Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

«ΕΛΛΗΝΕΣ Ἢ ΡΩΜΙΟΙ» τοῦ Νικολάου Γ. Πολίτη (1901) - ΜΕΡΟΣ B΄

Μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπὸ τῶν Τούρκων, ἡ ἐκκλησία ἔκρινε συμφορωτάτην εἰς τὸ ἔθνος τὴν ὀνομασίαν τῶν Ῥωμαίων, καὶ εὐλόγως. Ὁ κατακτητὴς ἀνεγνώρισε τὸν Πατριάρχην ὡς Πατριάρχην τῶν Ῥωμαίων (Ῥοὺμ πατριγκὶ) καὶ εἰς τὴν δικαιοδοσίαν αὐτοῦ ὑπήγαγε σύμπαντας τοὺς Ῥωμαίους (Ῥοὺμ μιλέτι)· ὡς τοιοῦτοι δ᾿ ἐθεωροῦντο πάντες οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ οἱ ὑπὸ τὸν αὐτοκράτορα τῶν Ῥωμαίων πρότερον ὑπαγόμενοι. Οὕτω δ᾿ ἡ ἐξουσία τοῦ ἑλληνικοῦ πατριαρχείου ἐπεξετάθη ἐπὶ πάντων τῶν λαῶν, τῶν ὑποτελῶν εἰς τὸ ἀνατολικὸν ῥωμαϊκὸν κράτος κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἀκμῆς αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ πλέον καὶ ἐπὶ λαῶν ὀρθοδόξων, οὐδέποτε μὲν εἰς τὸ κράτος ἐκεῖνο ὐποταχθέντων, ἀλλ᾿ ὑποδουλωθέντων ὑπὸ τῶν Τούρκων. Μόνοι συνεκτικοὶ δεσμοὶ τῶν λαῶν τούτων ἦσαν ἡ κοινὴ πίστις καὶ τὸ κοινὸν ὄνομα, ἄφρων δὲ θὰ ἦτο ἡ διάρρηξις τοῦ ἑτέρου τῶν δεσμῶν τούτων. Ἀλλ᾿ ὁσάκις ἦτο χρεία νὰ διακριθῶσιν οἱ ἀλλόγλωσσοι τῶν ἑλληνογλώσσων, Ἕλληνας ἐκάλει τούτους καὶ ἡ ἐκκλησία. Ὁ πρῶτος μετὰ τὴν ἅλωσιν οἰκουμενικὸς πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος ἔγραφεν: «ἡ πατρὶς ἡμῶν Ἑλλὰς» καὶ «πάντων τῶν ἐν τῷ κλίματι τῷδε (Κωνσταντινουπόλεως) Ἑλλήνων» (παρὰ Σάθᾳ Monuments grecs τ, IV σ. VII). Φιλόπατρις ἠπειρώτης ἀρχιερεύς, ὁ Ματθαῖος Μυραίων τῷ 1618 ἐν Ἱστορίᾳ τῶν κατὰ τὴν Οὐκροβλαχίαν στ. 415 κ.ἑ. καλεῖ μὲν Ῥωμαίους τοὺς ἐν Βλαχιᾳ Ἕλληνας, ἀλλὰ τῶν Ἑλλήνων ἀπογόνους αὐτοὺς θεωρεῖ, προσθέτων ὅτι εἶναι γένος ἅγιον, ἀπ᾿ ὅλους τιμώμενον, ὁπ᾿ ἐγέμισαν τὸν κόσμον μὲ σοφίαν, μὲ γράμματα, μὲ ἅρματα καὶ μὲ θεολογίαν. Ὁ αὐτὸς ἱεράρχης τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος ἀποκαλεῖ ὁτὲ μὲν «γένος τῶν Ῥωμαίων» (στ. 2359), ὁτὲ δὲ «γένος Ἑλλήνων», ἐξαπλῶσαν τὴν σοφίαν καὶ τὰ γράμματα ἁπανταχοῦ τῆς οἰκουμένης (στ. 2361)· ὁτὲ δὲ Γραικοὺς λέγει τοὺς Ἕλληνας (στ. 2454).



Ἡ χρῆσις τοῦ ὀνόματος Γραικὸς ὑπὸ ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων προήρχετο ἐξ ἄλλου λόγου, τῆς ἀνάγκης διακρίσεως τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων ἀπὸ τῶν λατινοδόξων ὀπαδῶν τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης. Οὕτως ὀνομάζει τοὺς ὑπ᾿ αὐτὸν χριστιανοὺς ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας ὁ Β΄ ἐν γράμματι πρὸς τὸν Πάπαν Ῥώμης καὶ ἐν ἑτέρῳ πρὸς τὸν Φιλαδελφείας μητροπολίτην. Οὕτω κατὰ τὰ τέλη τοῦ ΙΗ΄αἰῶνος καὶ Εὐγένιος ὁ Βούλγαρης ἐν ἱστορικῷ ἐκκλησιαστικῷ συγγράμματι, ἀναφέρων καὶ τὸν λόγον τῆς τοιαύτης χρήσεως, ὅτι δηλαδὴ ἀποφεύγει «τὸ μὲ Ἕλληνες διὰ τὴν ἔμφασιν τῆς εἰδωλοθρησκείας, τὸ δὲ Ῥωμαῖοι πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν Ῥωμάνων». Κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Ἀναγεννήσεως πάντες οἱ ἐν τῇ ξένῃ λόγιοι Ἕλληνες ὠνόμαζον Ἕλληνας τοὺς ὁμοεθνεῖς των. Καὶ ἐν τοῖς μετέπειτα χρόνοις δὲν ἦτο ἀσυνήθης ἡ χρῆσις τοῦ ὀνόματος τούτου. Ἐν τῷ προλόγῳ τῶν διδαχῶν τοῦ Ἀλεξίου Ῥαρτούρου, (ἐν Ἐνετ. 1560), συντεταγμένῳ ὑπὸ Θεωνᾷ ἐξάρχου τοῦ πατριάρχου, ὕστερον δὲ μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, φέρεται ἡ φράσις: «τὸ ἡμέτερον Ἑλλήνων γένος, τὸ τῶν χριστιανῶν δηλαδή». Ἡ ἱστορία τοῦ Νεκταρίου (1677) φέρει ἐν τῇ ἐπιγραφῇ αὐτῆς: «συντεθεῖσα εἰς κοινὴν γλῶσσαν – διὰ ν᾿ ἀκούεται ἀπὸ κάθε ἄνθρωπον Ἕλληνα».



Θὰ ἐμήκυνον ἄνευ ἀνάγκης τὸν λόγον παραθέτον καὶ ἄλλα παραδείγματα. Ἀλλ᾿ ἀσύγγνωστος θὰ ἦτο ἡ παράλειψις τῆς γνώμης τοῦ ἱερομονάχου Διονυσίου Πύρρου, ὅστις ἐν ἀρχῇ του παρελθόντος αἰῶνος μετὰ πολλῆς ὀρθοφροσύνης ἀποφαίνεται περὶ τοῦ προσήκοντος ἐθνικοῦ ὀνόματος (Χειραγωγία τῶν παίδων, Ἐνετ. 1810): «Ἐρώτησις: Πῶς πρέπει νὰ ὀνομαζώμεθα ἡμεῖς, Ἕλληνες ἢ Ρωμαῖοι; - Ἀπόκρισις: Ποτὲ νὰ μὴ θελήσετε νὰ ὀνομάζεσθε Ῥωμαῖοι, ἀλλὰ Ἕλληνες, διότι οἱ Ῥωμαῖοι, ἤγουν Ῥωμᾶνοι, ἐβαρβάρωσαν καὶ ἠφάνισαν τὴν Ἑλλάδα, τὴν γλυκυτάτην πατρίδα· καὶ ἂν τινὰς νέος ἔχῃ ὄνομα ἢ ῥωμαϊκόν, ἢ ἑβραϊκόν, ἢ ῥωσικόν, ἢ ἀραβικὸν πρέπει εὐθὺς νὰ τὸ ἀλλάξῃ, καὶ νὰ ὀνομάζεται μὲ ὄνομα ἑλληνικόν, τουτέστιν ἢ Μιλτιάδης, ἢ Θεμιστοκλῆς, ἢ Ἀχιλλεύς, ἢ Θησεύς, ἢ Ἀλέξανδρος, ἢ Πλάτων, ἢ Δημοσθένης κ.τ.λ. καὶ τότε ἕνας νέος ἀλλάζων τὸ ὄνομά του, θέλει ἐντρέπεται νὰ μὴ ἔχῃ καὶ τὰ ἔργα τῶν προγόνων του».

Ἀλλ᾿ ἠδύνατό τις ἴσως ν᾿ ἀντείπῃ ὅτι ταῦτα εἶναι πιθανῶς κατασκευάσματα λογίων, ἀσύμφωνα πρὸς τὴν ἐθνικὴν συνείδησιν, καὶ ὅτι τὸ πολὺ τοῦ λαοῦ εἶχε λησμονήσῃ τὸ παλαιὸν ἐθνικὸν ὄνομά του, μόνον τὸ Ῥωμιὸς γνωρίζον. Ὁ κ. Παλαμᾶς φέρει παραδείγματα ἐκ τεσσάρων ἢ πέντε δημοτικῶν ᾀσμάτων, ἐν τοῖς ὁποίοις οἱ Ἕλληνες ὀνομάζονται Ῥωμιοί.

Ἀληθῶς τὸ ὄνομα τοῦτο ἦτο συνηθέστατον εἰς τὸν λαόν, ἀλλ᾿ ἠγνόει ὁ λαὸς τὴν καταγωγήν του καὶ ἦτο ξένον εἰς αὐτὸν τὸ ἑλληνικὸν ὄνομα; Τὰ δημοτικὰ ᾄσματα μαρτυροῦσι τὸ ἀντίθετον, διότι συχνότερα μνεία γίνεται ἐν αὐτοῖς τοῦ ὀνόματος τῶν Ἑλλήνων ἢ τοῦ τῶν Ῥωμιῶν. Δὲν ἔχομεν δυστυχῶς δημοτικὰ ᾄσματα, μνημονεύοντα τὸ ἐθνικὸν ὄνομα, ἀποδεδειγμένως παλαιότερα τοῦ δεκάτου πέμπτου αἰῶνος.

Ἀλλ᾿ αὐτὰ τὰ σωζόμενα παλαιότατα δημοτικὰ ᾄσματα μόνον Ἕλληνας ἀναφέρουσι καὶ ὄχι Ῥωμιούς, καὶ εἰς τὰ περὶ τῶν ἀγώνων πρὸς τοὺς Τούρκους δημοτικὰ ᾄσματα συχνότατα ἐπαναλαμβάνονται τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματα. Ἐν τραπεζουντίῳ δημοτικῷ ᾄσματι περὶ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος λέγεται Ἕλλην:

Τὴν πόλιν ὄντας ὥριζε ὁ Ἕλλεν Κωνσταντῖνον...
ὁ βασιλιᾶς, ὁ βασιλιᾶς, ὁ Ἕλλεν Κωνσταντῖνον.

(Ἰωαννίδου “Στατιστικὴ Τραπεζοῦντος”, σ. 292. Τριανταφυλλίδου “οἱ Φυγάδες”, σ. 169).

Ἕτερον δημοτικὸν ᾄσμα περὶ τῆς ἁλώσεως τῆς Τραπεζοῦντος, σύγχρονον τοῦ γεγονότος (1462) ἀναφέρει ἐπίσης Ἑλλένους, καὶ ἑλλενικὰ κάστρα, καὶ ἑλλενικὸν κοντάρι καταλήγει δ᾿ ὡς ἑξῇς:

Ἐκεῖ Ἑλλένοι ἐπέθαναν, μύριοι παλληκάρια

(Ἰωαννίδης σ. 287).

Ἕτερον προγενέστερον τῆς Τραπεζοῦντος, ἱστοροῦν τὴν ἡρωϊκὴν ἄμυναν τοῦ φρουρίου Γουδελᾶ ὑπὸ Ἑλλήνων, λέγει τὰ ἑξῆς περὶ τῶν φονευθέντων κατὰ τὴν μάχην:

Σκοτῶσαν τρίους Ἕλλενους, δεκαεπτὰ πασιάδες

(Τριανταφυλλίδης σ. 48).

Ἓν τῶν ᾀσμάτων, ὧν τὴν μαρτυρίαν ἐπικαλεῖται ὁ κ. Παλαμᾶς, εἶναι παλαιὸν τραπεζούντιον, προγενέστερον καὶ τοῦτο τῆς ἀλώσεως τῆς Τραπεζοῦντος. Ἐν αὐτῷ κεῖται ὁ ὑπὸ τοῦ κ. Παλαμᾶ μνημονευόμενος στίχος:

Δράκοι καὶ δρακοντόπουλα, ῥωμαίικα παλληκάρια.

Οὐδὲν ὅμως μαρτυροῦσι περὶ τῆς χρήσεως τοῦ ἐθνικοῦ Ῥωμιὸς τὰ ῥωμαίικα παλληκάρια τοῦ ᾄσματος. Οἱ Ἕλληνες τῶν βυζαντινῶν χρόνων διετήρησαν, ὡς εἴπομεν ἤδη, τὰ πλεῖστα τῶν πολιτικῶν ῥωμαϊκῶν ὀνομάτων. Ὁ στρατὸς τοῦ κράτους ἐλέγετο ῥωμαϊκὴ δύναμις, ῥωμαϊκὸς στρατός, ῥωμαϊκὰ δὲ παλληκάρια εἶναι οἱ ὑπηρετοῦντες εἰς τὸν ῥωμαϊκὸν στρατόν. Περὶ τούτου εὐκόλως πείθεται πᾶς τις καὶ ἐξ ἁπλῆς ἀναγνώσεως αὐτοῦ τούτου τοῦ ᾄσματος (δημοσιευθέντος παρὰ τῷ Ἰωαννίδῃ σελ. 286). Τετράκις ἐν αὐτῷ ἐπαναλαμβάνεται τὸ ἐπίθετον ἑλληνικός: «ἑλλενικὸν κοντάριον» (δίς), «ἑλλέν᾿κα παλληκάρια», «ἑλλενικὸν λαλίαν». Χαρακτηριστικώτατος δ᾿ εἶναι ὁ ἐξῆς στίχος αὐτοῦ: «Εἴχαμε νέους Ἕλληνας, ῥωμαίικα παλληκάρια», σαφῶς δεικνύων ὅτι πρόκειται περὶ Ἑλλήνων, ὑπηρετούντων εἰς τὸν βασιλικὸν στρατόν. Καὶ τὸ ᾆσμα ὑπόθεσιν ἔχει τὴν ἐξιστόρησιν μάχης πρὸς τοὺς Τούρκους, γενομένης κατὰ προσταγὴν ἑνὸς τῶν βασιλέων τῆς Τραπεζοῦντος.

Ἄλλο παράδειγμα ἀναφέρει ὁ κ. Παλαμᾶς ἐξ ᾄσματος περὶ τοῦ θανάτου τοῦ Μάρκου Μπότσαρη: «ὅσοι Ῥωμιοὶ κι᾿ ἂν τ᾿ ἄκουσαν». Ἐν ἄλλῳ ὅμως ᾄσματι τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως, ὁ ἥρως θνήσκων παραγγέλει εἰς τοὺς Σουλιώτας νὰ τὸν κλάψουν, διότι τὸν «κλαίει ὅλ ἡ Ἑλλὰς» (Passow σ. 187). Ἐν Μεσολογγίῳ κατὰ τὴν πρώτην πολιορκίαν, ὅτε κατ᾿ ἄλλο δημοτικὸν ᾆσμα, προσκαλεῖ ὁ Ὀμὲρ πασᾶς τὸν Μπότσαρην νὰ παραδώσῃ τὰ κλειδιά: «πολεμοῦν οἱ Ἕλληνες μὲ Τούρκους μὲ πασάδες» (αὐτ. σ. 190). Ἐν ἄλλῳ ᾄσματι περὶ τοῦ Μεσολογγίου: «πολεμοῦν οἱ Ἕλληνες μὲ τὸν Σουλτὰν Μαχμούτη» (αὐτ. σ. 191). Τὸν θάνατον τοῦ Μπότσαρη ἀγγέλει, κατ᾿ ἄλλο δημοτικὸν ᾆσμα, ἕνα πουλὶ ποὺ «τ᾿ ἄκουσαν καὶ δυὸ Ἕλληνες, δυὸ Ἀνατολικιῶταις» (αὐτ. σ. 188).

Ἄλλα παραδείγματα τῆς χρήσεως τοῦ ἐθνικοῦ Ἕλλην εἰς τὰ δημοτικὰ ᾄσματα κρίνω περιττὸν ν᾿ ἀναφέρω· ἕκαστος ἡμῶν ἐνθυμεῖται ἀρκετὰ τοιαῦτα, καὶ ἂν δὲν τὰ διατηρῇ εἰς τὴν μνήμην του δύναται ν᾿ ἀνοίξῃ οἱανδήποτε συλλογὴν ὅπου προχείρως δύναται νὰ εὕρῃ.

Ὁ κ. Παλαμᾶς ἀναφέρει καὶ τὸ περιεργότατον τοῦτο, ὅτι τὸ ὄνομα Ἕλλην διετήρησε μέχρι τῆς χθὲς τὴν ἀρχαίαν εἰδωλολατρικὴν σημασίαν. Ἐπάγεται δὲ μαρτύριον τὸν στίχον τοῦ κυπριακοῦ ᾄσματος:

Ἡ μάννα τ᾿ ἦταν χριστιανή, κι᾿ ὁ κύρης του ᾿τον Ἕλλην.

Ἀλλ᾿ ἡ μαρτυρία εἶναι ἥκιστα ἀξιόπιστος. Τὸ ᾄσμα ἐξ οὗ παραλαμβάνει τὸν στίχον δὲν εἶναι δημοτικόν· εἶναι συναξάριον τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, στιχουργηθὲν κατὰ παράφρασιν παλαιοῦ βίου τοῦ ἁγίου, ἐν ᾧ τὸ ὄνομα Ἕλλην εἰς δύσφημον σημασίαν παρελήφθη ἐκ τοῦ πρωτοτύπου κειμένου. Τὸ συναξάριον ἐδημοσιεύθη ὑπὸ τοῦ Σακελλαρίου (Κυπριακὰ τ. Β, σ. 99), ἀποτελεῖται δ᾿ ἐκ στ. 571· καὶ μόνον τὸ μῆκός του καταδεικνύει ὅτι δὲν εἶναι δημοτικὸν ᾆσμα.

Μετὰ τὴν κατάλυσιν τοῦ βυζαντινοῦ κράτους ἐξέλιπε πᾶς λόγος χρήσεως τοῦ ἐθνικοῦ ὀνόματος Ῥωμιός. Τὸ ὄνομα καθ᾿ ἑαυτὸ ὑπονοεῖ ἄρνησιν τῆς ἐθνικότητος τοῦ φέροντος, δηλοῦν ἁπλῶς τὸν ὑπήκοον τοῦ ῥωμαϊκοῦ κράτους· μετὰ τὴν ἅλωσιν καὶ ἡ ἔννοια αὕτη περιωρίσθη ὡς εἴδομεν· καὶ τὸ ὄνομα ἔμεινεν ὡς δηλωτικὸν τοῦ πρεσβεύοντος τὸ ὀρθόδοξον δόγμα καὶ ὑπαγομένου εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου.

Ἂν τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος ἦτο ὅμοιον πρὸς τἆλλα τὸ ῥωμαϊκὸν κράτος ἀποτελοῦντα ἔθνη· ἂν δὲν εἶχεν ἱστορίαν ἔνδοξον, προγενεστέραν τῆς ἱδρύσεως τοῦ κράτους ἐκείνου, καὶ ἠδύνατο ν᾿ ἀπαρνηθῇ αὐτήν, θὰ ἐθεώρει βεβαίως ἐπαρκῆ τὴν δόξαν ὅτι ἀνῆκέ ποτε εἰς τὸ μέγα καὶ πανίσχυρον ῥωμαϊκὸν κράτος, καὶ τοσοῦτο μᾶλλον, καθ᾿ ὅσον ἦτο ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, ἐν πᾶσι πρωτοστατοῦν καὶ τὰ πάντα ἐν αὐτῷ ἰθῦνον. Τότε δὲ θὰ ὠφείλομεν νὰ λάβωμεν τοῦ κράτους ἐκείνου τὸ ὄνομα, καὶ νὰ διατηρήσωμεν τὴν προσηγορίαν τοῦ Ῥωμιοῦ, νὰ ὀνομάσωμεν δὲ καὶ τὴν ἠμετέραν χώραν ἀντὶ Ἑλλάδος Ῥωμανίαν, ὡς ὀνόμαζεν ὁ ἑλληνικὸς λαὸς κατὰ τοὺς μέσους χρόνους τὴν βυζαντινὴν ἐπικράτειαν. Ἔχοντες δὲ τὴν προτεραιότητα, θὰ ἠναγκάζομεν τοὺς Βλάχους καὶ τοὺς Μολδαυοὺς νὰ ζητήσωσιν ἄλλο ὄνομα διὰ τὰς ἑνωθείσας ἡγεμονίας των· διότι τὰ ὑφ᾿ ἡμῶν ἐγκαταλειφθέντα ὀνόματα παρέλαβον οὗτοι, ὀνομάσαντες τὴν χώραν αὐτῶν Ῥωμανίαν (România), ἑαυτοὺς δὲ Ῥωμαίους (Românii).

Ἀλλὰ τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος ἀνακτῆσαν τὸ ἀληθὲς ἐθνικὸν ὄνομά του, κατεδίκασε τὸ ἐπείσακτον ὄνομα τοῦ Ῥωμιοῦ, προδῶσαν εἰς αὐτὸ ὀνειδιστικὴν σημασίαν. Ὁ Ρωμιὸς εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ συνενοῦντος ἐν ἑαυτῷ πάντα τὰ κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ ἐλαττώματα τοῦ Ἕλληνος καὶ τὸ ῥωμαίικο ὁ τύπος τοῦ κακῶς διοικουμένου κράτους. Ὑπάρχει βεβαίως καὶ ἐξαίρεσις τοῦ κανόνος τούτου, καὶ τοιαύτη εἶναι ἡ φράσις, ἣν ἀναφέρει ὁ κ. Παλαμᾶς, «μίλα ῥωμαίικα»· ἀλλ᾿ ἡ φράσις αὕτη παρέμεινεν ἐκ τῆς συνηθείας, ἥτις προῆλθεν ἐκ τῆς ἀνάγκης τῆς διακρίσεως τῆς κοινῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, ἣν ὁμιλεῖ, τὴν ἀρχαίαν καλεῖ «βαθιὰ ἑλληνικά»· ἀλλὰ συνηθέστερον καὶ ἁπλούστερον κάμνει τὴν διαστολὴν ὀνομάζων ῥωμαίικη τὴν δημώδη καὶ ἑλληνικὴν τὴν ἀρχαίαν. Τοῦτο παρετήρησεν ἤδη κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ παρελθόντος αἰῶνος ὁ Ἄγγλος περιηγητὴς Dodwell (A classical Tour through Greece, κεφ. 5), λέγων ὅτι «τὴν νεωτέραν γλῶσσαν καλοῦσι ῥωμαίικη πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τῆς ἀρχαίας, ἢν καλοῦσι ἑλληνικήν». Ὁ βαθὺς οὗτος παρατηρητὴς τῶν καθ᾿ ἡμᾶς προσθέτει εἰς ταῦτα, ὅτι οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες τοὺς προγόνους των καλοῦσιν Ἕλληνας καὶ τὴν χώραν των Ἑλλάδα.

Ἡ σημερινὴ χρῆσις τοῦ ὀνόματος Ἕλληνες ὡς ἐθνικοῦ ἡμῶν ὀνόματος, δὲν εἶναι, ὡς κατεδείχθη ἐκ τῶν προειρημένων, τεχνητὴ καὶ βεβιασμένη ἀναζωογόνησις νεκροῦ τύπου· τοιαῦται ἀπόπειραι οὐδέποτε εὐδοκημοῦσιν, οὐδ᾿ ἐπηρεάζουσιν τὸν λαόν. Τὸ κράτος ὅπερ ἐπεδείχθη ἀνίσχυρον νὰ ἐπιβάλῃ τὴν μεταβολὴν τῶν ὀνομάτων τῶν μέτρων καὶ σταθμῶν, καίτοι εὐθὺς κατὰ τὴν ἵδρυσιν αὐτοῦ ἔθεσε νόμους περὶ εἰσαγωγῆς τοῦ δεκαδικοῦ συστήματος, θὰ εἶχε τὴν δύναμιν νὰ ἐξαναγκάσῃ τὸν ἑλληνικὸν λαὸν νὰ μεταβάλῃ αὐτὸ τὸ ἐθνικόν του ὄνομα; Ἀλλὰ τοῦ ὀνόματος τούτου ἡ χρῆσις οὐδέποτε εἶχεν ὁλοσχερῶς ἐκλίπει· οὐδέποτε ἐλησμόνησεν ὁ λαὸς τὴν καταγωγήν του, τὰς παραδόσεις του, τοὺς δεσμοὺς τοὺς συνδέοντας αὐτὸν πρὸς τὸ παρελθόν. Καὶ τὴν ἀδιάσπαστον συνέχειαν τοῦ βίου τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, ἀπὸ τῶν χρόνων τῆς πολιᾶς ἀρχαιότητος μέχρι τῶν ἐπωδύνων χρόνων τῆς ὑπὸ τοὺς Τούρκους δουλείας καὶ μέχρι τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἐλευθέρας πατρίδος, συμβολίζει τὸ ὄνομα τοῦ Ἕλληνος, κεντρίζον εἰς εὐγενεῖς ἀγῶνας πρὸς ἀνάκτησιν τῆς παλαιᾶς εὐκλείας. Τὸ φρόνημα δὲ καὶ τὴν θέλησιν τοῦ ἔθνους ἐξεδήλωσαν αἱ συνελεύσεις αὐτοῦ κατὰ τὸν ἱερὸν ἀγῶνα, ἀναλαβοῦσαι καὶ καταστήσασαι κοινὸν τὸ ὄνομα τοῦτο.

Ὁ κ. Παλαμᾶς εἶναι ὁ ποιήσας τοὺς ὡραίους τούτους στίχους:

Κρυμμένη ᾿ς τὴν πολύπαθη τὴ Ῥωμιοσύνη,
σὰ νὰ ξανοίγω τὴ βασίλισσα Ἑλλάδα.

Ὁ ἐμπνευσμένος ποιητὴς βλέπει ἐναργέστερον καὶ κρίνει ὀρθότερον τοῦ γλωσσολογοῦντος λαογράφου. Ἂς μὴ ἐπιμένῃ λοιπὸν ζητῶν νὰ μένῃ κρυμμένη πάντοτε ὑπὸ τὰ ράκη τῆς Ῥωμιοσύνης ἡ βασίλισσα Ἑλλάδα !


ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ τῇ 13 Ὀκτωβρίου 1901
Ν. Γ. Πολίτης

_____

(ΕΡΕΥΝΑ - ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗΣΙΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ Μ.Χ.)

Νικόλαος Πολίτης (1852-1921)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου