Στὶς ἄκρες τῶν χωραφιῶν τῆς περιοχῆς μου ὑπῆρχε σημεῖο, ὅπου οἱ ἀγρότες πετοῦσαν τὶς πέτρες ποὺ μάζευαν ὅταν ὄργωναν. Μὲ τὸν καιρὸ δημιουργοῦνταν σωροὶ ἀπὸ πέτρες. Τὸ σημεῖο αὐτὸ ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς παλιοὺς ἀγρότες, ἀκόμη καὶ σήμερα «ἁρμακάς». Ἡ παράξενη αὐτὴ λέξη εἶναι ἀρχαία ἑλληνική. Ὁ ἕρμαξ (γεν. ἕρμακος<Ἑρμῆς) ἦταν σωροὶ ἀπὸ χαλίκια γύρω ἀπὸ τὰ ὑπόβαθρα τῶν δημοσίων ἀγαλμάτων τοῦ θεοῦ Ἑρμῆ*. Σχηματίζονταν ἐπειδὴ οἱ διαβάτες ἔριχνα ἐκεῖ χαλίκια, συμβάλλοντας ἔτσι στὴν ἐκκαθάριση τῶν δρόμων ἀπὸ τὶς πέτρες. Ἡ ἀρχαία αὐτὴ λέξη πέρασε στὴν νεώτερη γλῶσσα ἐλαφρῶς παραφθαρμένη, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια περίπου σημασία. Ἄραγε τὴν λέξη αὐτή, ὅπως καὶ τόσες ἄλλες, τὴν δίδαξαν στοὺς νεώτερους ποιοί; Μήπως οἱ Σλάβοι τοῦ Φαλμεράυερ;
Ἀντωνίου Ἠπίτη «Λεξικὸν τῆς λαλουμένης Ἑλληνικῆς γλώσσης» (1908) |
* Βλ. Γιάννη Λάμψα «Λεξικὸ τοῦ ἀρχαίου κόσμου», λῆμμα «ἕρμαξ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου