Ἡ
Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶχε καὶ φέτος τὸν
ἐπίλογό της: Τὴ γκρίνια γιὰ τὴν
ψαλμῳδία. Ἡ κριτικὴ αὐτὴ ποὺ γίνεται
κι ἀπὸ τὸ λαὸ κι ἀπὸ τοὺς μορφωμένους
ἐπιβεβαιώνει ἕνα πρᾶγμα: Ὅτι οἱ
Ἕλληνες προσεύχονται μὲ τὰ αἰσθητήρια
τῆς ἀκοῆς καὶ τῆς ὁράσεως. Τὸ εἴπαμε
καὶ ἄλλοτε. Ὁ Μουσουλμάνος βρίσκει τὸ
Θεό του στὴν ἔρημο. Ὁ Καθολικὸς τὸν
βρίσκει καὶ στὴν ἐρημία τῆς ἐκκλησίας
τὴν ἡμέρα γονατισμένος σ᾿ ἕνα θρανίο.
Ἀλλὰ γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο χρειάζεται «τὸ
τῆς ἀκοῆς τε καὶ ὄψεως ἡδύ». Τί
σημαίνει αὐτὴ ἡ ἀπαρέσκεια, ἡ δυσφορία
; Ἁπλούστατα ὅτι ἡ μουσικὴ τῆς μονῳδίας
ἐξετάζεται τώρα πολὺ αὐστηρότερα ἀπὸ
ἄλλοτε. Ὅτι τὸ παλαιό, τὸ συνηθισμένο
καὶ τὸ καθιερωμένο ἔπαυσαν νὰ εἶνε
γιὰ τὴν ἐκκλησιαστική μας μουσικὴ
ἐπαρκῆ δικαιολογητικά. Ὅτι τὸ
θρησκευτικὸ συναίσθημα, ἐπειδὴ δὲν
εἶναι τόσο ἀκμαῖο καθὼς ἄλλοτε, ζητεῖ
ἐπικουρία ἀπὸ τὸ καλαισθητικὸ
συναίσθημα, πολὺ ἐντονώτερο τώρα στοὺς
Χριστιανοὺς ἀπὸ ἄλλοτε. Καὶ ἂν αὐτὸ
εἶνε ἀλήθεια, τότε ἡ μελῳδία ποὺ
ὀνομάζουμε ὀρθὰ ἢ λανθασμένα βυζαντινή,
ἡ καθιερωμένη τελοσπάντων ψαλμῳδία
γιὰ ν᾿ ἀνταποκριθῇ στὸν προορισμό
της πρέπει νὰ ἀπαλλαχθῇ ἀπὸ ὅ,τι δὲν
εἶνε εὐάρεστο, ἀπ᾿ ὅ,τι πρόχειρο,
ἀκαλαίσθητο, τραγουδιστικό, λαϊκὸ τῆς
ἐφόρτωσεν ἡ χρῆσις καὶ ὁ καιρός.
Αὐτὸ εἶναι ὅλο τὸ ζήτημα. Σ᾿ αὐτὸ
περιλαμβάνεται καὶ ὁ ἐκτελεστής. Ἂν
αὐτὸς εἶνε δυσάρεστος – καὶ μὲ
ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις εἶνε δυσάρεστος
– τὸ σύστημα προπάντων τὸν κάνει
τέτοιον. Μιὰ καλή, μιὰ ξεκαθαρισμένη
ψαλμῳδία θὰ δημιουργοῦσε καὶ καλοὺς
ἐκτελεστάς. Ἐνῷ τώρα τὰ πράγματα ἔχουν
περιπλακῇ σὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε ἡ
ψαλμῳδία φαίνεται σὰ νὰ ζητῇ νὰ σωθῇ
ἀπὸ τὸν ψάλτη κι ὁ ψάλτης ἀπὸ τὴν
ψαλμῳδία. Οὔτε τὸ ἕνα κατορθωτὸ οὔτε
τὸ ἄλλο. Ὥστε ἂς ἔρθωμε ἀμέσως στὴν
αἰτία – στὸ ἀκαθόριστο τῆς μονῳδίας.
Ξέρομε
ὅλοι μας πὼς στὴν ψαλμῳδία μας ὑπάρχουν
μερικὲς μελῳδίες λιτὲς καὶ σοβαρές.
Εἶνε ἴσως λίγες. Μὰ εἶνε ἀξιοσημείωτες.
Εἶνε τὸ ἐκλεκτὸ ὑλικὸ ποὺ ἔσωσε ἢ
καὶ σχημάτισεν ὁ καιρὸς καὶ μᾶς τὸ
ἔχει παραδώσει. Μόνο αὐτὸ τὸ ἐκλεκτὸ
ὑλικὸ ποὺ παρουσιάζει πραγματικὰ μιὰ
αἰσθητικὴ ἀξία, ἑπομένως δίνει τὴ
δυνατότητα νὰ τὸ ἐκμεταλλευτοῦμε καὶ
νὰ τὸ ἀναπτύξωμε στὴν ἐκκλησία, ἔχει
τὸ δικαίωμα νὰ λέγεται «παράδοσις».
Τὸ ὑπόλοιπο, δηλαδὴ τὸ ἀκαλαίσθητο
μέρος, ὁ φόρτος, δὲν εἶνε παράδοσις,
εἶνε τὰ παράσιτα ποὺ δημιούργησε γύρω
στὶς ἐκλεκτὲς καὶ στερεὲς μελῳδίες
ἡ λαϊκὴ ἀτεχνία κι ὁ ἀσκητισμός. Αὐτὰ
τὰ παράσιτα δὲν τ᾿ ἀνέχεται ἡ πρωτεύουσά
μας. Τὰ θεωρεῖ τσουκνίδες καὶ ἀγκάθια.
Ἐνῷ οἱ συντηρητικοὶ τὰ θεωροῦν ἐθνικὴ
κληρονομία. Ὅλος ὁ καυγὰς εἶνε ἐδῶ.
Οἱ φυσαλίδες, τὰ σιρόπια, τὰ σερμπέτια,
τὰ ἂχ καὶ τὰ βάχ, ὁ ἀραβισμὸς μὲ μιὰ
λέξι τῆς ἐκκλησιαστικῆς μονῳδίας γιὰ
τοὺς Ἀθηναίους εἶνε πρᾶγμα ἐνεπιθύμητον
καὶ ἂν ἀποτελῇ κληρονομία, ἡ κληρονομία
δὲν εἶνε ἀποδεκτή. Ἡ Ἀθήνα ζητεῖ νὰ
ὀργανωθῇ ἡ ἐκκλησιαστική μας μουσικὴ
ἐπάνω στὶς λιτές, τὶς ξεκαθαρισμένες,
τὶς διαμορφωμένες μελῳδίες της. Σ᾿
ἐκεῖνα δηλαδὴ τὰ σύντομα μέλη ποὺ
ξέφυγαν ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ἀραβουργία
καὶ ἀπὸ τὸ λαϊκὸ αὐτοσχεδιασμό, ποὺ
διασώθηκαν μὲ μορφὴ σοβαρή, θρησκευτική,
ποὺ ἔχουν λογική, γιὰ νὰ ἐκφρασθῶ
ἔτσι, καὶ δὲν εἶναι λαρυγγίσματα. Τὴν
προσταγὴ αὐτὴ τῆς ἀθηναϊκῆς
καλαισθησίας, ἐπίμονα διατυπωμένη τὰ
τελευταῖα πενῆντα χρόνια, πρέπει νὰ
τὴ σεβασθοῦμε. Εἶνε ἡ μόνη γνώμη ποὺ
δὲν ἔχει, ὑποθέτω, ἐναντίον της τὸν
ἐπιστημονικὸ κόσμο τῆς μουσικῆς.
Ἀπὸ
τὴ στήλη αὐτὴ ἐδῶ καὶ λίγους μῆνες
ἔγραφα πὼς δὲν εἶνε πλέον φρόνιμο νὰ
ἐμπιστευθοῦμε τὴ μορφὴ τῆς ἐκκλησίας
στὸ θρησκευτικὸ ἁπλῶς συναίσθημα τοῦ
ἐπιτρόπου καὶ τῆς θεοφοβούμενης
γυναικούλας, αὐτὸ ποὺ δικαιολογεῖ
καὶ ἐπιζητεῖ μάλιστα ὅλες τὶς
κακοτεχνίες, θεωρῶντας πὼς ὑπάρχουν
ἀπὸ Θεοῦ. Ἡ ἐκκλησία εἶνε ἀνάγκη,
εἶνε συμφέρον της νὰ προσαρμοσθῇ στὸ
καλαισθητικὸ συναίσθημα, στὴ δύναμι
δηλαδὴ ποὺ ἔγινε τὰ τελευταῖα χρόνια
ἐπιτακτικὴ καὶ γεννᾷ τὶς γνωστὲς
δυσφορίες γιὰ τὴν ψαλτική, γιὰ τὴ
ζωγραφική, γιὰ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ τῆς
ἐκκλησίας, γιὰ τὴ διακόσμησι, γιὰ τὴν
ἀπαγγελία καὶ γιὰ τὴν ἐμφάνισι τῶν
ἱερωμένων. Ἡ μορφὴ τῆς ἐκκλησίας,
ἔλεγα, καὶ στὸ ἀκουστικὸ μέρος πρέπει
νὰ παύσῃ νὰ εἶνε ἀσκητικὴ ἢ λαϊκή.
Τὸ λαὸ τὸν ἐνδιαφέρει μόνο τὸ γράμμα
καὶ τὸ δόγμα. Ἀλλὰ ἡ μορφὴ δὲν εἶνε
ἔργο τοῦ λαοῦ, εἶνε ἔργο τῶν ὀλίγων.
Καὶ πρέπει νὰ πηγάζῃ ἀπὸ τὴν πολιτεία.
Μολαταῦτα ὅσα ἔγραψα, ἂν καὶ εἶνε
κοινότατα καὶ δὲν τὰ λέγω μόνον ἐγώ,
ἐξώργισαν τὸν ψαλτικὸ κόσμο τοῦ ἀμανὲ
καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς τὸν κ. Ψάχο, ὁ
ὁποῖος σὲ τέσσερις ὁλόκληρες κολόννες
τῆς «Φωνῆς τῆς Ἐκκλησίας» ἐζήτησε
νὰ πείσῃ τοὺς κουλουροπώλας τῶν
Πατρῶν, ὅτι μὲ αὐτὰ ποὺ γράφω δὲν
ἐπιθυμῶ τὸ ἀγαθὸν τῆς ἐκκλησίας,
ἀλλὰ «τὴν χαλάρωσιν καὶ ἐξασθένησιν
τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος διὰ τῆς
μεθόδου τῆς περιφρονήσεως τῶν ἱερῶν
καὶ ἐθνικῶν παραδόσεων». Ὁ κ. Ψάχος
εἶνε εὐαίσθητος εἰς τὴν ρινοφωνίαν
ὅσον ὁ ἱππότης εἰς τὴν τιμὴ τοῦ
ξίφους του, ἐγὼ ὅμως μὲ ὅλο τὸν κίνδυνο
νὰ ἐξοργίσω τοὺς κουλουροπώλας, θέλω
νὰ εἴπω ἁπλῶς, ὅτι ἡ ρινοφωνία ἠμπορεῖ
νὰ εἶνε παράδοσις ἑνὸς ἀτόμου, τοῦ
κ. Ψάχου ἢ ὁποιουδήποτε ἄλλου, δὲν
εἶναι ὅμως παράδοσις τοῦ ἔθνους. Περὶ
αὐτοῦ μόνον πρόκειται. Ὥστε ἡ κακὴ
τοποθέτησις τοῦ ζητήματος δὲν γίνεται
ἐκ μέρους μου, ἀφοῦ ἐγὼ ζητῶ τὸ
ξεκαθάρισμα τῆς παραδόσεως ἀπὸ τὸν
φόρτο τῆς ἀσκητικῆς καὶ τῆς λαϊκῆς
ἀτεχνίας, ἀλλὰ γίνεται ἐκ μέρους κάθε
ψάλτη ποὺ ἐννοεῖ νὰ κηρυχθοῦν ἱερὰ
κληρονομία ὅλα τὰ γαργαρίσματα. Ἡ
πρωτεύουσα δὲν ἐπιθυμεῖ τὰ γαργαρίσματα.
Κάτι περισσότερο. Ἀποκρούει γενικὰ
τὸν ἀνατολισμὸ στὴν ἐκτέλεσι τῆς
μονῳδίας, τὸ χρωματισμὸ δηλαδὴ ἐκεῖνο
ποὺ τὸν ἐνόμιζαν μιὰ φορὰ ψαλτικὴ
ἱκανότητα, ἴσως καὶ δεινότητα. Τώρα
ποὺ ἡ Ἀθήνα ἐπέβαλε τὴν καλαισθησία
της, οἱ ἀνατολισμοὶ αὐτοὶ κατατάσσονται
ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους στὴν τέχνη τῶν
μελῳδικῶν ἐκτελεστῶν τοῦ τζαμιοῦ
Σουλεϊμανιέ, γίνονται δηλαδὴ ὑπόθεσις
ἄλλης θρησκείας καὶ ἄλλου λαοῦ, ὄχι
τοῦ ἑλληνικοῦ. Κοντολογὶς ἡ πρωτεύουσα
τῆς Ἑλλάδος ζητεῖ τὴν ξεκαθαρισμένη
καὶ τὴ λιτὴ μελῳδία. Ὁ Κανακάκης, ποὺ
ἔκαμε τέτοιο ἔργο πρὸ σαράντα χρόνων
στὴν Ἁγία Εἰρήνη, δὲν εἶχε παρὰ
στοιχειώδεις μουσικὲς γνώσεις, γιὰ νὰ
ἔχῃ ὅμως καλαισθησία καὶ γιὰ νὰ
χτυπήσῃ μὲ τὶς ἁπλές του καὶ συμπαθητικὲς
μονῳδίες τὰ ἀνατολίτικα σερμπέτια,
πῆρε στὴν ἐκκλησία ἐκείνη τὸ μεγάλο
πλῆθος μαζί του. Ἀπὸ τότε ἡ ἐκκλησιαστική
μας μουσικὴ πηγαίνει σ᾿ αὐτὸ τὸ δρόμο.
Μὲ ἐργασίες ἔπειτα σοβαρές, σὰν τοῦ
σοφοῦ Ἐλισσαίου Γιαννίδη, ποὺ τιμᾷ
τὴ βυζαντινὴ μελῳδία – τὴν ξεκαθαρισμένη
– θεωρεῖ ὅμως ἀπαραίτητη τὴν ἐναρμόνισί
της, τὸ ζήτημα μπῆκε σὲ δρόμο
ἐπιστημονικώτερο. Τώρα εἶναι ἀδύνατο
νὰ γυρίσῃ πίσω. Ἕνας ψάλτης πρέπει νὰ
εἶνε σ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα προσανατολισμένος,
γιὰ νὰ εἶνε καλὸς ἐκτελεστής. Μόνο
τότε εἶνε ἀνεκτὸς στὴν Ἀθήνα. Ἂν εἶνε
μὲ τὸ ἀντίθετο πνεῦμα, δηλαδὴ μὲ τὴν
κληρονομία, καθὼς ὀνομάζουν τὸ
ἀκαθόριστο ὑλικὸ –ἐνῷ ἐμεῖς
ὀνομάζουμε κληρονομία μόνο τὶς λίγες
μελῳδίες ποὺ ἔχουν αἰσθητικὴ
δικαιολογία– τότε στὴν Ἀθήνα εἶναι
ἀνεπιθύμητος ψάλτης. Ποιά εἶνε ἡ
διαφορὰ τῆς ἀθηναϊκῆς ἀκοῆς καὶ τῆς
ἄλλης, τί θεωρεῖται «ἱερὰ καὶ ἐθνικὴ
παράδοσις» ποὺ ὑπονομεύεται ἀπὸ
μᾶς τοὺς ἄλλους, θὰ σᾶς τὸ δείξω
καλλίτερα ἂν παραθέσω ἐδῶ ἕνα ἀπόσπασμα
ἀπὸ σύγγραμμα τοῦ Γ. Παπαδοπούλου,
Μεγάλου Πρωτεκδίκου τῆς μεγάλης
ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ Διευθυντοῦ
τῆς Μουσικῆς Σχολῆς τοῦ ἐν
Κωνσταντινουπόλει Μουσικοῦ Συλλόγου,
δημοσιευμένο πρὸ τριάντα περίπου ἐτῶν:
«Ἄδικος
εἶνε ἡ κατὰ τῆς ἡμετέρας μουσικῆς
μομφή, ἣν ἡ ἐπιπολαιότης ἐπιρρίπτει
περὶ τοῦ ἐρρίνου αὐτῆς, ἀφοῦ ἡ
ρινοφωνία ἰδιάζει παρὰ τοῖς μεσημβρινοῖς
λαοῖς. Οἱ καλοῦντες τὴν μουσικὴν ἡμῶν
ρινόφωνον δέον νὰ μάθωσιν ὅτι τὸ
ψάλλειν ἢ λαλεῖν ἐρρίνως εἶνε ἴδιον
τοῖς καθόλου σχεδὸν τῆς Ἀνατολῆς
ἔθνεσι, καὶ αὐτοῖς, διότι οἱ φθόγγοι
τῆς μουσικῆς ἀναλογοῦσιν ἀείποτε
πρὸς τὴν φύσιν τῶν φθόγγων ἑκάστης
γλώσσης. Ὁ κατὰ φύσιν ἦχος τῶν φωνηέντων
τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης σχηματίζεται
οὕτως ὥστε, μὴ πολὺ τοῦ στόματος
ἀνοιγομένου ἢ τοῦ φθόγγου πληγὴ μᾶλλον
γίνεται περὶ τὴν ρῖνα ἢ περὶ τὴν
τραχεῖαν. Ὅτι δὲ καὶ αὐτοὶ οἱ πρόγονοι
ἡμῶν ἐρρίνως ἐλάλουν καὶ ἔψαλλον,
μαρτυρεῖ ὁ μικρὸν πρὸ Χριστοῦ ἀκμάσας
Διονύσιος ὁ Ἀλικαρνασσεύς. Καὶ ἐὰν
διὰ τῆς ρινὸς ἐφθέγγοντο ἐκεῖνοι,
ἀναμφιβόλως καὶ ἔψαλλον ὡς ἡμεῖς
φθεγγόμεθα καὶ ψάλλομεν».
Οἱ
Ἀθηναῖοι δὲν δέχονται τέτοιες
κληρονομίες. Θέλουν νὰ πιστεύουν πὼς
ἡ Ἑλλὰς εἶνε στὴν Εὐρώπη. Λοιπὸν ἂς
τελειώνωμε. Ἂν καὶ πάλι δημιουργῆται
ζήτημα ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, αὐτὸ
γίνεται ἐπειδὴ δὲν ἐπεκράτησεν ἀκόμα
σ᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα ἡ ἀθηναϊκὴ
καλαισθησία. Ἡ πρωτεύουσα ἔχει ἀκόμα
μεγάλον ἀριθμὸ ψαλτῶν τοῦ ἀνατολικοῦ
τρόπου ἤ, ἂν θέλετε, τῆς παραδόσεως
ἐκείνης ποὺ δὲν ἔχει ξεκαθαριστῆ.
Μεγάλο σφάλμα. Ἡ πρωτεύουσα ἀπὸ τὸ
ἄλλο μέρος ἔχει τετράφωνη μουσική,
ἀλλὰ δυστυχῶς τὸ ἔργο αὐτὸ εἶνε
πρόχειρο καὶ ὅσο κι ἂν μᾶς εὐχαριστῇ
μιὰ ἐπιφανειακὴ τετραφωνία,
ὁ Χριστιανὸς ἀκροατὴς ἔχει ἀπὸ τὴν
ἁρμονία ὅσο κι ἀπὸ τὴν μονῳδία, πολὺ
σοβαρώτερες ἀπαιτήσεις. Μ᾿ ἄλλους
λόγους τὸ ζήτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς
μας μουσικῆς εἶνε ἀκόμη στὴν ἀρχή.
Περιμένομε ραθυμώτατα τὸν καιρὸν νὰ
τὸ λύσῃ. Καὶ ὅμως ἔπρεπε νὰ εἶχε
γίνει ὡς τώρα πολλὴ ἐργασία. Ἔπρεπε
ἡ ἑκκλησιαστικὴ μουσικὴ νὰ ἔχῃ γίνει
ζήτημα, νὰ ἀναγνωρίσωμε πὼς εἶνε
σοβαρὸ ζήτημα, σταματημένο δυστυχῶς,
καὶ νὰ ἐπιδιώξωμε τὴ λύσι του μὲ σειρὰ
μουσικῶν ἐκτελέσεων, προπαρασκευασμένων
ἀπὸ εἰδικούς, ὥστε ἕνα μικρὸ κοινὸν
φωτισμένων ἀκροατῶν ἀκούοντας τοῦτο
καὶ τὸ ἄλλο, τὸ παλῃὸ καὶ τὸ νεώτερο,
τὸ ἀκαθάριστο καὶ τὸ διαλεγμένο, τὴν
ἁπλῆ καὶ τὴν ἐναρμονισμένη μονῳδία,
νὰ μπορῇ νὰ ἀποφανθῇ καὶ τὴ γνώμη
του νὰ τὴν ἐπικυρώσῃ ἔπειτα ἢ νὰ τὴν
ἀποκρούσῃ ἄλλο κοινὸν εὐρύτερο.
Οἱ
δοκιμὲς αὐτὲς θέλουν βέβαια σοβαρὰ
προετοιμασία. Εἶνε ἐργασία ἑνὸς
ἑλληνικοῦ μουσικοῦ συνεδρίου. Ἀλλὰ
τέλος πάντων χωρὶς αὐτὴ τὴν ἐργασία
θὰ ματαιοπονοῦμε. Οἱ παλαιότεροι εἶχαν
κάμει τοὐλάχιστον μία μικρὴ ἀρχή. Τὸ
Πάσχα τοῦ 1869 ἐψάλησαν ἐπίτηδες δύο ἢ
τρία τροπάρια τετράφωνα στὸν ναὸν τῆς
Μητροπόλεως γιὰ νὰ δοκιμαστῇ ἡ
τετραφωνία. Τί ἔχει γίνει ἀπὸ τότε,
δηλαδὴ σὲ διάστημα ἑβδομῆντα ἐτῶν
στὸν ἴδιο ναό; Τίποτε. Καὶ συζητοῦμε
ἀκόμα γιὰ μουσικὴ τῆς ἐκκλησίας [...]
ΖΑΧΑΡΙΑΣ
ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
(«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 16 Ἀπριλίου 1939)