Τὸ παρακάτω ποίημα τοῦ Κωστῆ Παλάμᾶ ἐγράφη τὸ 1888 γιὰ τὰ 25 χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Γεωργίου τοῦ Α΄ καὶ δημοσιεύτηκε σὲ εἰδικὸ ἐπετειακὸ φύλλο τῆς «Ἐφημερίδος» τοῦ Γεωργίου Κορομηλᾶ. Τὸ ποίημα εἶναι ἄγνωστο στὸ εὐρὺ κοινό, ἐπειδὴ δὲν συμπεριελήφθη σὲ καμμία συλλογὴ τοῦ ποιητῆ. Ὁ νεαρὸς Παλαμᾶς, πρὶν ἀπὸ δύο χρόνια, εἶχε ἐκδόσει τὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογὴ «Τὰ τραγούδια τῆς πατρίδος μου».
Ἡ βορινὴ πατρίδα Σου, ποὺ βρέχ᾿ ἡ Βαλτική,
μεσημβρινὰ ἔχει νιάτα·
μὲς στὰ νερὰ τὰ πράσινα σπαρμένα ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ
προβάλλουν τὰ νησιά της τὰ χιονάτα.
Κι ἡ Σηλανδία ἡ ἔμορφη καὶ ἡ πλούσια Φιονία
τὸν οὐρανὸ ἔχουν γαλανό, καθάριο τὸν ἀέρα·
ὁλοῦθε ἡ θάλασσα φιλεῖ, χαϊδεύει τὴ Δανία
καὶ τὴ σφιχταγκαλιάζει σὰ μητέρα.
Στὴ γῆν αὐτήν, ἀταίριαστη γειτόνισσα τῶν πόλων,
δείχνεται μ᾿ ὅλο του τὸ φῶς ξανθόμαλλος ὁ Ἀπόλλων.
Ἔτσι σ᾿ ἀπίστευτους καιροὺς ἀνάμεσα σὲ τόπους
σκοταδεροὺς καὶ κρύους
ταξίδευε κι ἐδείχνοταν στοὺς θεϊκοὺς ἀνθρώπους,
στοὺς μυστικοὺς Ὑπερβορείους.
Ἀλλ᾿ ὅμως τῆς πατρίδος μου τὰ κάλλη
γῆ δὲν τὰ χαίρεται, δὲν τἄχει ἄλλη.
Ἡ Ἁρμονία γεννήθηκ᾿ ἐδῶ πέρα
καὶ τὴν Ἑλλάδα μας ἔχει μητέρα.
Καὶ τὴν Ἑλλάδα τὴ μακαρισμένη
τὴν τριγυρίζουνε σὰν ἐρωμένη
τὸ Ἰόνιον μαζὶ καὶ τὸ Αἰγαῖον,
ταίρι ἀφροστέφανο θεῶν ἀρχαίων,
καὶ χίλια μύρια τῆς χαρίζουν δῶρα,
λαμπρά, δροσόβολα, χρυσᾶ, ἀνθοφόρα.
Κι Αὐτή, σὰ νὰ εἶναι ἄμαθη παρθένα,
δειλὰ κοιτάζεται μὲ τὸν καθένα.
Κι ανάμεσα στοὺς δυό, θαρρεῖς δὲν ξέρει
σὲ ποιὸν τ᾿ ὁλόδροσο θὰ δώσει χέρι.
Εὐθὺς ποὺ τὴν πλατιὰ τὴν ἀγκαλιά της
σ᾿ Ἐσὲ γλυκάνοιξε, στὸ βασιλιά της,
λησμόνησε πὼς ἦρθες ἀπ᾿ τὰ ξένα,
καὶ τῆς ἐφάνηκες δική της γέννα.
Γιατ᾿ ἦταν ἡ πατρίδα Σου ἡ πρώτη
ζωγραφισμένη στὴν ξανθή Σου νιότη.
Γιατ᾿ ἦταν στῶν ματιῶν σου τὴ λαμπράδα
τῆς πρώτης χώρας Σου ἡ ἐμορφάδα,
ποὺ μὲς στὴν καταχνιὰ καὶ μὲς στὸ χιόνι
χάρη ἀνοιξιάτικη τὴ στεφανώνει.
Γιατὶ μὲς στῶν ματιῶν Σοῦ τὴ λαμπράδα,
σὰ νὰ καθρέφτιζες καὶ τὴν Ἑλλάδα.
Ἑλλάς ! τῆς Ἱστορίας σου τὰ φύλλα
γυρνῶ μὲ θάμπωμα κι ἀνατριχίλα !
Κάθε της νοῦς, κάθε καρδιὰ μεγάλη,
κάθε της ὄνομα γιὰ μᾶς προβάλλει
καὶ μᾶς μιλεῖ καὶ μᾶς παραφυλάττει,
σὰν τὸ δαιμόνιο μπρὸς στὸ Σωκράτη.
Λάμπουν ἀπ᾿ τ᾿ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ οἱ κάμποι,
κι ἡ Ἱστορία μας παρόμοια λάμπει
ἀπὸ μεγάλα ὀνόματα κι ἀπ᾿ ὅλα
πλέον γλυκόφωνα καὶ φεγγοβόλα
στὸν κόσμο ζοῦν κ᾿ ἔρχονται μὲς στὰ στόματα
τῶν βασιλέων σου τὰ γαῦρα ὀνόματα !
Ὦ τοῦ Πλουτάρχου ἡμίθεοι ξακουσμένοι,
Χαῖρε, Ἀγησίλαε καὶ Κλεομένη,
Χαίρετε, Κόδροι, Πύρροι, Λεωνῖδαι,
ἡ γῆ τοὺς ὅμοιους σας δὲν ξέρω ἂν εἶδε !
Ἡ Ρώμ᾿ ἡ παντοδύναμη ἐπῆρ᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα
τοὺς νόμους, τὴ σοφία της, τὴν τέχνη ἀράδα-ἀράδα
καὶ μοναχὰ τὰ σκῆπτρα σας δὲν πῆρε ἀπὸ τὴ γῆ μας.
Οἱ σιδερένιοι Καίσαρες ποὺ τρέμ᾿ ἡ οἰκουμένη
δὲν μοιάζουνε σὲ τίποτε μ᾿ ἐσᾶς, ὦ τιμημένοι,
Εἶσθε καὶ μένετε δικοί μας !
Ἡ Ἀφροδίτ᾿ ἡ Οὐρανία, κάθε ζωῆς πηγή,
ποὺ κάνει τ᾿ ἄστρο ἁρμονικὰ καὶ κυβερνάει τὴ Γῆ,
κι ἀπὸ καιροὺς τὸ θρόνο της τὸν ἔχει στὴν Ἑλλάδα.
Κι ἐδῶ στοὺς δοξασμένους τόπους
ἔκαμ᾿ ὡραίους τοὺς θεοὺς κ᾿ ἰσόθεους τοὺς ἀνθρώπους.
Σᾶς στόλισε μὲ μιὰ ἠθικὴ πανήμερη ἐμορφάδα.
Κι ἀπὸ τὰ χρόνια τὰ παλιὰ κι ὣς τὲς δικές μας μέρες,
ἡ δόξα αἰώνια ζεῖ,
ὦ βασιλεῖς, ὦ ἤρωες καὶ δίκαιοι καὶ πατέρες
καὶ μάρτυρες μαζί !
Ὤ βασιλεῖς ! τὸ δέντρο σας στὸ χῶμα τῆς Ἑλλάδος
φορτοῦνες τὤχουν ἄπονα σκορπίσει καὶ ξεράνει.
Ἀλλὰ στὰ ἴδια χώματα ἕνας καινούργιος κλάδος,
ἄπλερος, παίρνει ἀγαλινά, φουντώνει καὶ μᾶς φτάνει.
Καὶ σήμερα, Γεώργιε, τ᾿ ἀρχοντικὸ ὄνομά Σου
μ᾿ ἀγάπη κάθε στόμα ξεφωνίζει,
καὶ κάθ᾿ ἑλληνικὴ ψυχὴ ξεχύνεται μπροστά Σου
καὶ Σὲ πολυχρονίζει.
Γιὰ Σένα σήμερα οἱ καρδιὲς χτυποῦν, τὰ μάτια κλαῖνε,
τῶν Πανελλήνων βασιλιά, τῆς Ρωμιοσύνης ρήγα,
καὶ μύριους στοχασμοὺς γεννοῦν, καὶ χίλια δυὸ μᾶς λένε
τὰ εἰκοσιπέντε χρόνια Σου καὶ πάλι αὐτὰ εἶναι λίγα.
Εἰκοσιπέντε χρόνια ! ἕνα-ἕνα
γλυκὲς ἐνθύμισες σκορπᾶν γιὰ Σένα !
Σὲ δείχνουν πρῶτ᾿ ἀγένειο παλληκάρι,
ναυτάκι νιόφερτο μὲς τοῦ Κανάρη
τὴ θαλασσένια ἀνίκητη πατρίδα,
δόξης πανάρχαιας καινούργια ἐλπίδα,
κι ὕστερα νιὸ λεβέντη, ταίρι-ταίρι
μὲ τῆς γυναίκειας ἀρετῆς τ᾿ Ἀστέρι.
Κι ὕστερα, μιὰ παμπόθητην ἡμέρα,
τοῦ Κωνσταντίνου μας τρανὸ πατέρα,
κι ὕστερα μὲ παιδιά, ξανθὰ ἀγγελούδια,
ποὺ μὲ βαγιόκλαρα καὶ μὲ λουλούδια,
σιμώνοντας τὸν ὑψηλό Σου θρόνο
τὰ χαιρετούσαμε ὅλοι μὲ πόνο.
Κι ὅταν χαρὰ μᾶς κράταε, κι ὅταν λύπη,
κι ὅταν ἐλπίζαμε μὲ καρδιοχτύπι
τὰ μάτια μας ὑψώναμε σ᾿ Ἐσένα.
Δὲν ξεχωρίζουνε, πάντα ἦταν ἕνα,
καὶ θἄχουν μιὰν ἀνατολὴ καὶ δύση
ὁ θρόνος κι ἡ πατρίς ! Νὰ ξεχωρίσει
κανεὶς μας δὲ σοφίστηκ᾿ ἐδῶ κάτου
ἀπ᾿ τὸ τριαντάφυλλο τὴν εὐωδιά του.
Δόξα σ᾿ Ἐσέ ! Πεντάμορφη τὴ φωτερή Σου εἰκόνα
τὴν πλάθ᾿ ἡ φαντασία μου ! Σὲ βλέπω, κι ἡ κορώνα,
ποὺ τέτοια μέρα ἀστραφτερὴ τὸ μέτωπό Σου ζώνει,
δὲν ξέρω πὼς μοῦ πάει τοὺς στοχασμοὺς
στὸ δέντρο τὸ προφητικό, στὴν παλαιὰ Δωδώνη,
ποὺ ἐτάραζε τὰ φύλλα του κι ἐσκόρπιζε χρησμούς...
Εἰκοσιπέντε διάβηκαν καὶ θὰ διαβοῦν ἀκόμα
χρόνια, γενιές, αἰῶνες.
Θὰ τὸ χαροῦν καλοκαιριὲς τὸ μαῦρο ἐτοῦτο χῶμα,
καὶ θὰ τὸ δείρουνε χειμῶνες.
Κι ἡ Ἀθηνᾶ θὰ λυπηθεῖ τὸν ἀκριβὸ λαό της.
Καὶ θὰ φωτίσει κάθε νοῦ, κάθε καρδιὰ θ᾿ ἀνάψει,
καὶ πάλι, τρόμος τῶν ἐχθρῶν, στὸ βράχο τὸν ἱερό της
τὸ κράνος της θ᾿ ἀστράψει !
Καὶ νά ! ἕνας-ἕνας ἔρχονται κι ἄγνωστοι γυρίζουν
οἱ ἄρχοντες κι οἱ βασιλεῖς τοῦ Ἰλισσοῦ, τοῦ Εὐρῶτα,
καὶ πάλι στὴ μεγάλη μας πατρίδα λαμπυρίζουν
τὰ μεγαλεῖα τὰ πρῶτα.
Καὶ νά ! ἕνας-ἔνας πὤρχεται ἐγράφτηκ᾿ ἀπ᾿ τὴ Μοῖρα
νὰ τρέχει μὲς στὲς φλέβες του ἀπ᾿ τὸ δικό Σου αἷμα,
καὶ τὴ δική Σου νὰ φορεῖ ἀμόλυντη πορφύρα
καὶ τὸ δικό Σου στέμμα.
Κι Ἐσὺ τὸ σπόρο ἐγράφτηκε νὰ σπείρεις ποὺ τὴ γῆ
τὴ χέρσα κῆπο πλούσιο θὰ κάμει πέρα ὣς πέρα.
Ἐσ᾿ εἶσαι ἡ ροδοδάχτυλη τοῦ Γένους μας Αὐγὴ
ποὺ μᾶς μηνᾶς πὼς ἔρχετ᾿ ἡ Ἡμέρα !
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Ὀκτώβριος 1888
Ὁ Βασιλιὰς Γεώργιος ὁ Α΄ γεννήθηκε τὸ 1845 στὴ Δανία καὶ δολοφονήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη τὸ 1913, πάνω στὸ ἀπόγειο τῆς δόξας του. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου