Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

ΤΟ ΧΩΡΙΟ τοῦ Σπύρου Ματσούκα


ΤΟ ΧΩΡΙΟ

Καὶ πάλι τὸ εἶδα τὸ χωριὸ κισσοστεφανωμένο,
χωμένο στὴν ἀγράμπελη καὶ στὸ μελισσοχόρτι,
πάνω σὲ ράχη σύδεντρη, στὴ ρίζ᾿ ἀπ᾿ ἀγριοβοῦνι
πὤχει τὰ ἐλάτια τὰ ψηλά, τετράψηλα τὰ πεῦκα.


Καὶ πάλι τὸ εἶδα τὸ χωριό, χωριό μου ἀγαπημένο...
Ἤμουν πουλὶ πετούμενο, στὰ ξένα τριγυρνοῦσα,
πουλάκι ταξειδιάρικο σὲ ξένο ἀγέρι ἐζοῦσα,
ξένο νεράκι ἔπινα σὰν ἤμουν διψασμένο.
Χολή, φαρμάκι ἔπινα, μοῦ πέφταν τὰ φτερά μου,
ψωμάκι δὲν ἐγλώσσιαζα, ὕπνον γλυκὸν δὲν πῆρα,
γαλούργιαζαν τὰ μάτια μου κι ὁ κάρος δὲν ἐρχόταν...
καὶ πάλι τὸ εἶδα τὸ χωριό, χωριό μου ἀγαπημένο...

Ξεθρακωμένο ἤμουνα, θεόρατο πλατάνι,
πὤχει γερὴ κορμοστασιά, πλῆθος πουλιὰ τὰ κλώνια,
ποτάμι ἀσημόδροσο κι ἀνθοστεφανομένο,
μὲ κοίτη ἀστροστόλιστη, ποὺ χάνεται γιὰ πάντα
σὲ μάτι μαύρης λαγκαδιᾶς, ὅπου ροφάει τὸν κόσμο...


Εἶδα καὶ πάλι τὸ χωριό· τὸν κόσμον ὅλον εἶδα,
μέσ᾿ τὰ φτωχά του κατοικιά, στὲς φτωχοκαλυβοῦλες,
πὤχουν καθάριες τὲς αὐλαῖς καὶ μοσκοβολισμένες,
ἀπ᾿ ἄνθια, ἀπὸ γαρούφαλα, ἀπ᾿ ἄγριους μενεξέδες.
Εἶδα καὶ τὸ καμπαναριὸ μὲ γιορτινὸ γλωσσίδι
ποὺ τὰ παληὰ μοῦ θύμιζε, τὰ παιδικά μου χρόνια,
καὶ δὲ μοῦ ράγισ᾿ ἡ καρδιὰ μόνο μοῦ ξεπετάχτη.
Εἶδα καὶ τὸ φτωτοχόσπιτο ποὺ σὰν ξεπεταροῦδι
ἅπλωσα ἐκεῖθε τὰ φτερὰ σὲ μακρυνὸν ἀγέρα
πὤκρυβε μέσα στεναγμοὺς καὶ κλάμματα καὶ πόνους.

Καὶ πάλι τὸ εἶδα, τὸ χωριὸ κισσοστεφανωμένο,
χωμένο στὴν ἀγράμπελη καὶ στὸ μελισσοχόρτι,
καὶ λησμονῶντας τὲς πικριές, ξεχνῶντας καὶ τὰ ξένα,
σ᾿ αὐτὸ ποὺ πρωτοέζησα θὰ ξαναζήσω πάλι
καὶ στ᾿ ἁγιασμένο χῶμα του θὰ γύρω τὸ κεφάλι,
εὐτυχισμένος σὰ θὰ ᾿ρθῇ ὁ Χάρος νὰ μὲ πάρῃ.

ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ (1873-1928)


(1910)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου