπάρχει:

Μοὖπες, μωρὴ σουρουκλεμέ,
πὼς θυσιάζεσαι γιὰ μέ.
Κάτσε λοιπὸν ἂν σοῦ βαστᾶ
σ᾿ ἕνα αὐτοκίνητο μπροστά.

Ἀκοῦστε τώρα καὶ τὸν ἆθλο κάποιου σκληροῦ καὶ «βαρὺ ἄντρα»:

Δυὸ φίδια μαυροκέφαλα

μοῦ τηγανίσαν κι ἔφαγα.

Ξεχάσαμε νὰ σᾶς ποῦμε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μπουζούκια ὑπάρχει κι ἕνα μικρὸ ἀντιπαθητικὸ ὀργανάκι, ὁ λεγόμενος μπαγλαμάς. Καὶ κάνει τὸ ἄθλιο ἕναν θόρυβο, λὲς καὶ δὲν φτάνουν τὰ πέντε μπουζούκια τῆς... ὀρχήστρας.
Πηγαίνετε λοιπὸν στὰ «Μπουζούκια». Πραγματικὴ ἀποθέωσις.



Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΠΟΥΔΑΙΟΥ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΥ-ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΘΕΙΡΣΙΟΥ (Ludwig Thiersch 1825-1909)

Ἐκ τῆς ἐφημερίδος ΑΛΗΘΕΙΑ, ἐν Ἀθήναις 24/5/1909



Ἁγιογραφίαι τοῦ Λουδοβίκου Θειρσίου ἀπὸ τὴν Σωτείρα Λυκοδήμου (ρωσικὸς ναὸς Ἀθηνῶν).