Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ τῆς Ὄλγας Παπαδιαμαντοπούλου - Βαλτετσιώτου (μουσικοκριτικοῦ, 1933)

 

ΒΥΖΑΝΤΙΝΙΣΜΟΙ...

ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

ΨΑΛΜΟΣ ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΨΑΛΤΑΔΕΣ



Ἡ ἑορτὴ τοῦ Δεκαπενταυγούστου μοῦ ἐγέννησε μερικὰς σκέψεις διὰ τὴν βυζαντινὴν μουσικὴν τῶν ἐκκλησιῶν μας καὶ τὴν ἐκτέλεσίν της.

Σὰν Χριστιανὴ κ’ ἐγὼ -καὶ σὲ ἡλικίαν μάλιστα ποὺ σκέπτονται πλέον οἱ γυναῖκες νὰ ἐξαγοράσουν τὶς νεανικὲς ἁμαρτίες τους μὲ νηστείαν καὶ προσευχὴν- ἐπῆγα τὴν ἡμέραν τῆς Κοιμήσεως νὰ πάρω τὸ «χρυσὸ δοντάκι μου», προσθέτουσα εἰς τὰ χρυσᾶ τοῦ ὀδοντοϊατροῦ μου καὶ ἕνα τοῦ Θεοῦ ! Μία ἀπὸ τὶς κεντρικώτερες καὶ μεγαλείτερες ἐκκλησίες ἦταν γεμάτη ἀπὸ πιστούς. Καὶ σκέπτεσαι, ἂν οἱ ἐκκλησίες εἶνε λίγες στὴν Ἀθήνα ἢ οἱ πιστοὶ πολλοί. Γιατί, τὶς μικρὲς γιορτὲς καὶ τὶς τακτικὲς Κυριακὲς περισσεύουν οἱ ἐκκλησίες καὶ γιὰ τὶς ἔκτακτες γιορτὲς καὶ τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα δὲν εἶνε ἀρκετές. Σκέπτεσαι ἀκόμη καὶ κάτι ἄλλο, ἅμα βλέπῃς τόσον κόσμον πιστῶν καὶ εὐλαβῶν, τόσο πλῆθος νέων καὶ γέρων νὰ μεταλαμβάνουν καὶ νὰ προσεύχωνται μὲ κατάνυξιν. Πῶς συμβαίνει νὰ διαβάζῃς ὕστερα στὶς ἐφημερίδες τόσα ἀποτρόπαια ἐγκλήματα, μὴ συμβιβαζόμενα μὲ τὰς εὐλαβεῖς μας διαθέσεις ;

Ἀλλὰ δὲν πρόκειται νὰ φιλοσοφήσω οὔτε ἐγκληματολογικὰς θεωρίας νὰ ἀναπτύξω. Ἐκεῖνο ποὺ μ’ ἔκαμε νὰ μὴ ξεχάσω τὸ μικρόβιον τοῦ μουσικοκριτικοῦ μέσα στὸ ἱερὸν περιβάλλον ἦταν τὸ σύστημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς ποὺ ἐπρόβαλλεν ἐμπρός μου, μὲ τὴν τυραννίαν τῆς ψαλτικῆς τιμωρίας ποὺ ἐδοκίμασα. Ἥμαρτον, Θεέ μου καὶ σεῖς ἀδελφοὶ χριστιανοί, συγχωρῆστε με, γιατὶ... ἐκολάστηκα !!

Ὑμνεῖτε -λέγει- τὸν Θεὸν ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνοις ! Ἔ, τότε γιατί μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀτελείωτο ἀμανὲ ποὺ σερβίρουν οἱ περισσότεροι ψάλτες δὲν βάζουν καὶ κανένα μπαγλαμαδάκι ἢ λαγοῦτο ;

Δὲν εἶμαι εἰδικὴ εἰς τὰ βυζαντινά. Ξέρω μόνον ὅτι τὸ Βυζαντινὸν Κράτος ἐκληρονόμησε τὸν πολιτισμὸν τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, καθὼς καὶ τὰς τέχνας καὶ ἐπιστήμας μαζὶ μὲ τὴν μουσικήν της, ἡ ὁποία βασίζεται εἰς τοὺς ὀκτὼ τρόπους - κλίμακας (δώριον, ὑποδώριον, φρύγιον, ὑποφρύγιον, λύδιον, ὑπολύδιον, μιξολύδιον καὶ ὑπομιξολύδιον).

Μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὅλαι αἱ τέχναι καὶ ἐπιστῆμαι μετεφέρθησαν εἰς τὴν Εὐρώπην. Τὰς δὲ κλίμακας τῆς μουσικῆς παρέλαβεν ὁ Πάπας Γρηγόριος καὶ ἐξ αὐτῶν ἐδημιούργησε τὸ γρηγοριανὸν ἆσμα, ἐξ οὗ καὶ ἡ εὐρωπαϊκὴ μουσική.

Δὲν εἶνε δυνατὸν λοιπὸν ἀποτέλεσμα τῆς ἱστορίας αὐτῆς νὰ εἶνε ὁ σημερινὸς ἀμανὲς ποὺ ἐδημιούργησεν ἡ ἀμάθεια ἀφ᾿ ἑνὸς μερικῶν ψαλτάδων καὶ ἡ φιλοδοξία νὰ δείξουν τὴν καλλιφωνίαν τους, παρατείνοντες καὶ ποικίλλοντες τὸ βυζαντινὸν μοτίβο κατὰ τὸ γοῦστο τους.

Ἐπροοδεύσαμε ἀρκετὰ ὥστε νὰ βάλωμε καὶ ἠλεκτρικὰ εἰς τὶς ἐκκλησίες μας. Δὲν ἦταν δυνατὸν ἡ πρόοδος νὰ ἐπεκταθῇ καὶ τὸ μουσικὸν ζήτημα, ὥστε νὰ καθιερωθῇ μία πρότυπος σύνθεσις, τὴν ὁποίαν ν᾿ ἀκολουθήσουν πιστὰ ψάλτες ἐγκεκριμένοι ἀπὸ τὴν Σύνοδον ἢ ἐπιτροπὴν τοῦ ὑπουργείου ; Ἐπὶ τέλους, ἂς μὴν εἶνε καὶ τενόροι ἢ βαρύτονοι πρώτης γραμμῆς, ἀλλ᾿ ἁπλῶς ἰντονάτοι ψάλλοντες μὲ κάποιαν μυστικοπάθειαν, ἁρμονικὰ καὶ χωρὶς ἐξάρσεις μελοδραματικάς, ὥστε νὰ ὠρύωνται συναγωνιζόμενοι τοὺς γνωστοὺς βαρυτόνους τοῦ Μαΐου.

Ἐκτὸς αὐτοῦ, εἰς τὸν αἰῶνα τῆς ταχύτητος, νομίζω πὼς δὲν θὰ ἦταν ἄσκοπον νὰ συντομευθῇ καὶ ὁ χρόνος τῆς Λειτουργίας, τὴν ὁποίαν μακραίνουν μὲ τὸ τράβηγμα αὐτὸ τοῦ ψαλσίματος οἱ παπάδες καὶ οἱ ψάλτες. Ὅσην εὐλάβειαν καὶ ἂν ἔχῃ κανείς, καταντᾷ μαρτύριον νὰ στέκεσαι ὀρθὸς ἐπὶ δύο ὧρες, μὴ ἀκούων κάποτε παρὰ τὰ μισὰ λόγια ἀπὸ τὴν κακὴν ἀκουστικὴν τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ βουΐζουν ἀπὸ τὴν ἀκόμη χειρότερον ντιξιὸν τῶν ψαλτῶν. Ὅσην κατάνυξιν καὶ ἂν ἔχῃς τὴν χάνεις καὶ τότε ἀρχίζει ἡ κουβεντούλα, τὸ κουτσομπολιὸ καὶ τὰ νέα τῆς γειτονιᾶς.

Δὲν ξέρω ἂν διδάσκεται πλέον εἰς τὰ σχολεῖα ἡ ἐξήγησις τῆς Λειτουργίας, μὰ εἶναι βέβαιον πὼς λίγοι Χριστιανοὶ καὶ γραμματισμένοι θὰ ξέρουν τὴν σημασίαν τῶν διαφόρων παραστάσεων καὶ τύπων της. Ἀλλὰ πῶς νὰ μάθωμε αὐτά, ποὺ ἐξεχάσαμε πρῶτα τὴν γλῶσσα μας καὶ ἡ νεωτέρα γενεὰ κοντεύει νὰ μείνῃ ἀγράμματη ;

Οἱ παλαιότεροι παρακαλοῦσαν ἀκόμη καὶ τὸ φεγγαράκι νὰ τοὺς φέγγῃ νὰ πηγαίνουν στὸ σκολειὸ νὰ μαθαίνουν γράμματα. Οἱ νεώτεροι τὸ σκᾶνε τὴν ἡμέρα γιὰ τὸ φοῦτ-μπὼλ καὶ τὰ διάφορα γυμναστικὰ παιχνίδια. Ἐκεῖνοι ἐγύμναζαν τὸ πνεῦμα, αὐτοὶ περιποιοῦνται τὰ πόδια, γι᾿ αὐτὸ ἄλλαξαν οἱ καιροὶ καὶ σηκώθηκαν τὰ πόδια καὶ κτύπησαν τὰ κεφάλια !!

Ἀπεμακρύνθηκα ὅμως ἀπὸ τὸ θέμα μου ποὺ ἦταν γιὰ τὴν βυζαντινὴ μουσικὴ καὶ τοὺς ψάλτες. Ἂς μὲ συγχωρήσουν γιατὶ τοὺς τὰ ἔψαλλα, ἂν καὶ εἶνε βέβαιον ποὺ θὰ μὲ... ψάλλουν κι᾿ αὐτοὶ κάποια μέρα εἰς ἐκδίκησιν.



Ὄλγα Παπαδιαμαντοπούλου - Βαλτετσιώτη (Ρεβέκκα)

ἐφ. «ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ» 19.8.1933

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

"Rapsodia Greca" τοῦ συνθέτη Giorgio Cambissa


Γεώργιος Καμπίσσας (Bodio Ἑλβετίας 17/5/1921 - Cagliari Ἰταλίας 29/6/1998)
ἐκλεκτὸς συνθέτης καὶ ἀρχιμουσικὸς ἑλληνικῆς καταγωγῆς 



 Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν «Ραψῳδία Γκρέκα» ὑπὸ τὴν διεύθυνσιν τοῦ Μαξιμιλιανοῦ Ντοννιτέλλι. Ἀπὸ συναυλία  τῆς ὀρχήστρας «Bel'Arte» ποὺ δόθηκε στὶς 9 Ἰουλίου 2013 στὸ θέατρο Adyar στὸ Παρίσι.


Τὰ μουσικὰ θέματα ποὺ ἀναγνωρίσαμε καὶ οἱ συλλογὲς δημοτικῶν τραγουδιῶν στὶς ὁποῖες τὰ ἐντοπίσαμε: 

1) «Ἄντε κοιμήσου, κόρη μου», νανούρισμα (συλλογές: Ducoudray, Λαμπελὲτ) 0:15,

2) «Χασάπικος» (συλλογές: Ζαχαρία & Ρεμαντᾶ, Λαμπελὲτ) 2:50, 

3) «Συρτὸς» (συλλογὴ Λαμπελὲτ) 3:56,

4) «Εἶχα μιὰν ἀγάπη στὸν καιρό μου», καλαματιανὸς (συλλογές: Ζαχαρία & Ρεμαντᾶ, Λαμπελὲτ) 6:30,

5) «Κρητικὸς χορὸς» (συλλογές: Ζαχαρία & Ρεμαντᾶ, Λαμπελὲτ) 7:46.



 

Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

Ὀρατόριο «Ἀχιλλεὺς» τοῦ Max Bruch

Τὸ ὀρατόριο «ACHILLEUS» (op. 50) τοῦ Max Bruch (1838-1920)

    

   Τὸ μεγαλόπνοο ἔργο τοῦ ρομαντικοῦ συνθέτη Μὰξ Μπροὺχ Achilleus πρωτοπαρουσιάστηκε στὶς 25 Ἰουνίου 1885. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ κοσμικὰ ὀρατόριά του καὶ συγκεκριμένα ἀνήκει σὲ αὐτὰ ποὺ τὸ θέμα τους εἶναι παρμένο ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Στὴν ἴδια κατηγορία ἀνήκουν καὶ τὰ ὀρατόρια Ὡραία Ἑλένη, Σαλαμίς, Ὀδυσσεύς, Διθύραμβος, Λεωνίδας. Ἡ πολὺ παλιὰ ἱστορία τῆς μουσικῆς τοῦ Köstlin (σελ 678 κ.ἑ.) γράφει γιὰ τὸν Μπρούχ:


   «Εἰς τὸν ὑπὸ αὐστηρᾶς διατυπώσεως τοῦ Μένδελσον καὶ τῆς μουσικῆς ποιήσεως τοῦ Σούμαν ὡρισμένον κύκλον δύναται νὰ συγκαταλεχθῇ προσέτι ὁ Μὰξ Μπρούχ, γεννηθεὶς ἐν Κολωνίᾳ τῇ 6ῃ Ἰανουαρίου 1838, μαθητὴς τοῦ Φερδινάρδου Χίλλερ* καὶ τοῦ Ραϊνέκε** [...] ἐν στενῇ ἐπαφῇ πρός τε τὸ σύγχρονον ῥεῦμα καὶ τὴν ἐπιτευχθεῖσαν πρόοδον διατελῶν καὶ κλίνων μᾶλλον πρὸς τοὺς ῥωμαντικούς. Ἐκ τῶν ἔργων τοῦ Μπρούχ, ἅτινα χαρακτηρίζει κάλλος τῆς εὐηχοῦς ἐπενεργείας καὶ ἡδύτης τῆς μελῳδίας, ηὐδοκίμησαν ἰδίως τὰ χορικὰ μελικὰ δραμάτια [=ὀρατόρια], ἅτινα ἐπιτρέπουσιν εὐρυτέραν τοῦ τύπου διαστρογγύλωσιν (Birken und Erlen, Schön Ellen, Odysseus, Arminius, Lied non der Glocke, Achilleus, Feuerkreuz), ὡς καὶ τὰ ἔργα τῆς οἰκιακῆς μουσικῆς [=μουσικῆς δωματίου] (2 τετραφωνίαι [=κουαρτέτα], 2 συναυλίαι [=κονσέρτα] βιολίου, συνθέσεις βαρβίτου [=βιολοντσέλου] κ.ἄ.), ἐξαιρέτως ἡ συναυλία βιολίου ἐν G-moll, ἀλλὰ καὶ αἱ τρεῖς αὐτοῦ συμφωνίαι». 


   Στὸ καλλιτεχνικὸ περιοδικὸ ΕΣΤΙΑ τοῦ 1887 βρήκαμε τὴν παρακάτω ἐνδιαφέρουσα παρουσίαση τοῦ ἔργου μὲ τὸ ἀρχικὸ Δ. 



Ἡ Ἰλιὰς μελοποιηθεῖσα


   Γνωστὸν τυγχάνει ὅτι αἱ Καλαὶ Τέχναι ἐν Γερμανίᾳ πλέον ἢ ἐν πάσῃ ἄλλῃ χώρα παρήγαγον καὶ παράγουσιν ἔργα ἑλληνικὴν ἔχοντα τὴν ἔμπνευσιν. Εἶνε ἀναρίθμητα τὰ οἰκοδομήματα, ὅσα ἱδρύθησαν, ἐν Μονάχῳ ἰδίᾳ, κατ᾿ ἀντιγραφὴν τῶν ἑλληνικῶν ῥυθμῶν, αἱ πινακοθῆκαι πληροῦνται ὑπὸ εἰκόνων τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας καὶ ἱστορίας, οἱ ὕπατοι τῶν ποιητῶν ἔγραψαν δράματα καὶ ποιήματα ἑλληνικῶν ὑποθέσεων καὶ ἐξ αὐτῶν δὲ τῶν μουσικῶν, οὐχὶ ὀλίγοι, συνέθεσαν προανακρούσματα καὶ ἐμελοποίησαν τὰς χορῳδίας ἀρχαίων ἑλληνικῶν δραμάτων, ἰδίᾳ τῶν τοῦ Σοφοκλέους.

   Ἀλλ᾿ ἐκ τῶν συγχρόνων μελοποιῶν εἷς, ὁ Μὰξ Βροὺχ (Max Bruch) προέβη ἔτι μᾶλλον: συνέθηκε μουσικὴν ἐπὶ τῆς Ὀδυσσείας καὶ τῆς Ἰλιάδος τοῦ Ὁμήρου ! Δὲν ἐμελοποίησε φυσικῷ τῷ λόγῳ τὰς τεσσαράκοντα ὀκτὼ ῥαψῳδίας τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν, ὧν οὐχὶ ἡ μουσικὴ σύνθεσις, ἀλλ᾿ ἡ ἁπλῆ ἐκτέλεσις θ᾿ ἀπῄτουν ἑβδομάδας ὅλας. Ἐκ τῆς Ὀδυσσείας καὶ τῆς Ἰλιάδος συνωψίσθησαν τὰ κυριώτατα μέρη εἰς σειρὰν λυρικῶν ποιημάτων μονῳδιῶν, διῳδιῶν, χορῳδιῶν κ.λ.π. ὑπὸ τοὺς τίτλους: Ὀδυσσεύς, Ἀχιλλεύς, καὶ ἐπὶ τούτων ἐφηρμόσθη μουσικὴ ἀνάλογος.

   Ἐκ τῶν δύο τούτων ἔργων τὸ ἕτερον, ὁ Ἀχιλλεύς, ἐψάλη πρό τινος κατὰ πρῶτον ἐν τῷ Concerthaus τῆς Λειψίας. Πρὸς τοῦτο προσῆλθον ἐκ διαφόρων μερῶν τῆς Γερμανίας ἐξέχοντες ἀοιδοί, ὁ χορὸς ἀπετελέσθη ἐκ τῶν μελῶν τῶν ἐν Λειψίᾳ ᾠδικῶν συλλόγων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν διακοσίων περίπου, ἡ ὀρχήστρα πλουτισθεῖσα περιέλαβεν ἑκατοντάδα ὀργάνων, διηύθυνε δὲ τὴν ἐκτέλεσιν αὐτοπροσώπως ἐλθὼν ἐκ Βερσλάου ὁ διαπρεπὴς συνθέτης.

   Τὸ ἔργον διήρκεσεν ἐπὶ τέσσαρας ὥρας, διεξήχθη δ᾿ ἐντελέστατα καὶ ἐπευφημήθη ἐπανειλημμένως. Ἡ διασκευὴ αὐτοῦ εἶνε τοιαύτη: ἐν ἀρχῇ μετὰ τὴν πολεμικὴν εἰσαγωγήν, ἣν ἐκτελεῖ ἡ ὀρχήστρα, ὁ χορὸς προλογιζόμενος ἐξιστορεῖ ὅσα οἱ Ἀχαιοὶ ἐπὶ ἐννέα ἔτη μακρὰν τῆς πατρίδος των ὑφίστανται δεινὰ ὅπως ἁλώσωσι τὸ Ἴλιον, καὶ ταῦτα χάριν μιᾶς ἀπίστου γυναικός, συμπεραίνει δὲ ὅτι ἐπὶ τέλους ἡ Τροία θὰ πέσῃ.

   Ἐν τῷ πρώτῳ μέρει ὁ χορὸς τῶν Ἀχαιῶν νοσταλγῶν ἀναμιμνήσκεται τῆς ποθητῆς ἑστίας, ὁ Ἀγαμέμνων ἐνισχύει τὰ αἰσθήματα ταῦτα συμβουλεύων τὴν εἰς Ἑλλάδα ἐπάνοδον, ὁ Ὀδυσσεὺς ἀντιτείνει ἀποκαλῶν τοῦτο αἰσχρὰν φυγὴν καὶ ὁ χορὸς ἐνθουσιῶν ἐκ τῶν λόγων τοῦ πολυμηχάνου Ἰθακησίου ἄγει εἰς μάχην παιᾶνας ἀνακρούων.

   Ἐν τῇ δευτέρᾳ τοῦ Α΄μέρους εἰκόνι παρίσταται ὁ Ἀχιλλεὺς παρὰ τὴν ἀκτὴν ἐν τῇ σκηνῇ του, ἀποχωρήσας τοῦ ἀχαϊκοῦ στρατοπέδου μετὰ τὴν πρὸς τὸν Ἀγαμέμνονα ἔριδα. Μετ᾿ ὀλίγον οἰμωγαὶ καὶ ὀλοφυρμοὶ ἐξεγείρουσιν αὐτόν: «οἴμοι, οἴμοι, ὁ Πάτροκλος ἀπέθανε !». Ὁ υἱὸς τοῦ Πηλέως θρηνεῖ τὸν πιστόν, τὸν προσφιλῆ ἑταῖρον καὶ καλεῖ τὴν Θέτιδα, τὴν ἑαυτοῦ μητέρα. Ἡ Θέτις προσέρχεται μετὰ τῶν θαλασσίων νυμφῶν κ᾿ ἐπακολουθεῖ μακρὰ διῳδία καθ᾿ ἣν ὁ μὲν υἱὸς ἔμπλεως μίσους κατὰ τοῦ Ἕκτορος, τοῦ φονέως τοῦ Πατρόκλου, ὀμνύει ὅτι θὰ σύρῃ αὐτὸν νεκρὸν ὄπισθεν τοῦ ἅρματός του, ἡ δὲ μήτηρ προσπαθεῖ ν᾿ ἀποτρέψῃ αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ἀγῶνος. Βλέπουσα ὅμως ὅτι ὁ ἥρως εἶνε ἀμετάπειστος ἄγει ἵνα παρασκευάσῃ αὐτῷ νέαν πανοπλίαν, ὑμνοῦντος τοῦ χοροῦ.

   Τὸ δεύτερον μέρος ὑποτίθησι τὴν σκηνὴν ἐν τῷ τρωϊκῷ ἀνακτόρῳ. Ἐκεῖ ἡ Ἀνδρομάχη πλήρης ἀνησυχίας διὰ τὸν προσφιλῆ αὑτῆς σύζυγον ἐκτραγῳδεῖ τοῦ πολέμου τὰ δεινὰ κ᾿ ἐν ἀντιθέσει, μετὰ πόθου, ἐνθυμεῖται τὰς γλυκείας ἡμέρας τῆς εἰρήνης. Μετὰ τὸ ἑωθινὸν ᾆσμα τῶν Τρῴων, ἀκολουθεῖ ἡ πασίγνωστος ἐκείνη συνομιλία τοῦ Ἕκτορος καὶ τῆς Ἀνδρομάχης, ἐν τῷ Ζ΄ τῆς Ἰλιάδος, ἣν ὁ μουσικὸς μετεποίησεν εἰς περιπαθεστάτην διῳδίαν. Ἐν τέλει ὁ χορὸς τῶν Τρώων παροτρύνει τὸν Ἕκτορα εἰς ἀγῶνα, ἀφ᾿ ἑτέρου δ᾿ ὁ τῶν Ἀχαιῶν ὑπεκκαίει τοῦ Ἀχιλλέως τὴν ὀργήν.

   Ἀρχὴ τοῦ τρίτου μέρους εἶνε οἱ θρῆνοι τοῦ Ἀχιλλέως καὶ τοῦ χοροῦ ἐπὶ τοῦ νεκροῦ τοῦ Πατρόκλου καὶ οἱ ἀγῶνες οἱ τελούμενοι εἰς τιμὴν αὐτοῦ, οὓς εἰκονίζει ἐκφραστικώτατα αὐτὴ ἡ ὀρχήστρα διὰ τριῶν μουσικῶν συνθέσεων. Ἡ ἁρματοδρομία ἰδίᾳ εἶνέ τι ἔξοχον.

   Ἡ εἰκὼν ἀλλάσσει. Εἶνε νὺξ - εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Ἀχιλλέως προσέρχεται ὁ γέρων Πρίαμος ἐν ὀλοφυρμοῖς ζητῶν τὸ σῶμα τοῦ Ἕκτορος. Ἐν τῇ μετέπειτα σκηνῇ ἡ Ἀνδρομάχη θρηνεῖ τὸν ἀποθανόντα σύζυγον.

   Ὁ ἐπίλογος ἀποτελεῖται ἐκ χορῳδίας μὴ ἀναγομένης εἰς τὸν κύκλον τῆς Ἰλιάδος. Ἔρχεται δ᾿ αὕτη ὡς συμπέρασμα τοῦ ὅλου ἔργου καὶ εἶνε ἐλεγεία ἐπὶ τῷ θανάτῳ τοῦ υἱοῦ τοῦ Πηλέως.

   Τοιοῦτον ἐν συνόψει τὸ πρωτοτυπότατον μουσικὸν ἔργον τοῦ Γερμανοῦ καλλιτέχνου. Οἱ τεχνοκρῖται θεωροῦσιν αὐτὸ ἔξοχον εἰς τὰ χορικὰ μέρη ἰδίᾳ καὶ εἰς τὰς συνθέσεις τῆς ὀρχήστρας, ἐξαίρουσι δὲ μεταξὺ τῶν μονῳδιῶν τὸ τελευταῖον ᾆσμα τῆς Ἀνδρομάχης. Τὸ μέρος τῆς Ἀνδρομάχης γεγραμμένον διὰ μεσόφωνον ἐξετέλεσε θριαμβευτικῶς, κατὰ τὴν γενικὴν ὁμολογίαν τοῦ συνθέτου καὶ ὁλοκλήρου τοῦ κοινοῦ, νεαρὰ καλλιτέχνις, ἀπαράμιλλον ἔχουσα τὴν περιπάθειαν ἐν τοῖς φθόγγοις.

   Ὁλόκληρον τὸ ἔργον ἀδύνατον εἶνε νὰ ἐκτελεσθῇ ἐν Ἑλλάδι, ἀλλὰ μέρη αὐτοῦ, ἰδίᾳ δὲ ἡ εἰσαγωγὴ καὶ οἱ ἀγῶνες, ὧν ἡ ἐκτέλεσις γίνεται ὑπὸ μόνης τῆς ὀρχήστρας, δύνανται κάλλιστα νὰ ἐκτελεσθῶσί ποτε κ᾿ ἐν αὐτῇ τῇ χώρᾳ, ἥτις ἐνέπνευσε κυρίως τὸ ἔργον τοῦ Τεύτονος μουσουργοῦ.    Δ*

περιοδικὸν «ΕΣΤΙΑ» 18/3/1887



* TO AKOYTE *


ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ:

Achilleus: Tenor Andromache: Hoher Alt. Hektor & Odysseus: Bariton Polyxena & Thetis: Soprano Agamemnon & Priamus: Bass

ΤΑ ΜΕΡΗ:

0:00 - 7:12 Prologue --- ACT I --- 7:12 - 11:48 Dem Stab den Herold's gubut Ehr'! 11:48 - 13:21 Hort mich 13:21 - 14:57 Helm kehr! 14:52 - 18:07 Ihr Resenden, baltetein 18:07 - 20:45 So hort mich! 20:45 - 22:40 Und ihr, ihr Manner 22:39 - 26:15 Unmuth im Herzen 26:15 - 28:35 Durch das Rauschen der Meerfluth 28:35 - 29:47 Halt an den Fuss! 29:47 - 33:46 Wehe! Schritte der Manner ein Entsetzhches naht dort 33:46 - 35:35 Tief unterst im Meergrund schlummert die Gottin 35:35 - 36:36 Des Sohnes Stimme 36:36 - 41:26 Tochter des Nereus 41:26 - 43:51 Kind, warum weinst du? 43:51 - 46:02 Sohn! Sohn! Sohn! 46:02 - 51:53 Leben und Ruhm ist mir Hektor's Tod! 51:53 - 57:38 Num meere steigt ein blaulicher Duft --- ACT II --- 57:38 - 1:06:38 Noch lagert dammerung auf Berg und Thal 1:06:38 - 1:12:46 Vir bringen Opfer und Gebet 1:13:03 - 1:23:53 Im Thalgrund glanzt es, wie gold'ne Wogen 1:23:53 - 1:28:11 Zum Kampf, zum Kampf! 1:28:11 - 1:35:29 Wer naht dort allein dem Kriegsgott ver gleichbar? --- ACT III --- 1:35:35 - 1:46:15 Die Leichenfeier des Patroklus 1:46:15 - 1:49:38 Thranen, versiegt mir, bebe nicht Hand 1:49:38 - 1:55:22 Wettspiele zu ehren des Patroklus 1:55:22 - 1:59:34 Durch die ambrosische Nacht 1:59:34 - 2:09:24 Peleus Sohn, hor'meine Stimme! 2:10:37 - 2:17:06 Aus der Tiefe des Grames 2:17:06 - 2:19:39 Traure, traure, mein Knabe! 2:19:39 - 2:26:51 Epilog des Chors



____________
* Ferdinand Hiller (1811- 1885)
** Carl Reinecke (1824-1910)

Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Περὶ τῆς λέξεως "ἁρμακάς".

    Στὶς ἄκρες τῶν χωραφιῶν τῆς περιοχῆς μου ὑπῆρχε σημεῖο, ὅπου οἱ ἀγρότες πετοῦσαν τὶς πέτρες ποὺ μάζευαν ὅταν ὄργωναν. Μὲ τὸν καιρὸ δημιουργοῦνταν σωροὶ ἀπὸ πέτρες. Τὸ σημεῖο αὐτὸ ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς παλιοὺς ἀγρότες, ἀκόμη καὶ σήμερα «ἁρμακάς». Ἡ παράξενη αὐτὴ λέξη εἶναι ἀρχαία ἑλληνική. Ὁ ἕρμαξ (γεν. ἕρμακος<Ἑρμῆς) ἦταν σωροὶ ἀπὸ χαλίκια γύρω ἀπὸ τὰ ὑπόβαθρα τῶν δημοσίων ἀγαλμάτων τοῦ θεοῦ Ἑρμῆ*. Σχηματίζονταν ἐπειδὴ οἱ διαβάτες ἔριχνα ἐκεῖ χαλίκια, συμβάλλοντας ἔτσι στὴν ἐκκαθάριση τῶν δρόμων ἀπὸ τὶς πέτρες. Ἡ ἀρχαία αὐτὴ λέξη πέρασε στὴν νεώτερη γλῶσσα ἐλαφρῶς παραφθαρμένη, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια περίπου σημασία. Ἄραγε τὴν λέξη αὐτή, ὅπως καὶ τόσες ἄλλες, τὴν δίδαξαν στοὺς νεώτερους ποιοί; Μήπως οἱ Σλάβοι τοῦ Φαλμεράυερ; 


Ἀντωνίου Ἠπίτη 
 «Λεξικὸν τῆς λαλουμένης Ἑλληνικῆς γλώσσης» (1908)
  

* Βλ. Γιάννη Λάμψα «Λεξικὸ τοῦ ἀρχαίου κόσμου», λῆμμα «ἕρμαξ».