Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεταφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεταφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ - Κόλαση (ἀπόσπασμα)

1. «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄγουσα εἰς τὴν ἀλγοῦσαν πόλιν·
ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄγουσα εἰς τὸ αἰώνιον ἄλγος·
ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄγουσα πρὸς τοὺς ἀπολωλότας.
2. Δικαιοσύνη κίνησε τὸν ὑψηλόν μου κτίστην·
κτισμένη μ’ ἔχει τοῦ Θεοῦ ἡ παντοδυναμία,
ὁ ἔρως ὁ πρωτογενὴς κι’ ἡ ἔπακρος σοφία.
3. Ἐμοῦ δὲ προγενέστερα δὲν ἦσαν πλάσματ’ ἄλλα
ἢ τὰ αἰώνια· καὶ ’γὼ εἰς τοὺς αἰῶνας μένω·
ἀφήσατ’, ὦ ἐμβαίνοντες, πᾶσαν ἐλπίδα πλέον.»
4. Τούτους μὲ χρῶμα σκοτεινὸν τοὺς λόγους ἐπιγράπτους
εἰς πύλης εἶδα κορυφήν, καὶ διὰ τοῦτο εἶπα,
- Διδάσκαλε, μοῦ φαίνεται τραχὺ τὸ νόημά των.
5. Κ’ ἐκεῖνος μοῦ ἀπήντησεν ὡς ἄνθρωπος εἰδήμων.
- «Ἐνταῦθα πᾶσαν πρέπει τις ὑπόνοιαν ν’ ἀφήσῃ,
πᾶσαν δειλίαν χρεωστεῖ ἐδῶ νὰ καταπνίξῃ.
6. Ἐπὶ τοῦ τόπου ἤλθομεν ἐκεῖ ὅπου σὲ εἶπα,
ὅτι θὰ ἴδῃς τῶν ψυχῶν τὰ τεθλιμμένα πλήθη,
αἵτινες ἔχουν τἀγαθὸν τῆς γνώσεως χαμένον.»
7. Κατόπιν μὲ τὴν χεῖρά του λαβὼν τὴν ἰδικήν μου,
καὶ μὲ φαιδρὸν τὸ πρόσωπον, ἐξ οὗ ἐνεθαῤῥύθην,
τὰ πράγματα τἀπόκρυφα μ’ εἰσήγαγε νὰ ἴδω.
8. Ἐκεῖ κλαυθμοὶ καὶ στεναγμοὶ κι’ ὀλολυγμοὶ μεγάλοι
ἀντήχουν διερχόμενοι τὸν ἄναστρον ἀέρα,
καὶ διὰ τοῦτο κατ’ ἀρχὰς τὰ δάκρυα μ’ ἐπῆραν.
9. Γλῶσσαι λαῶν παντοδαπῶν, φρικώδεις ὁμιλίαι,
ὀδύνης λόγοι γοεροί, ὀργῆς φωναὶ ὀξεῖαι,
κραυγαὶ μεγάλαι καὶ βραχναί, χειρῶν πρὸς τούτοις κτύποι
10. συναπετέλουν θόρυβον, στρεφόμενον ἀπαύστως
εἰς τοῦτον τὸν αἰώνια κατάμαυρον ἀέρα,
ὡς ἄμμος ὅταν στρόβιλος ἀνέμου περιπνέῃ.
11. Κ’ ἐγὼ μὲ φρίκην γύρωθεν τὴν κεφαλὴν ζωσμένος
- Διδάσκαλ’, εἶπα, τί ν’ αὐτὸ π’ ἀκούω ; τ’ εἶν’ ἐκεῖνοι
ποὺ ἐκ τοὺ πόνου φαίνονται τοσοῦτον δαμασμένοι ;»
12. Κ’ ἐκεῖνος - Ταύτην τὴν οἰκτράν, μοὶ ἀπεκρίθη, τύχην
ἔχουν αἱ ἄθλιαι ψυχαὶ ἐκείνων ὅσοι βίον
ἄνευ ἐπαίνου ἔζησαν καὶ ἄνευ ἀτιμίας.
15. Ἀνάμικτοι μὲ τὴν δεινὴν χορείαν τῶν Ἀγγέλων
ἐκείνων εἶναι, οἵτινες οὔτε ἀντάρται ἦσαν,
οὔτε πιστοὶ εἰς τὸν Θεόν, ἀλλ’ ἦσαν κατ’ ἰδίαν.
14. Τοὺς ἔξωσεν ὁ οὐρανὸς νὰ μὴν τὸν ἀσχημίζουν·
οὔτε ἀκόμη κι’ ὁ βαθὺς τοὺς παραδέχετ’ Ἄδης.
Μήπως κατά τι δι’ αὐτοὺς καυχῶνται οἱ κακοῦργοι.»
15. Εἶπον δ’ ἐγὼ - Διδάσκαλε τί μέγα βάρος ἔχουν,
ὥστε τοσοῦτον δυνατὰ τοὺς κάμνει νὰ θρηνῶσι ;
Καὶ ἀπεκρίθη· - Σύντομα πολὺ θὰ σὲ τὸ εἴπω.
16. Αὐτοὶ δὲν ἔχουν παντελῶς ἐλπίδα ν’ ἀποθάνουν,
καὶ τόσον εἶναι ταπεινὸς ὁ ἀφανής των βίος,
ὥστε ὁποιανδήποτε φθονοῦσιν ἄλλην τύχην.
17. Μνήμη αὐτῶν δὲν συγχωρεῖ ὁ κόσμος νὰ ὑπάρχῃ·
ὁ οἶκτος τοὺς περιφρονεῖ καὶ ἡ δικαιοσύνη,
ἂς μὴ τοὺς ἀναφέρωμεν· ἀλλ’ ἴδε καὶ παρέρχου.»
[...]
-----
Δάντης Ἀλιγκέρι (Φλωρεντία 1265- Ραβέννα 1321)
«Θεία Κωμωδία»
Ἄδης, ἄσμα 3ον (ἀπόσπασμα)
Μετάφρασις Γεωργίου Ἐμμ. Ἀντωνιάδου (1833-1895)

 «Δάντης καὶ Βιργίλιος» τοῦ Gustave Doré (1832-1883)

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Φρήντριχ Χαίλντερλιν «ΕΛΛΑΣ» (ποίημα)

Φρήντριχ Χαίλντερλιν (1770-1845)


ΕΛΛΑΣ 
(ἀπόσπασμα)

                                    Στὸν Gotthold Stäudlin


1.
Νά σ’ εἶχα μὲς στοὺς ἐλαφροὺς τοὺς ἴσκιους, στὰ πλατάνια,
ἐκεῖ ποὺ μέσα στοὺς ἀνθοὺς χύνετ’ ὁ Ἰλισσός,
ὅπου ὀνειρεύονταν οἱ νιοὶ τῆς δόξας τὰ στεφάνια
κι ὅπου ὁ Σωκράτης τὶς καρδιὲς ἐμάγευε γλυκός.

2.
Ποὺ κάτασπρη μὲς στὶς μυρτιὲς ἡ Ἀσπασία περνοῦσε
καὶ τῆς πατρίδος σου οἱ χαρὲς κι ἡ τόση χλαλοή,
ποὺ μέσ’ ἀπὸ τὴν ἀγορὰ μυριόστομη ἀντηχοῦσε
καὶ παραδείσους ἔπλαθε τοῦ Πλάτωνα ἡ πνοή.

3.
Κι ὅπου ἄνθιζε ἡ ἄνοιξι τῶν ὕμνων τὸ καμάρι
καὶ στὴ σεμνὴ τὴν Ἀθηνᾶν ἀπ’ τ’ ἅγιο τὸ βουνὸ
κατέβαινε γλυκύτατη τῶν τραγουδιῶν ἡ χάρι
σὰν τ’ Ἀπριλιοῦ ἀνθομύριστον ἀνασασμὸν ἁγνό.

4.
Καὶ σ’ ἀστραπή, σὰν ὄνειρο τῶν θεῶν, εὐτυχισμένη
τοῦ Ἰδανικοῦ τότ’ ἡ ζωὴ περνοῦσε φῶς, χρυσῆ,
ἄμποτε ἐκεῖ νὰ σ’ εὕρισκα, ποὺ τὴν ψυχὴν μ’ εὐφραίνει,
ἀγαπητέ μου φίλε, ἐκεῖ ἂς ἤσουνα καὶ σύ.

5.
Ἐκεῖ ποὺ τ’ Ἀνακρέοντα καὶ Ἀλκαίου εἶναι κορώνα,
ὁ λαμπρὸς ἥλιος κι ἡ σμυρτιά, ἐκεῖ νὰ πάω ποθῶ,
μὲ τοὺς ἁγίους ἐκεῖ μακρυὰ ποθῶ τοῦ Μαραθῶνα,
στ’ ᾍδη τὸ σπίτι τὸ στερνὸ κι ἐγὼ νὰ κοιμηθῶ.

6.
Ὄμορφη Ἑλλάδα – τὸ στερνὸ τραγούδι μου ἂς βοήσῃ,
γιὰ σένα καὶ τ’ ὁλόστερνο τὸ δάκρυ μου ἂς χυθῇ,
σήκωσε τὸ ψαλίδι σου τώρα νὰ μὲ θερίσῃ,
ὦ Μοῖρα – ποὺ ὅλη μου ἡ καρδιὰ ἔχει ἀπονεκρωθῆ.



                                     Μετάφρ. Α. ΤΥΠΑΛΔΟΥ - ΜΠΑΣΙΑ


*********************************************************************

Friedrich Hölderlin


GRIECHENLAND


1.
Hätt’ ich dich im Schatten der Platanen,
Wo durch Blumen der Cephissus rann,
Wo die Jünglinge sich Ruhm ersannen,
Wo die Herzen Sokrates gewann,

2.
Wo Aspasia durch Myrten wallte,
Wo der brüderlichen Freude Ruf
Aus der lärmenden Agora schallte,
Wo mein Plato Paradiese schuf,

3.
Wo den Frühling Festgesänge würzten,
Wo die Ströme der Begeisterung
Von Minervens heilgem Berge stürzten –
Der Beschützerin zur Huldigung –

4.
Wo in tausend süßen Dichterstunden,
Wie ein Göttertraum, das Alter schwand,
Hätt’ ich da, Geliebter! dich gefunden,
Wie vor Jahren dieses Herz dich fand,

[....]

13.
Mich verlangt ins ferne Land hinüber
Nach Alcäus und Anakreon,
Und ich schlief’ im engen Hause lieber,
Bei den Heiligen in Marathon;

14.
Ach! es sei die letzte meiner Tränen,
Die dem lieben Griechenlande rann,
Laßt, o Parzen, laßt die Schere tönen,
Denn mein Herz gehört den Toten an!


   




Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Ἰάκωβος Ρίζος Ραγκαβῆς «ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ ΑΙΝΕΙΑΣ»

      Ὁ Φαναριώτης λόγιος Ἰάκωβος Ῥίζος - Ῥαγκαβῆς (1779-1855), πατέρας τοῦ Ἀλεξάνδρου Ῥαγκαβῆ, μετέφρασε καὶ τὰ 12 βιβλία τῆς Αἰνειάδος τοῦ Βιργιλίου στὸ ἴδιο μέτρο μὲ τὸ πρωτότυπο (δακτυλικὸ ἑξάμετρο), μὲ τρόπο ὥστε κάθε στίχος νὰ ἀνταποκρίνεται σὲ κάθε στίχο τοῦ πρωτοτύπου. Πραγματικὸς ἆθλος ! Τὸ ἔργο αὐτὸ ἐκδόθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, μετὰ τὸν θάνατό του. Στὸ τέλος κάθε βιβλίου ὑπάρχουν σχόλια γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ποιήματος. Ἕνα δεῖγμα τῆς ἐργασίας του βλέπουμε παρακάτω. Εἶναι οἱ πρῶτοι 32 στίχοι ἀπὸ τὸ πρῶτο βιβλίο.

Η ΑΙΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ: ΙΑΚΩΒΟΥ ΡΙΖΟΥ – ΡΑΓΚΑΒΗ

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ

Ψάλλω τὸν ἄνδρα, ὃς πρῶτος, ἐκ μοίρας φυγὼν τὴν Τρωάδα,
κ’ εἰς Ἰταλίαν ἐλθών, προσωρμίσθ’ εἰς ἀκτὰς Λαβινίους·
ἔπαθε πάμπολλα δ’ ὅσα διά τε ξηρᾶς καὶ θαλάσσης
νὰ ἐπιφέρ’ ἡ ὀργὴ κατ’ αὐτοῦ ἐδυνήθη τῆς Ἥρας.
Πλείστους δ’ ὑπέστη πολέμους, καὶ τέλος εἰς Λάτιον πόλιν
ἔκτισε, κ’ ἔφερ’ ἐκεῖ τοὺς θεούς του, κ’ ἐκεῖθεν ἐξῆλθον
τῶν Ἀλβανῶν καὶ Λατίνων τὰ γένη καὶ Ῥῶμης οἱ κτίσται.
Λέγε μοι, Μοῦσα, πρὸς τίνα θεότητα ἥμαρτε ; τίνος
ἕνεκα δὲ ἠ θεάνασσ’ ἀνδρὸς εὐσεβοῦς ἐναντίον
ἤγειρε πλῆθος τοσοῦτο δεινῶν συμφορῶν καὶ ἀγώνων ;
Χόλος τοσοῦτος λοιπὸν κυριεύει ψυχὰς οὐρανίας ;
Ἦν Καρχηδών, ἀποικία Τυρίων καὶ πόλις ἀρχαία,
τῆς Ἰταλίας ἀπέναντι, ὅπου ὁ Θύρβις ἐκχεῖται.
Μάχιμος ἦν, ὀχυρὰ καὶ πλουσία εἰς ἄκρον ἡ πόλις·
ὑπὲρ τὴν Σάμον ἡ Ἥρα, ὡς ᾄδετ’ ἐκείνην ἐτίμα.
Εἶχεν ἐκεῖ καὶ τὰ ὅπλα της ὡς καὶ τὸ ἅρμα· κ’ αἱ Μοῖραι
ἂν συνεχώρουν, βεβαίως ἐκείνην καθίστα κυρίαν
τῆς οἰκουμένης ἀπάσης· εἰς τόσον βαθμὸν τὴν ἠγάπα.
Ἤκουσε δ’ ὅτι ποτὲ τῶν Τυρίων τὰ τείχη ἐκ βάθρων
θὰ κατασκάψῃ ἐκ Τρώων σπορᾶς καταγόμενον γένος,
πᾶσαν Λιβύαν δ’ οἱ μέγα κρατοῦντες καὶ μάχιμ’ υἱοί των
θὰ καταστρέψουν. Τοιαῦτα ἐπέκλωσαν ἔκπλαλ’ αἱ Μοῖραι.
Φέρουσα τότε δ’ εἰς μνήμην τὸν πόλεμον, ὃν κατὰ Τρώων
ὑπὲρ Ἀργείων ἐκίνησε πάλ’, ἐφοβήθη ἡ Κρονεία,
οὔτ’ ἐλησμόνησεν ἔτι τὰ αἴτια χόλων ἀρχαίων
καὶ ἀλγηδόνων πικρῶν· εἰς τὸν νοῦν της διέμενον ἔτι
ἥ τε τοῦ Πάριδος κρίσις καὶ πᾶν τὸ τοῦ κάλλους της αἶσχος,
κ’ ἡ Γανυμήδους ποτὲ ἁρπαγὴ καὶ ὁ ἔχθιστος οἶκος.
Ταῦτα τὴν ἔφλεγον· ὅθεν τὰ ὕδατα πάντα κινοῦσα,
τοὺς καὶ ὁρμὴν Δαναῶν καὶ σκληρὸν Ἀχιλλέα φυγόντας
Τρῶας μακρὰν τοῦ Λατίου ἀπέκρουε· πλεῖστον δὲ χρόνον
ἐκ τῆς βουλῆς τῶν Μοιρῶν ἐπλανῶντο εἰς πάσας θαλάσσας.
Ἡ τῶν Ῥωμαίων καθίδρυσις τόσον ἐπίπονος ἦτο !


Ἔντγκαρ Ἄλλαν Πόε «ΕΛΝΤΟΡΑΝΤΟ»

EDGAR ALLAN POE (H.Π.Α 1809-1849)
«ELDORADO»

Στολισμένος γιορτινά,
ὁ γενναῖος ἱππότης ξεκινᾶ,
μὲ το φῶς τῆς μέρας, τὴ νυχτιὰ τὴ μαύρη
καὶ ταξίδευε καιρό,
μὲ τραγούδι χαρωπό,
τὸ Ἐλντοράντο, ψάχνoντας γιὰ νἄβρει.
Μὰ σὰν ἔφυγεν ἡ νιότη,
τ’ ἀντρειωμένου μας ἱππότη,
ὅλ’ ἀρχίζει στὴν καρδιὰ
ν’ ἀργοπέφτει τὸ σκοτάδι,
καθὼς οὔτ’ ἕνα σημάδι
τοῦ Ἐλντοράντο δὲ φαινόταν πιά.
Κι ὡς ἀπόκανε στερνὰ
κουρασμένος νὰ γυρνᾶ,
διαβατάρικη ξωθιὰ συντυχαίνει τώρα –
«Σκιά», τῆς λέει, «ἐσὺ
ξέρεις τάχα ποῦ μπορεῖ
ναν’ ἐκείνη τοῦ Ἐλντοράντο ἡ χώρα ;»
«Κεῖθε, πέρ’ ἀπ’ τὸ Φεγγάρι,
τολμηρέ μου καβαλλάρη,
κάτω στὴν κοιλάδα τῆς Σκιᾶς
τ’ ἄλογο ἄσε νὰ καλπάζει»
ἡ ξωθιὰ φωνάζει,
«τὸ Ἐλντοράντο σὰν ζητᾶς !»

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΚΩΣΤΑΣ ΖΕΜΠΗΣ