Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

Ὁ Γεώργιος Χατζιδάκις κατὰ τῶν δημοτικιστῶν (συνέντευξις εἰς τὴν ἐφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ 6/11/1903) ἐξ ἀφορμῆς τῆς παραστάσεως τῆς Ἀντιγόνης


Δὲν βλέπω, διατὶ νὰ ἐκπληττώμεθα διὰ τὴν ἐκχυδάϊσιν τοῦ Σοφοκλέους, διὰ τὴν νέαν δηλαδὴ ταύτην ἀπόπειραν κατὰ τοῦ Θεάτρου. Πρώτην ἀπόπειραν εἴχομεν, ὅτε ἐπεχείρησαν νὰ ἐκχυδαΐσουν τὸ μέγιστον κόσμημα ἡμῶν, τὸ ἐθνικόν μας ὄνομα «Ἕλληνες», διατεινόμενοι ὅτι δὲν ἔχει οὐδεμίαν ἱστορικὴν ὑπόστασιν καὶ δι᾿ αὐτὸ ἀνάγκη νὰ ὀνομαζώμεθα Ρωμαῖοι. Δευτέραν ἀπόπειραν ἐτόλμησαν ὅτε ἐζήτησαν νὰ μεταβάλουν τὴν ἱστορίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους εἰς ἱστορίαν τῆς Ρωμαιοσύνης καὶ ἤρχισαν αὐτὴν ὄχι ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως καὶ ἀναπτύξεως Ἑλληνικῆς πόλεως ἢ κράτους τινός, ἀλλ᾿  ἀπὸ τῆς καταστροφῆς τῶν Ἀθηνῶν ὑπὸ τοῦ Σύλλα. Τὴν τρίτην ἀπόπειραν πρὸς ἐκχυδάϊσιν τοῦ Εὐαγγελίου ἐνθυμούμεθα πάντες· τώρα ἦλθεν ἡ σειρὰ τοῦ Θεάτρου.
Φαίνεται ὅτι, ὅπως πάλαι, εἰς τὸν φθονερὸν ἐκεῖνον Ἀθηναῖον ἔκαμνε κακὴν ἐντύπωσιν ὅτι ὁ Ἀριστείδης ὠνομάζετι δίκαιος, οὕτω καὶ τώρα εἰς μερικοὺς εἶνε ἀνυπόφορον, ὅτι ὀνομαζόμεθα Ἕλληνες, λέγομεν τὴν ἑλληνικὴν ἱστορίαν ἰδικήν μας, γράφομεν καὶ λαλοῦμεν ἑλληνιστί, καὶ διὰ τοῦτο ἀγωνίζονται πάσῃ δυνάμει καὶ παντὶ τρόπῳ νὰ μᾶς ἀφαιρέσουν αὐτὰς τὰς σκανδαλιζούσας λέξεις. «Εἶσθε ἄνδρες», λέγουν πρὸς ἡμᾶς, «οὐχὶ ἀνήλικα παιδιά, καὶ δι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀφήσετε τοὺς ἀρχαίους καὶ νὰ στραφῆτε πρὸς τὸ μέλλον, νὰ ἐνεργήσετε μόνοι σας, ἀνεξάρτητοι, ἵνα εὐδοκιμήσετε. Μὴ ἀποβλέπετε πρὸς τοὺς ἀρχαίους, μὴ περιμένετε παρ᾿ αὐτῶν ἀγαθόν τι, ἀλλὰ πρὸς τοὺς Βυζαντινοὺς μόνον, διότι ὁ βίος σας δὲν ἔχει ὁμοιότητας πρὸς τὸν βίον τῶν ἀρχαίων ἀλλὰ πρὸς τῶν μεσαιωνικῶν Ἑλλήνων. Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶνε καὶ διὰ σᾶς ξένη ὅπως καὶ διὰ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους. Δὲν ἐννοεῖτε τὸ Εὐαγγέλιον καὶ δι᾿ αὐτὸ δὲν προκόπτετε. Ἡ γλῶσσα τὴν ὁποίαν γράφετε καὶ λαλεῖτε εἰς τὰς συναναστροφάς σας εἶνε ἱερογλυφική, δὲν ἠμπορεῖτε νὰ ἐκφράσετε εἰς αὐτὴν οὔτε τὸν ἔρωτά σας οὔτε τὴν ὀργήν σας οὔτε τὸ πένθος σας οὔτε κανὲν καθόλου αἴσθημα ἢ συναίσθημα· πρέπει νὰ τὴν ρίψετε εἰς τὴν θάλασσαν καὶ νὰ λάβετε αὐτὴν τὴν ὁποίαν εἰς Παρίσίους [Ψυχάρης] καὶ Λιβερπούλην [Πάλλης] σᾶς κατεσκευάσαμεν κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης.
Εἰς ταύτην ὀφείλετε νὰ μεταφράσετε τὰ ἱερά σας βιβλία, τὰ δράματα τῶν ἀρχαίων, τὴν νομοθεσίαν σας κ.λ.π. κ.λ.π., ἂν θέλετε ποτὲ νὰ ἐξυπνήσετε, νὰ προκόψετε, εἰ δὲ μή, εἶσθε ὑπνωτισμένοι καὶ οὔτε στρατόν οὔτε ναυτικὸν θὰ παρασκευάσετε οὔτε τὰ οἰκονομικά σας θ᾿ ἀνορθώσετε οὔτε πρὸς τοὺς πέριξ ἀντιζήλους λαοὺς θὰ δυνηθῆτε ν᾿  ἀγωνισθῆτε ἐπιτυχῶς οὔτε φιλολογικὰ ἔργα θὰ παράγετε. Δὲν ἐντρέπεσθε νὰ ἔχετε γλῶσσαν συντηρητικὴν ὅπως οἱ Ἄραβες καὶ οἱ Ἰνδοί;»
Ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα καὶ εἰς τοιοῦτον τόνον ψάλλουσιν εἰς ἡμᾶς ἀπὸ ἐτῶν εἰς τὸν τύπον τῆς Ἑσπερίας οἱ παράδοξοι οὗτοι ἄνθρωποι, χωρὶς νὰ συλλογίζωνται τὸ μέγα ἄδικον, τὸ ὁποῖον κάμνουν εἰς τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, ὅταν διὰ τοιούτων δημοσιευμάτων παριστῶσιν αὐτὸ ὡς τὸ ἀνοητότατον τῶν ἐθνῶν, ὅπως δὲν συλλογίζονται καὶ ὁπόσον κακὸν κάμνουν εἰς τὸ ἔθνος, ὅταν περιφέρουν καὶ ἐπιδεικνύουν τὴν ἀθλίαν γλῶσσαν τοῦ θεάτρου αὐτῶν εἰς τοὺς ἐν τῷ ἐξωτερικῷ Ἕλληνας, οἱ ὁποῖοι ἐκ τῆς διεφθαρμένης γλώσσης συνάγουν ὅτι καὶ ὁ βίος ἡμῶν ἔχει ὁμοίως διαφθαρῇ.


Ἔρευνα Μ.Χ.

 


Ὁ φιλόλογος Παναγὴς Λορεντζᾶτος (1871-1941) ὑπὲρ τῆς φωνητικῆς γραφῆς

                                   Νέα Ἑστία τ. 135, 1/8/1932

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

Ἡ «Ἑταιρία Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν» ἐτάσσετο ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ ἀπὸ τοῦ ἔτους 1939 !

Ἡ «Ἑταιρία Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν» εἶχε μία χρήσιμη πρωτοβουλία. Εἶδε τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ κράτους [4ης Αὐγούστου] γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς δημοτικῆς στὰ δικαιώματά της, ἐκτίμησε τὴ γνωστὴ ἀπόφασή του γιὰ τὴ σύνταξη τῆς γραμματικῆς της [Μ. Τριανταφυλλίδη], χρέος της νόμισε νὰ μὴ σταθῆ μακρυὰ ἀπὸ τὴν προσπάθεια αὐτή, ποὺ οὔτε μικρὴ εἶναι οὔτε ἄσχετη μὲ τὴν ἑλληνικὴ λογοτεχνία καὶ τὴ διάδοσή της σ᾿ εὐρύτερους κύκλους. Ἔκαμε μία ἐπιτροπὴ ἀπὸ μέλη της καὶ ἄλλους ἁρμοδίους, – ἀπὸ τοὺς κ.κ. Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Μιλτιάδη Μαλακάση, Ἐλισαῖο Γιανίδη, Ν. Πετιμεζᾶ-Λαύρα, Κώστα Καρθαῖο, Ἀλέκο Φωτιάδη, Θρασύβουλο Σταύρου, Μᾶρκο Αὐγέρη, Ἀν. Ἀναστασίου, Δ. Γκινόπουλο, Σπ. Θεοδωρόπουλο [Ἄγι Θέρο], Στρατὴ Μυριβήλη, Βάσο Δασκαλάκη, Κώστα Ἀθανασιάδη, Δημήτρη Φωτιάδη, Μελὴ Νικολαΐδη, Γιῶργο Θεοτοκᾶ κι ἀπ᾿ τὸν ὑποφαινόμενο [Πέτρο Χάρη], – κάλεσε στὶς συζητήσεις τῆς ἐπιτροπῆς εἰδικούς, ὅπως ὁ κ. Παναγὴς Λορεντζᾶτος [...]
Ἡ ἐπιτροπὴ τῆς «Ἑταιρίας Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν» ἐργάστηκε κι ἐργάζεται μὲ μεθοδικότητα, κι αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἔχει φτάσει σὲ μερικὲς ἀποφάσεις. Δέχτηκε τὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφικὴ παράδοση, συμφώνησε ὅτι τόνοι καὶ πνεύματα πρέπει νὰ λείψουν, βάσισε τὶς συζητήσεις της σὲ εἰσήγηση τοῦ κ. Θρ. Σταύρου [...] Σὲ γενικὲς γραμμὲς εἴμαστε σύμφωνοι, καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι καὶ ὅλα τὰ μέλη τῆς «Ἑταιρίας Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν», καθὼς καὶ ὅσοι ἄλλοι λογοτέχνες δὲν εἶναι μέλη της, θὰ ἔχουν τὴν ἴδια γνώμη καὶ τὴ ριζικὴ ἁπλοποίηση τῆς ὀρθογραφίας μας θὰ τὴ βλέπουν σὰν ἀποτίναξη ζυγοῦ ποὺ καταβασανίζει αἰῶνες τώρα τὴ σκέψη τῶν Ἑλλήνων καὶ συμμαχεῖ μὲ πολλὲς ἄλλες προλήψεις καὶ παρεξηγήσεις γιὰ νὰ κρατάη μακρυὰ τὶς μεγάλες καὶ καθολικὲς ἀσχολίες τοῦ πνεύματος. Αὐτὴ ἡ κουκίδα, ποὺ προτείνει ἡ ἐπιτροπὴ τῆς «Ἑταιρίας Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν» [τὸ μυγόχεσμα τοῦ Κακριδῆ] ν᾿ ἀντικαταστήσῃ ὀξεῖες, βαρεῖες καὶ περισπωμένες, αὐτὸ τὸ σημαδάκι, ὅση χρησιμότητα ἔχει, ἄλλο τόσο συμβολικὸ εἶναι [....]

ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ 1.3.1939




Ἔρευνα Μ. Χ.



Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

Γεώργιος Μιστριώτης - Λόγος περὶ γλώσσης καὶ ἠθῶν (1903)

Φιλοπάτριδες συμπολῖται καὶ εὐγενὴς τοῦ Πανεπιστημίου Νεολαία !

Ὅτε ὁ γενναῖος τοῦ Ἀχιλλέως υἱὸς Νεοπτόλεμος κληθεὶς ἦλθεν εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Ἀχαιῶν, ὅπως ἐκπορθήσῃ τὰ Πέργαμα τοῦ Ἰλίου, ὁ στρατὸς ἠσπάζετο αὐτὸν μεθ᾿ ὅρκου βεβαιῶν, ὅτι βλέπει πάλιν τὸν ἤδη θανόντα Πηλείδην, καὶ πάλιν ὅτε ὁ Ἀννίβας ἀφίκετο εἰς τὴν Ἱσπανίαν, οἱ ἀρχαῖοι στρατιῶται ἐνόμιζον ὅτι ἀπεδόθη αὐτοῖς ὁ Ἀμίλκας νεώτερος.
Τοῦτ᾿ αὐτὸ συνέβη καὶ ἐν τῷ ἄρτι λήξαντι αἰῶνι, καθ᾿ ὃν οἱ ἡγήτορες τοῦ πολιτισμοῦ ἐπίστευσαν, ὅτι ἡ ἀρχαία Ἑλλὰς ἐνεφανίσθη αὖθις νεωτέρα. Δὲν ἦτο ἔτι γραῖα, ὡς ἐν τοῖς χρόνοις τῶν Κομνηνῶν καὶ τῶν Παλαιολόγων, ὅτε ᾖδε τὰ κύκνεια αὐτῆς ᾄσματα, ἀλλὰ νεαρὰ χαρωπή, καὶ εὐσταλής, ὡς ἡ Ἄρτεμις ἐν τοῖς θεοῖς καὶ ἡ Ναυσικᾶ ἐν τοῖς Φαίαξι καὶ τὰ ἀγωνιζόμενα αὐτῆς τέκνα ἐνεπνέοντο ὑπὸ τηλικούτου μένους, ἡλίκον ὁρῶμεν ἐν τοῖς ἥρωσι τῆς Ἰλιάδος.
Τῇ ἀληθείᾳ συμβαίνει παράδοξόν τι ἐν τῷ ἡμετέρῳ γένει· ἄν τις ἀναγνῷ τὸ ἔπος, ἐν ᾧ ἀπεικονίζονται τὰ ἡρωικὰ τῶν ἐν Τροίᾳ Ἀχαιῶν ἔργα, καὶ κατὰ συνέχειαν τὴν ἱστορίαν τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος, θέλει ὑπολάβει ὅτι δὲν παρεμπίπτουσι τρεῖς χιλιετηρίδες, ἀλλ᾿ ὅτι οἱ ἐλευθερωταὶ τῆς πατρίδος εἶναι υἱοὶ καὶ ἐπίγονοι τῶν πορθητῶν τοῦ Ἰλίου. Βεβαίως δὲν δύναταί τις νὰ δεχθῇ τὴν μετεμψύχωσιν οὐδὲ τὸν τρισχιλιετῆ τῶν Πυθαγορείων κύκλον, καθ᾿ ὃ ὁ ἄνθρωπος διερχόμενος τὰ διάφορα τῶν ζῷων εἴδη ἐπανέρχεται εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν. Πρὸς ἐξήγησιν τῆς ὁμοιότητος δὲν ἔχομεν ἀνάγκην οὔτε τῆς μυστικῆς τοῦ Πυθαγόρου φιλοσοφίας οὔτε θαύματος, διότι ἡ ἱστορικὴ τοῦ Ἔθνους ἀνέλιξις καὶ ἡ ταυτότης τοῦ κλίματος, δύνανται νὰ ἐξηγήσωσι τὴν ὁμοιότητα. Διότι καὶ οἱ ἥρωες τῆς Ἰλιάδος καὶ οἱ τῆς πατρίδος ἐλευθερωταὶ ἦσαν γνήσια τοῦ Ἑλληνικοῦ οὐρανοῦ τέκνα, τὸν αὐτὸν δὲ πατέρα ἔχοντες ὁμοιάζουσιν ὡς ἀδελφοί. Ἡ δὲ δουλεία ἦτο ὁ μέγας λέβης, ἐν ᾧ ὁ φοβερὸς τῆς ἀνανεώσεως βρασμὸς συνετελέσθη1. Τὸ Ἑλληνικὸν γένος ἀνενεώθη, ἀλλὰ δὲν ἀνεγεννήθη, διότι δὲν ἔθανεν ὡς οἱ πλεῖστοι ἄλλοι λαοὶ καὶ δὲν ἔθανεν, διότι ἡ ὕλη διαιρεῖται, ἀποσυντίθεται καὶ θνῄσκει. Τὸ πνεῦμα ὅμως καὶ αἱ ἰδέαι εἶναι ἀσύνθετοι, ἀδιαίρετοι καὶ ἀθάνατοι, ἡ δὲ Ἑλλὰς εἶναι ἡ μήτηρ τῶν ἰδεῶν, δὲν ἐζήτησε τὴν ὕλην οὐδὲ τὸ κέρδος, ἀλλ᾿ ὡς ἀετὸς εἰς τὰς μεταφυσικὰς τοῦ οὐρανοῦ σφαίρας ἀναπτᾶσα ἐθήρευεν ἰδέας, αἵτινες εἶναι συγγενεῖς πρὸς τὴν φύσιν καὶ τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα. Τοιοῦτοι λαοὶ δὲν θνῄσκουσιν οὐδὲ τυγχάνουσιν μόνον τῆς παπυρίνης ἀθανασίας, ἀλλὰ διὰ τῆς ἐπαγωγῆς εἰς τὴν ἀρχέγονον φύσιν, ἀποτίθενται τὸ γῆρας, ἀνακτῶνται νέας δυνάμεις, ἄρχονται νέας ἀνελίξεως, ὡς δ᾿ οἱ ἀστρονόμοι λέγουσιν, ὅτι αἱ κοσμικαὶ σφαῖραι ὅταν γηράσκωσι συγκρούονται καὶ συγκρουόμεναι ἀναγεννῶνται.
Ἡ Ἑλλὰς λοιπὸν ἀνανεωθεῖσα, τὰς ῥυτίδας τοῦ γήρατος ἀποβαλοῦσα καὶ τὰ ἁλύσεις τῆς δουλοσύνης θραύσασα, τὸ πρῶτον ἐπειράθη ὅπως ἀνεύρῃ τὴν μελιχρὰν ἐκείνην φωνήν, δι᾿ ἧς ἀπήγγειλε τὰ θεία τοῦ Πλάτωνος ρήματα καὶ τοὺς γενναίους τοῦ Δημοσθένους λόγους. Βεβαίως καὶ οἱ ἄλλοι τῆς ἀρχαιότητος λαοὶ δὲν ἔμειναν σιωπηλοί, ἀλλ᾿ ἐφθέγγοντο ὡς οἱ κορυδαλοί, οἱ ἔποπες καὶ οἱ κολιοί. Μόνον τὸ Ἑλληνικὸν γένος ἔσχε γλῶσσαν στρογγύλην, εὔπλαστον, ἡδεῖαν, ὡς εἶναι ἡ τῆς ἀηδόνος φωνὴ καὶ ἡ ᾠδὴ τοῦ Ἀρίωνος, ἥτις καὶ τῶν δελφίνων τὰ ὦτα κατεκύλησε.
Τὴν ἀμύθητον τῆς γλώσσης ταύτης ἡδονὴν αἰσθάνονται οἱ γίγαντες τοῦ πεπολιτισμένου κόσμου, οἵτινες χάριν τῶν Προπυλαίων καὶ τοῦ Παρθενῶνος εἰς τὴν πόλιν τοῦ Περικλέους συρρέοντες φοιτῶσιν εἰς τὸ ἡμέτερον Θέατρον μόνον ὅταν διδάσκωμεν ἀρχαῖα δράματα, ὅπως ἀκούσωσι τὰ εὔπλαστα τοῦ Σοφοκλέους ῥήματα ὑπ᾿ ἑλληνικῶν στομάτων ἐξαγγελλόμενα. Οἱ νεώτεροι λαοὶ καὶ κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ κατὰ τὸ μέτρον τοῦ πολιτισμοῦ αὐτῶν ἀνέδειξαν γλώσσας ὅσον δυνατὸν αὐτοῖς καλάς, πάντες ὅμως ὁμολογοῦσι τὴν ὑπεροχὴν τῆς ἡμετέρας.
Μόνον ὀλίγοι ἀμαθεῖς τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἑλλάδος νεανίσκοι μὴ δυνάμενοι νὰ αἰσθανθῶσι τὸ ἀμύθητον τῆς ἀρχαίας γλώσσης κάλλος, ἐκθάπτουσι τὰ ῥάκη τῶν καλυβῶν τῆς δουλοσύνης, ἅπερ πειρῶνται ὅπως ἀντιπαραβάλωσι πρὸς τὴν ἀλουργίδα τοῦ Πλάτωνος, καὶ ὅπως τὴν καλαύρωπα τῶν ἀγροίκων ποιμένων ἀντιπαρατάξωσι πρὸς τὸ σκῆπτρον τῆς ἡγεμονίδος τῶν γλωσσῶν. Οἱ ἐρασταὶ οὗτοι τῆς βαρβαροφώνου γλωσσικῆς δυσαρμονίας, ἐπανάγουσιν εἰς Ἑλληνικὰ στόματα ἐνετικὰς ἢ τουρκικὰς λέξεις καὶ πλάσσουσι κακόηχα λεξίδια ἅπερ διεγείρουσι τὸν ἔμετον, καὶ διὰ τῆς ἀγροίκου ταύτης ἀξίνης πειρῶνται ὅπως καταρρίψωσι τὰ μεγαλοπρεπῆ μέγαρα, ἅπερ ἀνήγειρεν ἡ μεγαλοφυΐα τοῦ Κοραῆ καὶ διεκόσμησεν ἡ σμίλη καὶ ὁ χρωστὴρ τῶν ἐπιφανεστάτων τεχνητῶν τῆς γλώσσης τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος.
Καὶ οὗτοι μὲν εὑρίσκουσι συμφέρον ἐν τῇ ἀντιδράσει πρὸς τὴν ἐθνικὴν γλῶσσαν, ὅτι συγκαλύπτουσι τὴν ἀμάθειαν αὐτῶν, οἱ δὲ κρύφιοι τούτων ὑποστηρικταὶ εἴτε ἐν γνώσει εἴτε ἐν ἀγνοίᾳ συμβάλλονται εἰς τὴν δουλοσύνην τοῦ ἔθνους. Διότι γλῶσσα εὐγενὴς ἐξαίρει τὸ φρόνημα αὐτοῦ, ἀναπτύσσει τὴν διάνοιαν καὶ ἀνάγει αὐτὸν ὡς ἀετὸν εἰς αἰθερίους σφαίρας, εἰς ἃς δὲν ἐξικνοῦνται οἱ ἠλεκτρισμὸν ἐκπέμποντες τοῦ κατακτητικοῦ ὄφεως ὀφθαλμοί. Τοὐναντίον ἡ ταπεινὴ γλῶσσα καταρρίπτει τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ, μεταβάλλει τὸ εὐγενὲς τοῦ ὑπερτάτου ὄντος πλάσμα εἰς κτῆνος καὶ ἄξιον δουλώσεως τοῦ τυχόντος κατακτητοῦ. Διὰ τοῦτο τὴν ἐθνικὴν γλῶσσαν ἐπιβουλεύοντες δὲν φθείρουσι μόνον τὴν διανοητικὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ἡμετέρου γένους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐλευθερίαν αὐτοῦ εἰς κίνδυνον ἐμβάλλουσιν.
Οἱ ἄνθρωποι οὗτοι μετ᾿ ἀναιδείας ἠθέλησαν νὰ εἰσδύσωσιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ τῆς μεταφράσεως τοῦ Εὐαγγελίου, εἰς τὴν δημοσίαν ἐκπαίδευσιν διὰ τῆς εἰσαγωγῆς χυδαίων ἀναγνωσμάτων καὶ εἰς τὴν δημοσιογραφίαν δι᾿ ἀποπλανήσεως μικροτέρων πευθήνων.
Δὲν γινώσκομεν, ἂν ἐξαπάτησαν πολλούς, ἀλλ᾿ οἱ διευθυνταὶ τοῦ τύπου (καὶ εἰρήσθω πρὸς αἰωνίαν αὐτῶν μνήμην) ἐν τῷ ζητήματι τούτῳ ἐξήρθησαν εἰς τὴν ὑψηλὴν τῆς ἐντολῆς των σφαῖραν. Ἀλλὰ πρὸς τί αἱ τοιαῦται ἐνέργεια; Τίνα σκοπὸν θηρεύουσι; Καθ᾿ ἡμᾶς οἱ ἄνθρωποι οὗτοι ἢ παράφρονες ἢ προδόται τῆς πατρίδος εἶναι. Μέσος ὅρος δὲν ὑπάρχει.
Ἐν τῇ ψυχιατρικῇ τοῦ διαπρεποῦς ἰατροῦ κ. Κατσαρᾶ ὑπάρχει εἶδος παραφρόνων οἵτινες ἐπαγγέλλονται τὴν ἵδρυσιν γλωσσικῶν ἰδιωμάτων. Πολλοὶ τῶν λογίων εἰς τὴν τάξιν ταύτην ὑπάγουσι τοὺς ἐκφύλους, οἵτινες διὰ τῆς μανίας αὐτῶν συνταράσσουσι τὴν ἁρμονίαν τοῦ ἑλληνικοῦ γένους, ὑπάρχουσιν ὅμως ἄλλοι, οἵτινες ἀποβλέποντες εἰς τὰς σχέσεις τῶν χυδαϊστῶν διαβλέπουσι πολιτικὰ σχέδια.
Καὶ δὴ ἐνθυμοῦνται ὅτι ὁ διαπρεπὴς Krumbacher ἐλέγχεται ἐν τῇ Κλεοῖ, διότι ἐν τῇ δευτέρᾳ ἐκδόσει τῆς γραμματολογίας αὐτοῦ, τὴν πόλιν τῶν Παλαιολόγων δὲν ἐθεώρησεν Ἑλληνικήν. Ὁ μακαρίτης Θερειανὸς ἐν τῷ ἰσχυρισμῷ τούτῳ ἐνεῖδεν οὐχὶ ἔρευναν ἐπιστημονικῆς ἀληθείας, ἀλλὰ πολιτικὸν ὑπολογισμόν. Τίς λοιπὸν μίτος συνδέει τοὺς ἡμετέρους χυδαϊστὰς μετὰ τοῦ σοφοῦ Γερμανοῦ; Ἐν τῷ παρόντι πρέπει νὰ ὦμεν ἐπιφυλακτικοί.
