Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καθαρεύουσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καθαρεύουσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

Ἀλέξανδρος Σοῦτσος «Ο ΘΕΟΣ»

Ο ΘΕΟΣ
τοῦ Ἀλεξάνδρου Σούτσου (1803-1863)
Ὁ Θεός, ἐνθρονισμένος στὸ οὐράνιον Παλάτι,
τὰς ἡνίας τῶν ἀστέρων εἰς τὰς χεῖράς του ἐκράτει·
μὲ τὸ τηλεσκόπιόν του εἶδε κάπου μακρυνὰ
καὶ τῆς μικροτάτης Γῆς μας τον πλανήτην νὰ γυρνᾷ.
Ἕνα ἕνα τοὺς λαούς της κύτταξε μὲ τὴν ἀράδα,
καὶ τὴν κεφαλήν του σείων εἶπε βλέπων τὴν Ἑλλάδα:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Πλέοντα χωρὶς πυξίδα καὶ μὲ τ’ ἄρμενα σχισμένα
τὸν ὡδήγησεν ἡ χείρ μου εἰς ἀκύμαντον λιμένα·
μόλις ἄρχισεν γαλήνην καὶ ἀνάπαυσιν νὰ χαίρῃ,
καὶ ἰδοὺ τῆς ἡσυχίας τὸν ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.
Νὰ τὸν γαργαλίζουν πάλιν ἄρχισαν μ’ ἀσυδοσίας,
καὶ αὐτὸς νὰ γλυκακούει ῥᾳδιούργων νουθεσίας:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Ἀξιώθηκε νὰ λάβῃ κ’ ἕνα δύο Γραμματεῖς,
οὐρανοκατεβασμένους ὡσὰν νὰ τοὺς εἶχε τις·
μὲ πτερὰ εἰς τὸ κεφάλι, μ’ ἐπωμίδας εἰς τοὺς ὤμους
ὅταν τρέχουν εἰς τοὺς δρόμους,
πὼς μ’ ἐκπροσωποῦν νομίζουν, καμαρώνουν καὶ φουσκώνουν,
καὶ μικροὶ μεγάλοι ὅλοι ὡς τὰ νέφη τοὺς ὑψώνουν:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Κάποτε τ’ αὐτὶ τεντώνω, καὶ ἀκούω τῶν ἀνθρώπων
ταὶς ἀστείαις προσευχαίς·
ἕνας ἥλιον γυρεύει, ἄλλος ἄκοπαις βροχαίς,
κι’ ἄλλος μὲ ζητεῖ τοῦ ἄλλου νὰ διαδεχθῇ τὸν τόπον·
ὁ καθεὶς ἐνώπιόν μου τὰ ἐγκλήματά του φέρει,
καὶ συνένοχόν του θέλει ὡς κ’ ἐμὲ νὰ καταφέρῃ:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Ὡς νὰ ἤμουν τύραννός του, τρέμων καὶ γονυκλιτῶς
τοὺς βωμοὺς καὶ νάρθηκάς μου μὲ τὰ δάκρυά του βρέχει·
στὴν ἑλληνικήν του γλῶσσαν, ποὺ δὲν ἐννοεῖ κι’ αὐτός,
πουρνὸ βράδυ λέγει, λέγει, καὶ τελειωμὸν δὲν ἔχει.
Δι’ ἐμὲ φωνάζει ἕνας πὼς νηστεύει ἕναν χρόνον,
καὶ πὼς ἔγεινεν ὁ ἄλλος ἀσκητὴς δι’ ἐμὲ μόνον:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Μερικοὶ μὲ μαῦρα ράσα εὐλογοῦν ἢ ἀφορίζουν
καὶ τὸν ὄχλον δεκατίζουν·
σάρκα ρυπαρὰν καὶ πάθη προσπαθοῦν νὰ μὲ φορέσουν,
κ’ ἡ καρδιά των ὅσα θέλῃ, αὐτὰ λέγουν πὼς μ’ ἀρέσουν.
Τὴν κατάρα των νὰ ἔχω ἂν ποτέ μου εἰς τ’ αὐτὶ
ὁ ἀθῷος ἐγὼ Πλάστης μυστικὰ τοὺς εἶπα τι:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

«ΑΝΤΙΓΟΝΗ» ἀπὸ τὴ "Γραμματολογία" τοῦ Μιστριώτου

        Ὑπόθεσις τῆς προκειμένης τραγῳδίας εἶναι ἡ σύγκρουσις τοῦ φυσικοῦ ἢ θείου δικαίου πρὸς τὸ θετὸν καὶ ἡ κατάδειξις, ὅτι ἐκεῖνον εἶναι ὑπέρτερον τούτου. Ἡ Ἀντιγόνη καὶ ὁ Κρέων εἶναι ὄργανα, δι’ ὧν ὁ τραγικὸς τὴν εἰρημένην ἀλήθειαν κυροῖ. Ὑπὸ πάντων ἐπαινεῖται ἡ τραγῳδία αὕτη ὡς καλλίστη καὶ ὑπὸ τοῦ Bernhardy θεωρεῖται ὡς κανὼν τῆς ἀρχαίας τραγῳδίας. Ἐκ τῶν ἀρχαίων ὁ Διοσκουρίδης ἐπίστευεν, ὅτι ἡ Ἀντιγόνη καὶ ἡ Ἠλέκτρα εἶναι τὰ ἄριστα τοῦ Σοφοκλέους δράματα. Ὄντως αἱ δύο αὗται τραγῳδίαι ὑπερέχουσι κατὰ τὴν ἠθοποιίαν, ἡ δ’ Ἀντιγόνη εἶναι καὶ τῆς Ἠλέκτρας ὑπερτέρα. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ σπουδαιότερον τοῦ δράματος εἶναι οὐχὶ τὸ ἦθος ἀλλ’ ἡ σύστασις τῶν πραγμάτων, ἤτοι ἡ πλοκὴ τοῦ μύθου, καὶ ἐπειδὴ ταύτην ἔχει κρείττονα ὁ Οἰδίπους τύραννος, δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ὅτι τὸ δρᾶμα τοῦτο εἶναι τὸ ἄριστον. Ἡ προκειμένη τραγῳδία δὲν ἔχει μὲν ἁμαρτήματα περὶ τὴν πλοκὴν τοῦ μύθου, ἀλλὰ στερεῖται περιπετειῶν καὶ ἀναγνωρίσεων τοῦ Οἰδίποδος τυράννου. Ἐγένετο μὲν ἡ παρατήρησις, ὅτι τὸ δρᾶμα ἐξακολουθεῖ, ἐν ᾧ ἡ ἡρωΐς αὐτοῦ ἔθανεν· ὀρθῶς ὅμως λέγει ὁ Bode, ὅτι ὁ θάνατος ταύτης δὲν ἦτο ὁ σκοπὸς τῆς ὑποθέσεως, ἀλλ’ ἡ τιμωρία τοῦ Κρέοντος. Διὰ τὴν εἰρημένην παρατήρησιν τὸ μετὰ θάνατον τῆς ἡρωΐδος μέρος ἐθεώρησαν ὡς μεταγενεστέραν προσθήκην [...] Ἀλλὰ δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι ὁ θάνατος ἐν τῇ τραγωδίᾳ εἶναί τι τυχαῖον καὶ ἐπουσιῶδες· διότι τὸ πᾶν ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς ἐπικρατήσεως τῶν ἰδεῶν. 

       Κατ’ ἐξοχὴν ἡ Ἀντιγόνη ὑπερέχει πάσας τὰς ἄλλας τραγῳδίας τοῦ Σοφοκλέους κατὰ τὴν ἠθοποιίαν. Οἱ χαρακτῆρες ἐξ ἀρχῆς οὕτω διεπλάσθησαν, ὥστε εἰς τοιοῦτο τέλος ἔπρεπε νὰ ἀγάγωσιν. Ἡ Ἀντιγόνη εἶναι εὐγενὴς καὶ ὑψηλόφρων παρθένος, ἄκαμπτος καὶ τραχεῖα πρὸς πάντα, ὅστις δὲν δύναται νὰ σταδιοδρομήσῃ ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἐπιπέδου ὑψηλῶν συναισθημάτων. Διὰ τοῦτο ἀποκρούει τὴν ἀδελφικὴν τῆς Ἰσμήνης συμπάθειαν, ἀφ’ οὗ ἠρνήθη τὴν ἑαυτῆς σύμπραξιν πρὸς ταφὴν τοῦ Πολυνείκους. Πρὸς τὸν ἄκαμπτον χαρακτῆρα τῆς Ἀντιγόνης ποιεῖ ἀντίθεσιν ὁ ἤπιος τῆς Ἰσμήνης, ὅστις σκοπεῖ, ὅπως εἰς τὸ ἦθος ἐκείνης φῶς ἐπιχύσῃ. Ὁ δ’ Αἵμων εἶναι μὲν ἀνδρεῖος καὶ εὐγενής, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ ἐξαρθῇ μέχρι τοῦ ὕψους τῆς μνηστῆς αὐτοῦ. Ἂν τοῦτον συνέβαινεν, ἤθελεν γίνει πρὸς βλάβην τοῦ δράματος. Διότι δύο καλὰ ἀναιροῦσιν ἄλληλα. Ὁ δὲ Κρέων ἐπιτάσσων, ὅπως τὸ πτῶμα τοῦ Πολυνείκους μείνῃ ἄταφον, ἐνεργεῖ οὐχὶ ἐκ κακῆς προθέσεως ἢ ἐκ προσωπικῶν ἀφορμῶν, ἀλλ’ ἐξ ἐλλείψεως εὐγενεστέρων συναισθημάτων. Οὕτω ἐγένετο ἄξιος τιμωρίας οὐχὶ διὰ κακίαν, ἀλλὰ δι’ ἁμαρτίαν, ὡς ἀξιοῖ ὁ Ἀριστοτέλης. Ὁ Σοφοκλῆς ἐπέτυχε καὶ ἐν τῇ ἠθοποιία τοῦ φύλακος, ὅστις οὔτε τὸ ἄταφον τοῦ Πολυνείκους οἰκτείρει, οὔτε τὴν συμφορὰν τῆς βασιλόπαιδος βαρέως φέρει, ἀλλὰ καὶ τὴν δέσποιναν ἄγει εἰς τὸν θάνατον, ὅπως αὐτὸς σωθῇ. Εἶναι θρασὺς καὶ αὐθάδης, ἂν μὴ κολάζηται ὑπὸ τῆς αὐστηρότητος τοῦ τυράννου, καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ αὑτοῦ οὐδὲν ἄλλο συναισθάνεται ἢ τὸν φόβον, ὡς πάντες οἱ δοῦλοι. Συμβάλλεται δὲ πρὸς διαφωτισμὸν τοῦ ἤθους τῆς ἡρωΐδος, πρὸς ἣν ἔχει ὡς ὁ Θερσίτης πρὸς τὸν Ἀχιλλέα.


Γεωργίου Μιστριώτου: «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ» 
τ.1, σελ. 488-489, ἐν Ἀθήναις ἐκ τοῦ τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου 1894. 




«Ἀντιγόνη» τοῦ Ἐγγλέζου ζωγράφου Φρέντερικ Λέϊτον (1803-1896)

Ἰάκωβος Ρίζος Ραγκαβῆς «ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ ΑΙΝΕΙΑΣ»

      Ὁ Φαναριώτης λόγιος Ἰάκωβος Ῥίζος - Ῥαγκαβῆς (1779-1855), πατέρας τοῦ Ἀλεξάνδρου Ῥαγκαβῆ, μετέφρασε καὶ τὰ 12 βιβλία τῆς Αἰνειάδος τοῦ Βιργιλίου στὸ ἴδιο μέτρο μὲ τὸ πρωτότυπο (δακτυλικὸ ἑξάμετρο), μὲ τρόπο ὥστε κάθε στίχος νὰ ἀνταποκρίνεται σὲ κάθε στίχο τοῦ πρωτοτύπου. Πραγματικὸς ἆθλος ! Τὸ ἔργο αὐτὸ ἐκδόθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, μετὰ τὸν θάνατό του. Στὸ τέλος κάθε βιβλίου ὑπάρχουν σχόλια γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ποιήματος. Ἕνα δεῖγμα τῆς ἐργασίας του βλέπουμε παρακάτω. Εἶναι οἱ πρῶτοι 32 στίχοι ἀπὸ τὸ πρῶτο βιβλίο.

Η ΑΙΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ: ΙΑΚΩΒΟΥ ΡΙΖΟΥ – ΡΑΓΚΑΒΗ

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ

Ψάλλω τὸν ἄνδρα, ὃς πρῶτος, ἐκ μοίρας φυγὼν τὴν Τρωάδα,
κ’ εἰς Ἰταλίαν ἐλθών, προσωρμίσθ’ εἰς ἀκτὰς Λαβινίους·
ἔπαθε πάμπολλα δ’ ὅσα διά τε ξηρᾶς καὶ θαλάσσης
νὰ ἐπιφέρ’ ἡ ὀργὴ κατ’ αὐτοῦ ἐδυνήθη τῆς Ἥρας.
Πλείστους δ’ ὑπέστη πολέμους, καὶ τέλος εἰς Λάτιον πόλιν
ἔκτισε, κ’ ἔφερ’ ἐκεῖ τοὺς θεούς του, κ’ ἐκεῖθεν ἐξῆλθον
τῶν Ἀλβανῶν καὶ Λατίνων τὰ γένη καὶ Ῥῶμης οἱ κτίσται.
Λέγε μοι, Μοῦσα, πρὸς τίνα θεότητα ἥμαρτε ; τίνος
ἕνεκα δὲ ἠ θεάνασσ’ ἀνδρὸς εὐσεβοῦς ἐναντίον
ἤγειρε πλῆθος τοσοῦτο δεινῶν συμφορῶν καὶ ἀγώνων ;
Χόλος τοσοῦτος λοιπὸν κυριεύει ψυχὰς οὐρανίας ;
Ἦν Καρχηδών, ἀποικία Τυρίων καὶ πόλις ἀρχαία,
τῆς Ἰταλίας ἀπέναντι, ὅπου ὁ Θύρβις ἐκχεῖται.
Μάχιμος ἦν, ὀχυρὰ καὶ πλουσία εἰς ἄκρον ἡ πόλις·
ὑπὲρ τὴν Σάμον ἡ Ἥρα, ὡς ᾄδετ’ ἐκείνην ἐτίμα.
Εἶχεν ἐκεῖ καὶ τὰ ὅπλα της ὡς καὶ τὸ ἅρμα· κ’ αἱ Μοῖραι
ἂν συνεχώρουν, βεβαίως ἐκείνην καθίστα κυρίαν
τῆς οἰκουμένης ἀπάσης· εἰς τόσον βαθμὸν τὴν ἠγάπα.
Ἤκουσε δ’ ὅτι ποτὲ τῶν Τυρίων τὰ τείχη ἐκ βάθρων
θὰ κατασκάψῃ ἐκ Τρώων σπορᾶς καταγόμενον γένος,
πᾶσαν Λιβύαν δ’ οἱ μέγα κρατοῦντες καὶ μάχιμ’ υἱοί των
θὰ καταστρέψουν. Τοιαῦτα ἐπέκλωσαν ἔκπλαλ’ αἱ Μοῖραι.
Φέρουσα τότε δ’ εἰς μνήμην τὸν πόλεμον, ὃν κατὰ Τρώων
ὑπὲρ Ἀργείων ἐκίνησε πάλ’, ἐφοβήθη ἡ Κρονεία,
οὔτ’ ἐλησμόνησεν ἔτι τὰ αἴτια χόλων ἀρχαίων
καὶ ἀλγηδόνων πικρῶν· εἰς τὸν νοῦν της διέμενον ἔτι
ἥ τε τοῦ Πάριδος κρίσις καὶ πᾶν τὸ τοῦ κάλλους της αἶσχος,
κ’ ἡ Γανυμήδους ποτὲ ἁρπαγὴ καὶ ὁ ἔχθιστος οἶκος.
Ταῦτα τὴν ἔφλεγον· ὅθεν τὰ ὕδατα πάντα κινοῦσα,
τοὺς καὶ ὁρμὴν Δαναῶν καὶ σκληρὸν Ἀχιλλέα φυγόντας
Τρῶας μακρὰν τοῦ Λατίου ἀπέκρουε· πλεῖστον δὲ χρόνον
ἐκ τῆς βουλῆς τῶν Μοιρῶν ἐπλανῶντο εἰς πάσας θαλάσσας.
Ἡ τῶν Ῥωμαίων καθίδρυσις τόσον ἐπίπονος ἦτο !