Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

ῼΔΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗΝ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

ῼΔΗ  ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗΝ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
τοῦ Ἡλία Τανταλίδη (Κων/πολις 1818-1876)

Τὴν φαιδρὰν ἑορτὴν τῶν τριῶν
τῆς μεγάλης Τριάδος ποιμένων
ἐκτελοῦντες, φαιδρῶς πρὸς Θεὸν 
ἀναπέμπομεν δόξαν καὶ αἶνον.
Μαθηταὶ τῆς αὐτῶν διδαχῆς,
ὥσπερ οὗτοι κ᾿ ἡμεῖς τὴν παιδείαν
ἐζητήσαμε νύμφην ψυχῆς,
νύμφην ἄσπιλον, νύμφην πλουσίαν.

κ τῆς ἄνω ἀπλέτου πηγῆς
τοῦ φωτὸς ἡ παιδεί’ ἀπονάει
κ’ εἰς τὸν σκώληκα τοῦτον τῆς γῆς
τὰ οὐράνια δείκνυσι φάη,
τὸν εὐγνώμον’ αὐτῆς ἐραστὴν
πρὸς ζωὴν ὁδηγεῖ τὴν ἀρίστην,
ἀθεάτων ποιεῖ θεατήν,
μυστηρίων καθίστησι μύστην.

παιδεί’ ἀνυψοῖ ταπεινὸν
καὶ πλησίον καθίζ’ ἡγεμόνων,
τὸν ἀνώνυμον αἴρει κλεινὸν
καὶ γεραίρ’ εἰς αἰῶνας αἰώνων,
συνημμένη τῇ θεί’ ἀρετῇ
εὐτρεπίζει ψυχὰς παναμώμους,
Βασιλείους μεγάλους αὐτὴ
Γρηγορίους γεννᾷ Χρυσοστόμους.

Τῆς παιδείας ἀντέχου θνητὲ
τῶν ζωῶν ἀμφοτέρων κρηπῖδος
καὶ ἀθάνατος ἔσῃ ποτέ,
δεδραγμένος χρηστῆς τῆς ἐλπίδος
τῆς ἀφάτου σοφίας εἰκών,
τὸν οἰκεῖον τηρῶν χαρακτῆρα
τοῖς Ἀγγέλοις ποτὲ συνοικῶν
ἀνυμνήσεις Θεὸν τὸν Σωτῆρα.

φωστῆρες τοῦ κόσμου τριττοί,
θυηπόλοι τῆς ἄνω λατρείας,
πρυτανεύσατ’ ἐκεῖθεν αὐτοὶ
εἰς ἡμᾶς τοὺς πυρσοὺς τῆς παιδείας·
ἐνισχύσατ’ ἡμᾶς ἐκ Θεοῦ,
ὦ προστάται θερμοὶ τῶν ἀπόρων,
κ’ εὐλογήσατε ζῆλον λαοῦ,
διδασκάλων, ποιμένων, ἐφόρων.

(εἰκόνα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἀπὸ τὸ τέμπλο τοῦ παλαιοῦ Ι.Ν. Ἁγίου Ἀνδρέου Πατρῶν, ἔργο τοῦ Ίωαννικίου Καυσοκαλυβίτου, 1921)



Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

Ἰωάννης Πολέμης «Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ»

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ

Λέγει ὁ Χρυσὸς στὸ Μάρμαρο:
- Στὰ πέρατα τοῦ κόσμου
ποιός ἥλιος λάμπει ὡσὰν ἐμέ, ποιό φῶς ἔχει τὸ φῶς μου ;
Ἐγὼ τὸν κόσμο κυβερνῶ, τὴν εὐτυχία ὑφαίνω,
ποδαπατῶ τὴν ὀμορφιά, τὴν ἀσχημιὰ ὀμορφαίνω·
ἐγὼ ὁδηγῶ στὰ σκοτεινὰ τοῦ κλέφτη μου τὸ χέρι,
ἐγὼ ἀκονίζω τοῦ φονιᾶ τὸ δίκοπο μαχαίρι·
ἐγὼ ἀγοράζω τὴν τιμὴ καὶ τὴν πουλῶ στὸ δρόμο,
ἐγὼ νικῶ τὴν ἀρετή, καταπατῶ τὸ νόμο.
Περίσσιες εἶν’ οἱ χάρες μου, κι ἡ δύναμή μου μόνη
γκρεμίζει θρόνους ἀπ’ ἐδῶ, θρόνους ἐκεῖ στηλώνει...
Ἐσὺ τί κάνεις, Μάρμαρο ;
Καὶ τ’ ἀποκρίθη ἐκεῖνο:
- Ἐγὼ σὲ τάφου σκοτεινιὰ τὴ δύναμή σου κλείνω !

(ΑΛΑΒΑΣΤΡΑ 1900)

Ἀλέξανδρος Σοῦτσος «Ο ΘΕΟΣ»

Ο ΘΕΟΣ
τοῦ Ἀλεξάνδρου Σούτσου (1803-1863)
Ὁ Θεός, ἐνθρονισμένος στὸ οὐράνιον Παλάτι,
τὰς ἡνίας τῶν ἀστέρων εἰς τὰς χεῖράς του ἐκράτει·
μὲ τὸ τηλεσκόπιόν του εἶδε κάπου μακρυνὰ
καὶ τῆς μικροτάτης Γῆς μας τον πλανήτην νὰ γυρνᾷ.
Ἕνα ἕνα τοὺς λαούς της κύτταξε μὲ τὴν ἀράδα,
καὶ τὴν κεφαλήν του σείων εἶπε βλέπων τὴν Ἑλλάδα:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Πλέοντα χωρὶς πυξίδα καὶ μὲ τ’ ἄρμενα σχισμένα
τὸν ὡδήγησεν ἡ χείρ μου εἰς ἀκύμαντον λιμένα·
μόλις ἄρχισεν γαλήνην καὶ ἀνάπαυσιν νὰ χαίρῃ,
καὶ ἰδοὺ τῆς ἡσυχίας τὸν ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.
Νὰ τὸν γαργαλίζουν πάλιν ἄρχισαν μ’ ἀσυδοσίας,
καὶ αὐτὸς νὰ γλυκακούει ῥᾳδιούργων νουθεσίας:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Ἀξιώθηκε νὰ λάβῃ κ’ ἕνα δύο Γραμματεῖς,
οὐρανοκατεβασμένους ὡσὰν νὰ τοὺς εἶχε τις·
μὲ πτερὰ εἰς τὸ κεφάλι, μ’ ἐπωμίδας εἰς τοὺς ὤμους
ὅταν τρέχουν εἰς τοὺς δρόμους,
πὼς μ’ ἐκπροσωποῦν νομίζουν, καμαρώνουν καὶ φουσκώνουν,
καὶ μικροὶ μεγάλοι ὅλοι ὡς τὰ νέφη τοὺς ὑψώνουν:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Κάποτε τ’ αὐτὶ τεντώνω, καὶ ἀκούω τῶν ἀνθρώπων
ταὶς ἀστείαις προσευχαίς·
ἕνας ἥλιον γυρεύει, ἄλλος ἄκοπαις βροχαίς,
κι’ ἄλλος μὲ ζητεῖ τοῦ ἄλλου νὰ διαδεχθῇ τὸν τόπον·
ὁ καθεὶς ἐνώπιόν μου τὰ ἐγκλήματά του φέρει,
καὶ συνένοχόν του θέλει ὡς κ’ ἐμὲ νὰ καταφέρῃ:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Ὡς νὰ ἤμουν τύραννός του, τρέμων καὶ γονυκλιτῶς
τοὺς βωμοὺς καὶ νάρθηκάς μου μὲ τὰ δάκρυά του βρέχει·
στὴν ἑλληνικήν του γλῶσσαν, ποὺ δὲν ἐννοεῖ κι’ αὐτός,
πουρνὸ βράδυ λέγει, λέγει, καὶ τελειωμὸν δὲν ἔχει.
Δι’ ἐμὲ φωνάζει ἕνας πὼς νηστεύει ἕναν χρόνον,
καὶ πὼς ἔγεινεν ὁ ἄλλος ἀσκητὴς δι’ ἐμὲ μόνον:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Μερικοὶ μὲ μαῦρα ράσα εὐλογοῦν ἢ ἀφορίζουν
καὶ τὸν ὄχλον δεκατίζουν·
σάρκα ρυπαρὰν καὶ πάθη προσπαθοῦν νὰ μὲ φορέσουν,
κ’ ἡ καρδιά των ὅσα θέλῃ, αὐτὰ λέγουν πὼς μ’ ἀρέσουν.
Τὴν κατάρα των νὰ ἔχω ἂν ποτέ μου εἰς τ’ αὐτὶ
ὁ ἀθῷος ἐγὼ Πλάστης μυστικὰ τοὺς εἶπα τι:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ τοῦ Γεωργίου Ἀθάνα

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ

Ὅλα μας τὰ καράβια πίσω γυρίσανε !
Σπασμένα τὰ κατάρτια, σκισμένα τα πανιά,
ἦρθαν ἀπὸ τὴ Σμύρνη κι ἀπὸ τὰ Μουντανιά.
Φέραν τῶν Ἐκκλησιῶν μας τὰ Δισκοπότηρα,
παιδιά, γυναῖκες, γέρους – γένος Γραικῶν πολύ·
τὶς ρίζες τῆς φυλῆς μας ἀπ᾿ τὴν Ἀνατολή.
Μὰ ἕνα μικρὸ καράβι πίσω δὲ γύρισε.
Ποιούς κάβους ἀρμενίζει, ποιά πέλαγα περνᾶ
καὶ πουθενὰ δὲ βγαίνει, δὲ φθάνει πουθενά;
Χρόνια τὸ καρτεροῦμε καὶ χρόνια πέρασαν.
Δὲν τὸ εἶδε μήτε ναύτης, μήτε θαλασσαετός,
μήτ᾿ ἐρημίτης φάρος – μήτ᾿ ἄστρο τῆς νυχτός !
Τάχα νά ᾿χει βουλιάξει; Τάχα νὰ στοίχειωσε;
Δὲν θὰ ξανάρθει τάχα στὴν πατρική του ἀκτή;
Ὠιμέ ! κ᾿ ἔχει φορτώσει τὸ πιὸ ἀκριβὸ φορτί...
Ὅλα τὰ χάσαμε, ὅλα ! Καὶ μόνο φόρτωσε
τὸ πιὸ στερνὸ καράβι τὴν ὥρα τοῦ χαμοῦ
φόρτωσε τὴν ἐλπίδα τοῦ ξαναγυρισμοῦ.
Ἔλα μικρὸ καράβι, ἔλα ξεφόρτωσε !
Δῶσ᾿μας τὸ θησαυρό σου - κι ἄνοιξε τὰ πανιὰ
ὁλόϊσια γιὰ τὴ Σμύρνη καὶ γιὰ τὰ Μουντανιά !
----
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣ (1893-1987)

ΟΝΕΙΡΟ τοῦ Μιλτιάδη Μαλακάση

ΟΝΕΙΡΟ τοῦ Μιλτιάδη Μαλακάση (1869-1943)

ΣΕ μιὰ λεῦκα θὰ γύρω ἀπὸ κάτου
Μὲ μισόκλειστα μάτια, κ᾿ ἐκεῖ
Σ᾿ ἀερένια θὰ πιῶ μουσική,
Τὴ χαρὰ τοῦ θανάτου.
Κ᾿ ἡ ψυχή μου σὰ μέσ᾿ σὲ τοπάζι
Θὰ περνᾷ καὶ παλμοὶ θεϊκοὶ
Θὰ τὴ φέρνουν φεγγόβολη ἐκεῖ,
Ποὺ ποτὲ δὲ βραδιάζει.

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

Ο ΓΚΙΩΝΗΣ τοῦ Γ. Δροσίνη

Ὁ ποιητὴς Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951) ἀξιοποιῶντας μιὰ λαϊκὴ παράδοση τῆς Αἰτωλίας γιὰ τὸ πουλὶ τῆς νύχτας, τὸν γκιώνη, ἔγραψε τὸ παρακάτω ποίημα, ποὺ συμπεριελήφθη στὴν τρίτη του ποιητικὴ συλλογὴ «Εἰδύλλια» (1884).


Ο ΓΚΙΩΝΗΣ

(Αἰτωλικὴ παράδοσις)



Ἦταν δύο ἀδέλφια πάντ᾿ ἀγαπημένα,
Πρόβατα ᾿βοσκοῦσαν ᾿ς ἄρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λὲν τὸν ἕνα,
Δῆμο λὲν τὸν ἄλλο.

Κἄποτε ὁ Γκιώνης δυὸ ἀρνάδες χάνει·
Ψάχνει, δὲν τὶς βρίσκει, τριγυρνᾷ, καὶ κλαίει,
Ἔρχεται στὴ στάνη
Τ᾿ ἀδελφοῦ τὸ λέει.

Βρέθηκε κι᾿ ἐκεῖνος ’ς τὴν κακή του ὥρα·
Ἄδικα χολιάζει, σὰν θεριὸ θυμώνει,
Τὸ μαχαίρι, φόρα !...
Καὶ τόνε σκοτώνει.

Οἱ ἀρνάδες ἦρθαν ’ς κοπάδι πάλι
Κι’ ὁ φονιᾶς τῂς βλέπει, στέκεται κλαμμένος,
Γέρνει τὸ κεφάλι
Μετανοημένος.

Κι’ ὁ Θεὸς τὸν εἶδε ποὺ χτυπᾷ τὰ στήθη,
Κλαίει νύχτα μέρα, θέλει νὰ πεθάνῃ,
Καὶ τὸν ἐλυπήθη
Καὶ πουλὶ τὸν κάνει.

Καὶ γι’ αὐτὸ τὸ βράδυ, ἅμα σκοτεινιάζῃ
Τὸ πουλὶ θλιμμένο ᾿ς στὸ δεντρὶ κλαρώνει
Κι᾿ ὅλη νύχτα κράζει :
Γκιώνη, Γκιώνη, Γκιώνη !


                                    (διατηρήθηκε ἡ ὀρθογραφία τῆς ἐποχῆς)