Ὁ ποιητὴς Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951) ἀξιοποιῶντας μιὰ λαϊκὴ παράδοση τῆς Αἰτωλίας γιὰ τὸ πουλὶ τῆς νύχτας, τὸν γκιώνη, ἔγραψε τὸ παρακάτω ποίημα, ποὺ συμπεριελήφθη στὴν τρίτη του ποιητικὴ συλλογὴ «Εἰδύλλια» (1884).
Ο ΓΚΙΩΝΗΣ
(Αἰτωλικὴ παράδοσις)
Ἦταν δύο ἀδέλφια πάντ᾿ ἀγαπημένα,
Πρόβατα ᾿βοσκοῦσαν ᾿ς ἄρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λὲν τὸν ἕνα,
Δῆμο λὲν τὸν ἄλλο.
Κἄποτε ὁ Γκιώνης δυὸ ἀρνάδες χάνει·
Ψάχνει, δὲν τὶς βρίσκει, τριγυρνᾷ, καὶ κλαίει,
Ἔρχεται στὴ στάνη
Τ᾿ ἀδελφοῦ τὸ λέει.
Βρέθηκε κι᾿ ἐκεῖνος ’ς τὴν κακή του ὥρα·
Ἄδικα χολιάζει, σὰν θεριὸ θυμώνει,
Τὸ μαχαίρι, φόρα !...
Καὶ τόνε σκοτώνει.
Οἱ ἀρνάδες ἦρθαν ’ς κοπάδι πάλι
Κι’ ὁ φονιᾶς τῂς βλέπει, στέκεται κλαμμένος,
Γέρνει τὸ κεφάλι
Μετανοημένος.
Κι’ ὁ Θεὸς τὸν εἶδε ποὺ χτυπᾷ τὰ στήθη,
Κλαίει νύχτα μέρα, θέλει νὰ πεθάνῃ,
Καὶ τὸν ἐλυπήθη
Καὶ πουλὶ τὸν κάνει.
Καὶ γι’ αὐτὸ τὸ βράδυ, ἅμα σκοτεινιάζῃ
Τὸ πουλὶ θλιμμένο ᾿ς στὸ δεντρὶ κλαρώνει
Κι᾿ ὅλη νύχτα κράζει :
Γκιώνη, Γκιώνη, Γκιώνη !
(διατηρήθηκε ἡ ὀρθογραφία τῆς ἐποχῆς)
(Αἰτωλικὴ παράδοσις)
Ἦταν δύο ἀδέλφια πάντ᾿ ἀγαπημένα,
Πρόβατα ᾿βοσκοῦσαν ᾿ς ἄρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λὲν τὸν ἕνα,
Δῆμο λὲν τὸν ἄλλο.
Κἄποτε ὁ Γκιώνης δυὸ ἀρνάδες χάνει·
Ψάχνει, δὲν τὶς βρίσκει, τριγυρνᾷ, καὶ κλαίει,
Ἔρχεται στὴ στάνη
Τ᾿ ἀδελφοῦ τὸ λέει.
Βρέθηκε κι᾿ ἐκεῖνος ’ς τὴν κακή του ὥρα·
Ἄδικα χολιάζει, σὰν θεριὸ θυμώνει,
Τὸ μαχαίρι, φόρα !...
Καὶ τόνε σκοτώνει.
Οἱ ἀρνάδες ἦρθαν ’ς κοπάδι πάλι
Κι’ ὁ φονιᾶς τῂς βλέπει, στέκεται κλαμμένος,
Γέρνει τὸ κεφάλι
Μετανοημένος.
Κι’ ὁ Θεὸς τὸν εἶδε ποὺ χτυπᾷ τὰ στήθη,
Κλαίει νύχτα μέρα, θέλει νὰ πεθάνῃ,
Καὶ τὸν ἐλυπήθη
Καὶ πουλὶ τὸν κάνει.
Καὶ γι’ αὐτὸ τὸ βράδυ, ἅμα σκοτεινιάζῃ
Τὸ πουλὶ θλιμμένο ᾿ς στὸ δεντρὶ κλαρώνει
Κι᾿ ὅλη νύχτα κράζει :
Γκιώνη, Γκιώνη, Γκιώνη !
(διατηρήθηκε ἡ ὀρθογραφία τῆς ἐποχῆς)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου