Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ τοῦ Γεωργίου Ἀθάνα

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ

Ὅλα μας τὰ καράβια πίσω γυρίσανε !
Σπασμένα τὰ κατάρτια, σκισμένα τα πανιά,
ἦρθαν ἀπὸ τὴ Σμύρνη κι ἀπὸ τὰ Μουντανιά.
Φέραν τῶν Ἐκκλησιῶν μας τὰ Δισκοπότηρα,
παιδιά, γυναῖκες, γέρους – γένος Γραικῶν πολύ·
τὶς ρίζες τῆς φυλῆς μας ἀπ᾿ τὴν Ἀνατολή.
Μὰ ἕνα μικρὸ καράβι πίσω δὲ γύρισε.
Ποιούς κάβους ἀρμενίζει, ποιά πέλαγα περνᾶ
καὶ πουθενὰ δὲ βγαίνει, δὲ φθάνει πουθενά;
Χρόνια τὸ καρτεροῦμε καὶ χρόνια πέρασαν.
Δὲν τὸ εἶδε μήτε ναύτης, μήτε θαλασσαετός,
μήτ᾿ ἐρημίτης φάρος – μήτ᾿ ἄστρο τῆς νυχτός !
Τάχα νά ᾿χει βουλιάξει; Τάχα νὰ στοίχειωσε;
Δὲν θὰ ξανάρθει τάχα στὴν πατρική του ἀκτή;
Ὠιμέ ! κ᾿ ἔχει φορτώσει τὸ πιὸ ἀκριβὸ φορτί...
Ὅλα τὰ χάσαμε, ὅλα ! Καὶ μόνο φόρτωσε
τὸ πιὸ στερνὸ καράβι τὴν ὥρα τοῦ χαμοῦ
φόρτωσε τὴν ἐλπίδα τοῦ ξαναγυρισμοῦ.
Ἔλα μικρὸ καράβι, ἔλα ξεφόρτωσε !
Δῶσ᾿μας τὸ θησαυρό σου - κι ἄνοιξε τὰ πανιὰ
ὁλόϊσια γιὰ τὴ Σμύρνη καὶ γιὰ τὰ Μουντανιά !
----
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣ (1893-1987)

ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ - Κόλαση (ἀπόσπασμα)

1. «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄγουσα εἰς τὴν ἀλγοῦσαν πόλιν·
ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄγουσα εἰς τὸ αἰώνιον ἄλγος·
ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄγουσα πρὸς τοὺς ἀπολωλότας.
2. Δικαιοσύνη κίνησε τὸν ὑψηλόν μου κτίστην·
κτισμένη μ’ ἔχει τοῦ Θεοῦ ἡ παντοδυναμία,
ὁ ἔρως ὁ πρωτογενὴς κι’ ἡ ἔπακρος σοφία.
3. Ἐμοῦ δὲ προγενέστερα δὲν ἦσαν πλάσματ’ ἄλλα
ἢ τὰ αἰώνια· καὶ ’γὼ εἰς τοὺς αἰῶνας μένω·
ἀφήσατ’, ὦ ἐμβαίνοντες, πᾶσαν ἐλπίδα πλέον.»
4. Τούτους μὲ χρῶμα σκοτεινὸν τοὺς λόγους ἐπιγράπτους
εἰς πύλης εἶδα κορυφήν, καὶ διὰ τοῦτο εἶπα,
- Διδάσκαλε, μοῦ φαίνεται τραχὺ τὸ νόημά των.
5. Κ’ ἐκεῖνος μοῦ ἀπήντησεν ὡς ἄνθρωπος εἰδήμων.
- «Ἐνταῦθα πᾶσαν πρέπει τις ὑπόνοιαν ν’ ἀφήσῃ,
πᾶσαν δειλίαν χρεωστεῖ ἐδῶ νὰ καταπνίξῃ.
6. Ἐπὶ τοῦ τόπου ἤλθομεν ἐκεῖ ὅπου σὲ εἶπα,
ὅτι θὰ ἴδῃς τῶν ψυχῶν τὰ τεθλιμμένα πλήθη,
αἵτινες ἔχουν τἀγαθὸν τῆς γνώσεως χαμένον.»
7. Κατόπιν μὲ τὴν χεῖρά του λαβὼν τὴν ἰδικήν μου,
καὶ μὲ φαιδρὸν τὸ πρόσωπον, ἐξ οὗ ἐνεθαῤῥύθην,
τὰ πράγματα τἀπόκρυφα μ’ εἰσήγαγε νὰ ἴδω.
8. Ἐκεῖ κλαυθμοὶ καὶ στεναγμοὶ κι’ ὀλολυγμοὶ μεγάλοι
ἀντήχουν διερχόμενοι τὸν ἄναστρον ἀέρα,
καὶ διὰ τοῦτο κατ’ ἀρχὰς τὰ δάκρυα μ’ ἐπῆραν.
9. Γλῶσσαι λαῶν παντοδαπῶν, φρικώδεις ὁμιλίαι,
ὀδύνης λόγοι γοεροί, ὀργῆς φωναὶ ὀξεῖαι,
κραυγαὶ μεγάλαι καὶ βραχναί, χειρῶν πρὸς τούτοις κτύποι
10. συναπετέλουν θόρυβον, στρεφόμενον ἀπαύστως
εἰς τοῦτον τὸν αἰώνια κατάμαυρον ἀέρα,
ὡς ἄμμος ὅταν στρόβιλος ἀνέμου περιπνέῃ.
11. Κ’ ἐγὼ μὲ φρίκην γύρωθεν τὴν κεφαλὴν ζωσμένος
- Διδάσκαλ’, εἶπα, τί ν’ αὐτὸ π’ ἀκούω ; τ’ εἶν’ ἐκεῖνοι
ποὺ ἐκ τοὺ πόνου φαίνονται τοσοῦτον δαμασμένοι ;»
12. Κ’ ἐκεῖνος - Ταύτην τὴν οἰκτράν, μοὶ ἀπεκρίθη, τύχην
ἔχουν αἱ ἄθλιαι ψυχαὶ ἐκείνων ὅσοι βίον
ἄνευ ἐπαίνου ἔζησαν καὶ ἄνευ ἀτιμίας.
15. Ἀνάμικτοι μὲ τὴν δεινὴν χορείαν τῶν Ἀγγέλων
ἐκείνων εἶναι, οἵτινες οὔτε ἀντάρται ἦσαν,
οὔτε πιστοὶ εἰς τὸν Θεόν, ἀλλ’ ἦσαν κατ’ ἰδίαν.
14. Τοὺς ἔξωσεν ὁ οὐρανὸς νὰ μὴν τὸν ἀσχημίζουν·
οὔτε ἀκόμη κι’ ὁ βαθὺς τοὺς παραδέχετ’ Ἄδης.
Μήπως κατά τι δι’ αὐτοὺς καυχῶνται οἱ κακοῦργοι.»
15. Εἶπον δ’ ἐγὼ - Διδάσκαλε τί μέγα βάρος ἔχουν,
ὥστε τοσοῦτον δυνατὰ τοὺς κάμνει νὰ θρηνῶσι ;
Καὶ ἀπεκρίθη· - Σύντομα πολὺ θὰ σὲ τὸ εἴπω.
16. Αὐτοὶ δὲν ἔχουν παντελῶς ἐλπίδα ν’ ἀποθάνουν,
καὶ τόσον εἶναι ταπεινὸς ὁ ἀφανής των βίος,
ὥστε ὁποιανδήποτε φθονοῦσιν ἄλλην τύχην.
17. Μνήμη αὐτῶν δὲν συγχωρεῖ ὁ κόσμος νὰ ὑπάρχῃ·
ὁ οἶκτος τοὺς περιφρονεῖ καὶ ἡ δικαιοσύνη,
ἂς μὴ τοὺς ἀναφέρωμεν· ἀλλ’ ἴδε καὶ παρέρχου.»
[...]
-----
Δάντης Ἀλιγκέρι (Φλωρεντία 1265- Ραβέννα 1321)
«Θεία Κωμωδία»
Ἄδης, ἄσμα 3ον (ἀπόσπασμα)
Μετάφρασις Γεωργίου Ἐμμ. Ἀντωνιάδου (1833-1895)

 «Δάντης καὶ Βιργίλιος» τοῦ Gustave Doré (1832-1883)

ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ τοῦ Ρώμου Φιλύρα

ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ

Σαρωνικέ, τὸ κῦμα σου κουφάλες βαθουλώνει,
στὶς γραφικές σου ἀκρογιαλιές, σὲ θόλους μουραγιῶν,
στὶς δαντελλένιες γλῶσσες των, ὁ ἀφρός του ξεφαντώνει
μόλις μπλάβο τὸ χρῶμα σου ξαλλάζει στὸ κραγιόν.
Ξεμπουνατσάρει ὁ ρούφουλας καὶ μὲς στὰ νύχτια σκότη,
μπουράσκα δέρνει σύβαθα καὶ ρεύει τὰ καδιὰ
τῆς τράτας καὶ τὰ σύνεργα τοῦ καϊκιοῦ στὴν πρώτη
καὶ τὴν στερνή, ἀνώφελη θαλασσινὴν εὐδειά.
Βαρκοῦλες κι’ ἀνεμότρατες, καΐκια, τρεχαντήρια
μὲς στὴ γαλήνη, ποὺ τὸ φῶς, μεσημερνὴ γιορτή,
πλούσιο σκορπιέται ὁλόγυρα στὰ πρῶτα παραθύρια,
ἀναγαλλιάζουν τὰ νερὰ σὲ σπιθωσιὰ ρευστή.
Μονόξυλα, ἀβοήθητα κι’ οἱ τράτες, παραγάδια
ρίχνουν καὶ σέρνουν στὴ στεριὰ σὲ λάμψεις χαλικιῶν
ἀπ’ τὴν Καστέλλα, ὣς τῆς γλαυκῆς καὶ γλαφυρῆς τὰ χάδια
τῆς Φρεαττύδας τὰ γλυπτὰ βραχάκια, τὸν γιαλόν.
Φάληρα, ξέφωτα κι’ ἀκτές, οἱ Φλέβες ἀντικρὺ
καὶ τὰ δυὸ ξέχυλα νησιὰ ἡ Αἴγινα κι’ ὁ Πόρος,
Ἅγιος Κοσμᾶς, ἡ Βάρκιζα κι’ ἡ Βοῦλα σου ἡ μικρή,
δαντελλωτὸς καὶ στρογγυλός, πλατὺς ὅλος ὁ χῶρος.
Κι’ ἀπ’ τὰ κοχύλια σου ὣς τὸ φῶς, τὴν ἴσια σου γραμμή,
κόλπε γλαυκέ, κι’ ὁ κάβουρας κι’ ἡ μέδουσα στὸ φύκι
καλοκαιρνὴ ξεφάντωσι στὸ κῦμα σου ἡ συρμὴ
σὰν ἅπλωμα βαλσαμικὸ στὰ πορφυρᾶ σου μήκη.

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ (1898-1942)
(Ἀκουαρέλλες τοῦ Αἰγαίου)

ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ τοῦ Ἱωάννη Πολέμη

ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ

-Βασίλισσα μέσ’ στὶς μαρμαροστῆθες
τὶς Ἀμαζόνες, πάνοπλη, ποῦ τρέχεις
ὁρμητικὰ καὶ κρατημὸ δὲν ἔχεις ;
Φωτιὲς ἀνάβουν τῶν ματιῶν σου οἱ σπίθες.
-Τῆς Θέτιδος ὁ γυιός, μὲ λύσσα τόση,
τῆς Ἑκάβης τὸ γυιό, τῶν Τρώων τὸ χάρμα,
τὸν ἔσυρε νεκρὸ πίσω ἀπὸ τ’ ἅρμα,
τοῦ Πατρόκλου τὸ φόνο νὰ πληρώσῃ.
»Τοὺς σπαραγμοὺς ἀκούοντας καὶ τοὺς θρήνους,
ἦρθα τῆς Ἀνδρομάχης ἐκδικήτρα·
μηδὲ ψηφῶ τοῦ κόρφου μου τὰ κίτρα,
τῆς ὄψης μου τὰ ρόδα καὶ τοὺς κρίνους.
»Ἀτρόμητη στὴν ἄγρια μάχη μπαίνω
τὴ φονική, λογιάζοντας νὰ σύρω
τὸν Ἀχιλλέα νεκρὸ στὰ τείχη γύρω,
ἀπ’ τὴν οὐρὰ τοῦ ἀλόγου μου δεμένο.»
Πέρ’ ἀπ’ τὸν κάμπο ὁ Ἀχιλλεὺς τὴ βλέπει
γελῶντας· καὶ τραντάζοντας τὸ δόρυ :
- Κι’ ἂν εἶσαι ἡ παινεμένη τοῦ Ἄρεως κόρη,
μόνον ἀδράχτι κι’ ἀργαλειὸς σοῦ πρέπει.
Εἶπε, κι’ ὁρμάει μὲ μιᾶς· καὶ πρὶν ἀκόμα
φτάσουν τὰ λόγια φτερωτὰ στ’ αὐτιά της,
ἔφτασε τὸ κοντάρι του. Ἡ ματιά της
ἔσβυσε, καὶ σωριάζεται στὸ χῶμα.
Σκύβει, τὴν ὀμορφιά της ἀντικρύζει
ποὺ ἡ Ἀφροδίτη, γιὰ νὰ τὸν πικράνῃ,
μὲ τὴ γλυκειὰ δροσιὰ τὴν εἶχε ράνει
τοῦ ἱμέρου. Κι’ ὁ ἀδάκρυτος δακρύζει.
-Ἂς ἤτανε γραφτὸ νὰ πάρω πίσω
τὸ φονικὸ κοντάρισμα ! Ἂς μποροῦσα,
ὀμορφοφρύδα κι’ ὀμορφομαλλοῦσα,
μ’ ἀγάπη ἐρωτικὴ νὰ σ’ ἀναστήσω.

(ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ) 
Ἰωάννης Πολέμης (1862-1924)

«Ἀχιλλεὺς καὶ Πενθεσίλεια»  τοῦ Bertel Thorvaldsen (Δανία 1770-1844)


ΟΝΕΙΡΟ τοῦ Μιλτιάδη Μαλακάση

ΟΝΕΙΡΟ τοῦ Μιλτιάδη Μαλακάση (1869-1943)

ΣΕ μιὰ λεῦκα θὰ γύρω ἀπὸ κάτου
Μὲ μισόκλειστα μάτια, κ᾿ ἐκεῖ
Σ᾿ ἀερένια θὰ πιῶ μουσική,
Τὴ χαρὰ τοῦ θανάτου.
Κ᾿ ἡ ψυχή μου σὰ μέσ᾿ σὲ τοπάζι
Θὰ περνᾷ καὶ παλμοὶ θεϊκοὶ
Θὰ τὴ φέρνουν φεγγόβολη ἐκεῖ,
Ποὺ ποτὲ δὲ βραδιάζει.

ΤΟ ΤΕΜΠΛΟ ΤΗΣ ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑΣ


Τὸ τέμπλο τοῦ Ι.Ν. Παντανάσσης Πατρῶν κατασκευάστηκε τὸ 1879 ἀπὸ πεντελικὸ μάρμαρο. Τὸ σχέδιό του ἐκπονήθηκε ἀπὸ τὸν μηχανικὸ Σπυρίδωνα Τζέντζο, ὁ ὁποῖος -σύμφωνα μὲ τὶς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς- συνδύασε «λίαν ἐπιτυχῶς τὸν Βυζαντινὸν ῥυθμὸν καὶ τὸν Ἑλληνικόν». Τὸ σχέδιό του ὑλοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Τήνιο γλύπτη Βερνάρδο Σκαλκῶτο καὶ τοὺς βοηθούς του. Οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς εἰκόνες του φιλοτεχνήθηκαν ἀπὸ τὸν ἀξιόλογο ζωγράφο Σπυρίδωνα Χατζηγιαννόπουλο (1820-1905), ποὺ -ὅπως γράφει ὁ ἴδιος- προσκλήθηκε στὴν Πάτρα ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους τοῦ ναοῦ «τῇ συστάσει τοῦ διασήμου ζωγράφου Γύζη καὶ τοῦ Κ. Λ. Καυταντζόγλου, διευθυντοῦ τοῦ Πολυτεχνείου». 
--------
*Οἱ πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὴν διατριβὴ «Ἀκαδημαϊκὲς τάσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωγραφικῆς στὴν Ἑλλάδα κατὰ τὸν 19 αἰῶνα» τοῦ Νικολάου Γραίκου (σελ. 171 κ.ἕ. Θεσσαλονίκη 2011).
*Ἡ φωτογράφηση ἔγινε ἐξ ἰδίων.







Η ΦΩΝΗΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ καὶ τὸ ΛΑΤΙΝΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ

Τὰ γκρήκλις (greeklish) δὲν εἶναι τωρινὸ φαινόμενο, ἔχουν τὴ δική τους προϊστορία. Δὲν θὰ ἀσχοληθούμε ὅμως μὲ τὰ «φραγκοχιώτικα» ἢ «φραγκολεβαντίνικα», ἀλλὰ μὲ τὴν προσπάθεια διαφόρων γνωστῶν καὶ λιγότερο γνωστῶν λογίων τοῦ Μεσοπολέμου νὰ μᾶς πείσουν ὅτι ἡ υἱοθέτηση τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου θὰ ἦταν πρὸς τὸ συμφέρον μας, ἐπειδὴ ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ καταπολεμηθεῖ πολὺ εὔκολα ἡ ἀγραμματοσύνη, ἀφοῦ ἡ ἐκμάθηση τῆς γλώσσας θὰ ἦταν λιγότρο χρονοβόρα. Βέβαια γιὰ γίνει κάτι τέτοιο ἔπρεπε πρῶτα νὰ καταργηθεῖ ἡ ὀρθογραφία, νὰ ἐφαρμοστεῖ δηλαδὴ ἡ φωνητικὴ γραφή.
Ὁ δημοτικισμός, ἄσχετα μὲ τὴν προπαγάνδα ποὺ ἔχει ἐπικρατήσει σήμερα, δὲν ἦταν τόσο ἁγνός ὅσο φαίνεται ἢ ὅσο παρουσιάζεται. Συχνὰ ἔφτανε σὲ πρωτοφανεῖς ἀκρότητες (Ψυχάρης, Πάλλης), ποὺ ξεσήκωναν τὴ δικαιολογημένη ἀντίδραση τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς καθαρεύουσας, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ κάποιων μετριοπαθέστερων δημοτικιστῶν. 
Λίγο οἱ γλωσσικὲς μεταρρυθμίσεις τοῦ Κεμὰλ (1928) καὶ τὸ μικρόβιο τοῦ πιθικισμοῦ καὶ τῆς ξενομανίας ποὺ μᾶς κατατρώει, λίγο οἱ διάφορες ὕποπτες ἀντιλήψεις τῶν ξένων γλωσσολόγων ποὺ καταπίνονταν ἀμάσητες, λίγο οἱ «προοδευτικὲς» πολιτικές τους πεποιθήσεις καὶ δὲν ξέρω τί ἄλλο... ἔκαναν ὁρισμένους νὰ ὑποστηρίξουν φρικαλέα πράγματα. Στὴν δεκαετία τοῦ 1920 κάποιοι δημοτικιστὲς ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ ἐπιχειρηματολογοῦν ὑπὲρ τῆς φωνητικῆς γραφῆς (τῆς πλήρους δηλαδὴ κατάργησης τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας), καθὼς καὶ τῆς υἱοθέτησης τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου. 
Οἱ σημαντικότεροι δημοτικιστὲς ποὺ ὑποστήριζαν τὴ φωνητικὴ γραφὴ καὶ τὴν υἱοθέτηση τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου ἦσαν οἱ ἀκόλουθοι: 

Μένος Φιλήντας (λογοτέχνης - γλωσσολόγος),
Δημήτρης Γληνός (φιλόλογος - συγγραφέας - πολιτικός), 
Γιάννης Σιδέρης (ὁ ἱστορικὸς τοῦ θεάτρου),
Φῶτος Γιοφύλλης (ποιητὴς καὶ δημοσιογράφος),
Νῖκος Χατζηδάκης (μαθηματικός - καθηγητὴς Παν/μίου Ἀθηνῶν, λογοτέχνης),
Κώστας Προυσής (Κύπριος φιλόλογος - συγγραφέας),
Κώστας Καρθαῖος (ποιητής - μεταφραστής), 
Γιάννης Μπενέκος (λογοτέχνης)

Τὸ περιοδικὸ τοῦ Φώτου Γιοφύλλη «ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ» καθ᾿ ὅλη τὴ σύντομη διάρκεια τῆς κυκλοφορίας του φιλοξένησε τὶς ἀπόψεις τους.


Ἂς δοῦμε συνοπτικὰ μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀπόψεις, μὲ πρώτη αὐτὴ τοῦ γνωστότερου τῆς ὁμάδας, τοῦ Δημήτρη Γληνοῦ (1882-1943) : 


Ὁ Φιλήντας διὰ χειρὸς Φώτη Κόντογλου : «ΓΛΩΣΣΑΜΗΝΤΟΡΩΝ ΦΟΒΗΤΡΟΝ»


Ὁ Μικρασιάτης Μένος Φιλήντας (1870-1934) δὲν διστάζει νὰ ἐφαρμόσει καὶ στὴν πράξη τὶς ἀπόψεις του: 



Μάλιστα σὲ ἄλλο ἀρθρο του θεωρεῖ πὼς ἡ υἱοθέτηση τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου θὰ εἶχε καὶ οἰκονομικὸ ὄφελος :



Ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ Φώτου Γιοφύλλη, αὐτῆς τῆς περίεργης καὶ ἀλλοπρόσαλλης φυσιογνωμίας, ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἱστορικὴ ἀνασκόπηση ποὺ κάνει γιὰ νὰ μᾶς πεῖ ἀπὸ πότε πρωτοσυναντοῦμε ἑλληνικὰ κείμενα γραμμένα μὲ τὸ λατινικό ἀλφάβητο. Μαθαίνουμε ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος Πάλλης, μολονότι πρῶτος προπαγανδιστὴς τῆς ίδέας περὶ λατινικοῦ ἀλφαβήτου, κρατᾷ πλέον ἀποστάσεις ἀπὸ τὸ ἐγχείρημα τῶν συνεργατῶν τῆς «ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΣ». 



Ὁ Κώστας Καρθαῖος μᾶς μιλάει γιὰ τοὺς πολυάριθμους θιασώτες τῆς ἰδέας, προσωπικότητες τῆς πνευματικῆς ἀφρόκρεμας τῆς χώρας, ὅπως οἱ Ν. Χατζηδάκης, Μ. Φιλήντας, Δ. Γληνός, Μίλτος Κουντουρᾶς, Ἡρακλῆς Ἀποστολίδης, Γιάννης Σιδέρης, Φῶτος Γιοφύλλης καὶ ὁ Γάλλος ἑλληνιστὴς Louis Russel.


Παρακάτω μᾶς παρουσιάζει συνοπτικὰ τὰ «εὐεργετικὰ ἐπακόλουθα» τῆς μεταγραφῆς τῆς Νέας Ἑλληνικῆς στὸ λατινικὸ ἀλφάβητο. 


  

* Ὁλόκληρα τὰ ἄρθρα μπορεῖ νὰ τὰ διαβάσει κάποιος στὸ σχετικὸ βιβλίο ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1980 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις ΚΑΛΒΟΣ http://e-library.iep.edu.gr/iep/collection/browse/item.html?code=05-00153&tab=01


* * * *

Μολονότι δὲν εἶναι γνωστό, ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς, ὅταν τὸ 1974 ἐπέστρεψε  στὴν Ἑλλάδα, λέγεται ὅτι ἀποπειράθηκε νὰ καθιερώσει τὴ φωνητικὴ γραφὴ καὶ τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο, ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀντίδραση τοῦ τότε Ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ, Κωνσταντίνου Τσάτσου, καὶ τοῦ Εὐάγγελου Παπανούτσου δὲν τὸ πέτυχε ἢ μᾶλλον, μὲ τις μεταρρυθμίσεις τοῦ 1976 καὶ 1982, ἔγιναν μόνο τὰ πρῶτα βήματα... Τὸ μέλλον θὰ δείξει...

Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ἀπόσπασμα ἄρθρου τοῦ Σταύρου Ψυχάρη ποὺ δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» στὶς 25/7/1999. Οἱ ὑπογραμμίσεις εἶναι δικές μας. 

«Την πρώτη φορά η κρίση ξέσπασε σε μια συνάντηση του Καραμανλή με τον Κ. Τσάτσο (προτού γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν υπουργός Πολιτισμού) και τον αείμνηστο Ευάγγελο Παπανούτσο. Τους είχε καλέσει ο τότε πρωθυπουργός στο γραφείο του για να συζητήσουν θέματα της Παιδείας. Σε μια στιγμή ο Καραμανλής τους είπε ότι θα έπρεπε κάποια στιγμή να σκεφθούν το ενδεχόμενο να συνδυασθεί το ελληνικό αλφάβητο με το λατινικό, να εξετασθεί ακόμη και το θέμα της φωνητικής γραφής.
Σαν ελατήρια πετάχτηκαν επάνω οι δύο συνομιλητές του Καραμανλή. «Δεν πίστευα στα αφτιά μου!» θα αφηγηθεί αρκετά χρόνια αργότερα ο Κ. Τσάτσος... Οπωσδήποτε οι δύο συνομιλητές του τότε πρωθυπουργού δήλωσαν ότι παραιτούνται κλπ., κλπ. και ο Καραμανλής απέσυρε το θέμα.
Λίγα χρόνια αργότερα ο Καραμανλής έδωσε το πράσινο φως για την κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων (κάτι που τελικώς υλοποίησε αρκετά αργότερα η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου). Ο τότε αρμόδιος υπουργός Παιδείας, συντηρητικός και κατά τινας άτομο οπισθοδρομικό, δεν τολμούσε να διαφωνήσει ανοιχτά με τον Καραμανλή, φοβούμενος την απόλυσή του από την κυβέρνηση. Για τον λόγο αυτό, όπως ο ίδιος ο Καραμανλής έχει αφηγηθεί, ο οπισθοδρομικός αυτός υπουργός ειδοποίησε τον Κ. Τσάτσο, που είχε ήδη γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο Κ. Τσάτσος έσπευσε να τηλεφωνήσει στον Π. Μολυβιάτη, ζητώντας του να πει στον πρωθυπουργό ότι ήταν έτοιμος να υποβάλει την... παραίτησή του αν η Κυβέρνηση Καραμανλή προχωρούσε στην κατάργηση των τόνων...»