Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἑλληνικὴ Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἑλληνικὴ Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ τοῦ Ρώμου Φιλύρα

ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ

Σαρωνικέ, τὸ κῦμα σου κουφάλες βαθουλώνει,
στὶς γραφικές σου ἀκρογιαλιές, σὲ θόλους μουραγιῶν,
στὶς δαντελλένιες γλῶσσες των, ὁ ἀφρός του ξεφαντώνει
μόλις μπλάβο τὸ χρῶμα σου ξαλλάζει στὸ κραγιόν.
Ξεμπουνατσάρει ὁ ρούφουλας καὶ μὲς στὰ νύχτια σκότη,
μπουράσκα δέρνει σύβαθα καὶ ρεύει τὰ καδιὰ
τῆς τράτας καὶ τὰ σύνεργα τοῦ καϊκιοῦ στὴν πρώτη
καὶ τὴν στερνή, ἀνώφελη θαλασσινὴν εὐδειά.
Βαρκοῦλες κι’ ἀνεμότρατες, καΐκια, τρεχαντήρια
μὲς στὴ γαλήνη, ποὺ τὸ φῶς, μεσημερνὴ γιορτή,
πλούσιο σκορπιέται ὁλόγυρα στὰ πρῶτα παραθύρια,
ἀναγαλλιάζουν τὰ νερὰ σὲ σπιθωσιὰ ρευστή.
Μονόξυλα, ἀβοήθητα κι’ οἱ τράτες, παραγάδια
ρίχνουν καὶ σέρνουν στὴ στεριὰ σὲ λάμψεις χαλικιῶν
ἀπ’ τὴν Καστέλλα, ὣς τῆς γλαυκῆς καὶ γλαφυρῆς τὰ χάδια
τῆς Φρεαττύδας τὰ γλυπτὰ βραχάκια, τὸν γιαλόν.
Φάληρα, ξέφωτα κι’ ἀκτές, οἱ Φλέβες ἀντικρὺ
καὶ τὰ δυὸ ξέχυλα νησιὰ ἡ Αἴγινα κι’ ὁ Πόρος,
Ἅγιος Κοσμᾶς, ἡ Βάρκιζα κι’ ἡ Βοῦλα σου ἡ μικρή,
δαντελλωτὸς καὶ στρογγυλός, πλατὺς ὅλος ὁ χῶρος.
Κι’ ἀπ’ τὰ κοχύλια σου ὣς τὸ φῶς, τὴν ἴσια σου γραμμή,
κόλπε γλαυκέ, κι’ ὁ κάβουρας κι’ ἡ μέδουσα στὸ φύκι
καλοκαιρνὴ ξεφάντωσι στὸ κῦμα σου ἡ συρμὴ
σὰν ἅπλωμα βαλσαμικὸ στὰ πορφυρᾶ σου μήκη.

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ (1898-1942)
(Ἀκουαρέλλες τοῦ Αἰγαίου)

ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ τοῦ Ἱωάννη Πολέμη

ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ

-Βασίλισσα μέσ’ στὶς μαρμαροστῆθες
τὶς Ἀμαζόνες, πάνοπλη, ποῦ τρέχεις
ὁρμητικὰ καὶ κρατημὸ δὲν ἔχεις ;
Φωτιὲς ἀνάβουν τῶν ματιῶν σου οἱ σπίθες.
-Τῆς Θέτιδος ὁ γυιός, μὲ λύσσα τόση,
τῆς Ἑκάβης τὸ γυιό, τῶν Τρώων τὸ χάρμα,
τὸν ἔσυρε νεκρὸ πίσω ἀπὸ τ’ ἅρμα,
τοῦ Πατρόκλου τὸ φόνο νὰ πληρώσῃ.
»Τοὺς σπαραγμοὺς ἀκούοντας καὶ τοὺς θρήνους,
ἦρθα τῆς Ἀνδρομάχης ἐκδικήτρα·
μηδὲ ψηφῶ τοῦ κόρφου μου τὰ κίτρα,
τῆς ὄψης μου τὰ ρόδα καὶ τοὺς κρίνους.
»Ἀτρόμητη στὴν ἄγρια μάχη μπαίνω
τὴ φονική, λογιάζοντας νὰ σύρω
τὸν Ἀχιλλέα νεκρὸ στὰ τείχη γύρω,
ἀπ’ τὴν οὐρὰ τοῦ ἀλόγου μου δεμένο.»
Πέρ’ ἀπ’ τὸν κάμπο ὁ Ἀχιλλεὺς τὴ βλέπει
γελῶντας· καὶ τραντάζοντας τὸ δόρυ :
- Κι’ ἂν εἶσαι ἡ παινεμένη τοῦ Ἄρεως κόρη,
μόνον ἀδράχτι κι’ ἀργαλειὸς σοῦ πρέπει.
Εἶπε, κι’ ὁρμάει μὲ μιᾶς· καὶ πρὶν ἀκόμα
φτάσουν τὰ λόγια φτερωτὰ στ’ αὐτιά της,
ἔφτασε τὸ κοντάρι του. Ἡ ματιά της
ἔσβυσε, καὶ σωριάζεται στὸ χῶμα.
Σκύβει, τὴν ὀμορφιά της ἀντικρύζει
ποὺ ἡ Ἀφροδίτη, γιὰ νὰ τὸν πικράνῃ,
μὲ τὴ γλυκειὰ δροσιὰ τὴν εἶχε ράνει
τοῦ ἱμέρου. Κι’ ὁ ἀδάκρυτος δακρύζει.
-Ἂς ἤτανε γραφτὸ νὰ πάρω πίσω
τὸ φονικὸ κοντάρισμα ! Ἂς μποροῦσα,
ὀμορφοφρύδα κι’ ὀμορφομαλλοῦσα,
μ’ ἀγάπη ἐρωτικὴ νὰ σ’ ἀναστήσω.

(ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ) 
Ἰωάννης Πολέμης (1862-1924)

«Ἀχιλλεὺς καὶ Πενθεσίλεια»  τοῦ Bertel Thorvaldsen (Δανία 1770-1844)


Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Τάκης Παπατζώνης «Ἐθνεγερσία»

Η ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ 
τοῦ Τάκη Παπατζώνη (1895-1976)

Δὲν πρόκειται γιὰ τὴ Δόξα,
αὐτὴ ὁπωσδήποτε ἔχει καταμερισθῆ·
δὲν πρόκειται οὔτε γιὰ τὴ Μέρα,
γιατὶ συχνὰ κι’ αὐτὴ ἀμφισβητεῖται·
δὲν πρόκειται γιὰ τὸν τόπο,
γιατὶ πολλοὶ τόποι ἐρίζουσιν.
Ἀλλὰ ἀκέραιο μένει κι’ ἀδιαίρετο
τὸ μέγα Μυστήριο τῶν ἑνωμένων ἀνθρώπων
κ’ ἡ πρόοδό τους μὲ ζῆλο πανηγυριοῦ
γιὰ τὸ Μαρτύριο τὸ θελημένο τοῦ πληρώματος.
Ὀργώθηκε ἡ Πατρίδα γιὰ τὴ λύτρωσή της
καὶ σπάρθηκε ἀπὸ Ἄγγελο ἐπιτήδειο.
Θολὲς ἦταν οἱ μέρες, βροχερές,
γιατὶ ἡ λαμπράδα ἔφεγγε κρυμμένη·
ἦταν ἡ ὥρα δειλινοῦ κι’ ἀποσπερὶς
ψάλθηκαν οἱ οὐράνιοι παιᾶνες·
ὅσο κι’ ἂν ἔδειχνε ὁ χειμῶνας
πὼς δὲ θὰ φύγει ἀπ’ ὅπου εὑρέθη,
μεγάλη κίνηση εἶχε ὁ οὐρανὸς
καὶ τὰ φτερὰ τὰ ἐαρινὰ πολὺ δουλέψαν·
ὁ ἄπιστος κι’ ὁ ἄγριος δὲν εἶχαν θέση
σὲ μιὰν Ἑλλάδα ποὺ ἀφιερώθηκε στὸ Θεό της,
ἦρθε στιγμὴ ποὺ ὁμοιώθηκε μὲ Παναγία
κι’ εἶπεν : Ἰδού, ἡ δούλη κι’ ἐγώ, τοῦ Κυρίου.
Κοινολογεῖτο ἀπὸ παντοῦ ὁ θεῖος λόγος,
στὰ φανερά: Ἐγγὺς τὸ Πάσχα, ἑτοιμασθῆτε.
Κι’ ἦρθε τὸ Πάσχα, ἀφοῦ τοῦ προηγήθη
ὁ Μυστικὸς ὁ Δεῖπνος τοῦ Μεσολογγιοῦ.

(Νέα Ἑστία τ. 642)