Καὶ οἱ δημοσιογράφοι καὶ οἱ περὶ τὰ γράμματα ἀσχολούμενοι καὶ αἱ ἀνώτεραι τῆς κοινωνίας τάξεις καὶ σύμπας ὁ λαὸς ἐξεπλήρωσαν τὰ καθήκοντα αὐτῶν, ἐπέστη δ᾿ ὁ καιρός, ἵνα καὶ ἡ πολιτεία ἐπιβάλῃ τὴν στιβαρὰν αὐτῆς χεῖρα.
Δὲν εἶναι δίκαιον, δὲν εἶναι ἐθνικὸν ἵνα οἱ καταπροδίδοντες τὴν ἐλευθερίαν Ἔθνους τρέφωνται ἐκ τοῦ δημοσίου ταμείου. Ἂν δὲ πάλιν οὗτοι ἔπαθον τὰς φρένας καὶ εἶναι ἄξιοι οἴκτου, ὑπάρχουσι παρ᾿ ἡμῖν φιλανθρωπικὰ καταστήματα, ὅπως τύχωσιν τῆς εὐεργεσίας τῆς κοινωνίας. Εὐχόμεθα, ἵνα ἡ πολιτεία λάβῃ ἐν καιρῷ τὴν δέουσαν πρόνοιαν, διότι οἱ λαοὶ ὅταν ἴδωσιν τὴν θρησκείαν ἢ τὴν γλῶσσαν αὐτῶν ὑπονομευομένην, μέχρι βιαίων ἐξεγέρσεων ἐξικνοῦνται, ὅπερ περιφανῶς βλάπτει αὐτούς. Οὕτω πράττουσιν οἱ ἰθύνοντες τὸν λαόν, ὅσοι ἐννοοῦσι νὰ συνεχίσωσιν εὐκλεὲς παρελθὸν καὶ ἔχουσι τὸ ψυχικὸν σθένος, ὅπως ἀτενίσωσιν εἰς ἔνδοξον μέλλον.
Ἂν οἱ ἀφιλοπάτριδες οὗτοι ἄνθρωποι ἐπετύγχανον τοῦ σκοποῦ αὐτῶν, ἤθελον ἀφαιρέσει ἀπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ τὸ ὄργανον τῆς ἀναπτύξεως καὶ καταρρίψει μνημεῖον, ὅπερ ἡ νεωτέρα Ἑλλὰς ἐπὶ ἕνα αἰῶνα ἀνήγειρε. Πλὴν τούτου δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ὅτι ἡ ἐθνικὴ ἡμῶν γλῶσσα κατέστη σχεδὸν διεθνής. Διότι πάντες οἱ λόγιοι τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς ἐννοοῦσι τὰ ἐν τῇ γλώσσῃ ταύτῃ γραφόμενα, ὡς δύναμαι δι᾿ ὀλίγων παραδειγμάτων νὰ κυρώσω. Ἡ ἐν τῇ ἀρχαιοπρεπεῖ ἐθνικὴ γλώσσῃ γραφομένη «Ἀρχαιολογικὴ Ἐφημερὶς» ἀναγιγνώσκεται εὐχερῶς ὑπὸ παντὸς τοῦ πεπολιτισμένου κόσμου, τὰ συγγράμματα πολλῶν νεωτέρων λογίων εὑρίσκω κρινόμενα, ἄρα καὶ ἀναγιγνωσκόμενα ὑπὸ τῶν ἀλλοεθνῶν.
Ἂν δὲ ἦτο ἐπιτετραμμένον νὰ εἴπω τι καὶ περὶ τῶν ἐμῶν ἔργων, ἠδυνάμην νὰ μνημονεύσω ὅτι αἱ πλεῖσται βιβλιοθῆκαι τῆς Γερμανίας ἔχουσι τὰς ἐκδόσεις μου καὶ οἱ Γερμανοὶ φοιτηταὶ οὐχὶ σπανίως μελετῶσι τοὺς Ἕλληνας συγγραφεῖς κατὰ ταύτας. Ἐν τῇ βιβλιοθήκῃ τοῦ Βερολίνου ἔλειπόν τινες ἐκ τούτων καὶ ὁ ἔφορος τῆς βιβλιοθήκης ᾔτησε ταύτας παρ᾿ ἐμοῦ. Ἡ «περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς κατὰ Πλάτωνα» διατριβή μου δημοσιευθεῖσα ἐν τῇ Ἀτλαντίδι ἐζητήθη παρὰ πάντων τῶν Ἀμερικανικῶν Πανεπιστημίων. Καὶ ὅμως ἄλλοι λαοί, οἷοι οἱ Ἱσπανοί, Πορτογάλλοι, Δανοί, Σουηδοί, Νορβηγοί, Οὖγγροι, Ἑλβετοὶ καὶ ἄλλοι διὰ τὸ ἀκατάληπτον τῆς γλώσσης αὐτῶν δὲν ἠξιώθησαν, ἵνα τὰ ἐπιστημονικὰ αὐτῶν ἔργα γίνωσι κοινὸν τοῦ πεπολιτισμένου κόσμου ἀνάγνωσμα. Δικαίως ἄρα ὁ μεγαλώνυμος τῆς Μεγάλης Βρεττανίας πολιτευτὴς Γλάδστων ἔλεγεν ὅτι διὰ δύο θαυμάζει τὸ Ἑλληνικὸν γένος: πρῶτον ὅτι ἐν τῇ τρικυμίᾳ τῶν αἰώνων καὶ τῶν περιπετειῶν διετήρησε τὰ Πατριαρχεῖα καὶ δεύτερον, ὅτι ἐν τῷ βραχεῖ τῆς ἀνεξαρτησίας χρόνῳ οἱ λόγιοι αὐτοῦ ἐκάθηραν τὴν γλῶσσαν. Ναί· ἐκαθήραμεν, ἀλλ᾿ οἱ ἀντεθνικοὶ ἄνθρωποι ἐχάραξαν κυκλοβόρους χειμάρρους ἐπιχέοντας δυσώδη ἰλὺν καὶ βόρβορον καὶ ῥυάκια παρασύροντα θνησιμαῖα ζῷα καὶ χέοντα ταῦτα εἰς τὴν δεξαμενὴν τῆς γλώσσης τῆς περιεχούσης ὕδατα διαυγῆ ὡς τὰ τῆς Κασταλίας τοῦ Μουσαγέτου Ἀπόλλωνος.
Ἐπιφανέστατος τῶν Ἑλλήνων συγγραφέων ἑρμηνευτὴς καὶ ἐμὸς διδάσκαλος Moriz Haupt ἔλεγεν ἡμῖν ἐξ ἕδρας ἐν Βερολίνῳ, ὅτι δύο εἰδῶν μεταφράσεις ὑπάρχουσι· κατὰ μὲν τὸ πρῶτον ὁ μεταφραστὴς ὀφείλει νὰ προσεγγίσῃ εἰς τὸ πρωτότυπον τοσοῦτον, ὅσον ὁ μαθηματικὸς ἐν τῷ τετραγωνισμῷ τοῦ κύκλου, κατὰ δὲ τὸ δεύτερον νὰ ἐννοήσῃ οὗτος, ὅτι μετάφρασις ποιητῶν δὲν δύναται νὰ ὑπάρξῃ. Τὸν λόγον τοῦτον ἐμνημόνευον πρὸ τριῶν δεκαετηρίδων, ὅτε ἠρξάμην τῆς ἐκδόσεως τῶν Ἑλλήνων συγγραφέων, καὶ αὐτὰ ταῦτα μετὰ πάροδον μακροῦ χρόνου ἐπαναλαμβάνω. Ὁ Γερμανὸς ἑρμηνευτὴς ἔλεγεν, ὅτι μεταφράσεις ποιητῶν εἶναί τι ἀδύνατον, ἐν ὧ ἡ Γερμανικὴ γλῶσσα εἶναι ὡς γνωστὸν πλουσιωτάτη.
Ἡ δημώδης ὅμως γλῶσσα ἡμῶν περιέχει ὀλίγας λέξεις πρὸς ἐκδήλωσιν τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν ἢ τῶν ἀλγηδόνων καὶ ἡδονῶν, ἐλέγχεται ὅμως ἀνεπαρκεστάτη ὅπως εἰσέλθῃ εἰς τὸ βασίλειον τῶν ἰδεῶν. Οἱ μεταφρασταὶ προέβησαν εἰς τὴν μετάφρασιν τῆς τραγῳδίας τοῦ Αἰσχύλου, ἥτις ὑπὸ τῶν νεωτέρων ὀνομάζεται Ὀρέστεια. Εἰς τὴν θάλασσαν ἰταμῶς εἰσέρχονται ἢ οἱ ἄριστα γινώσκοντες νὰ κολυμβῶσιν ἢ οἱ ἀδαεῖς τῆς κολυμβητικῆς τέχνης ὄντες. Δὲν ὑπάρχει ἐν τῷ κόσμῳ ποιητὴς ὑψιπετέστερος, οὐδὲ γλῶσσα πλουσιωτέρα καὶ τολμηροτέρα τῆς Αἰσχυλείου καὶ ὅμως ταύτην διὰ τῶν ὀλίγων λεξιδίων τῆς δημώδους ἠθέλησαν νὰ ἀποδώσωσιν. Ἐπειδὴ δ᾿ αὕτη δὲν ἐπήρκεσε, κατέφυγον εἰς τὴν ὑψηλοτέραν καὶ διὰ τῆς ἀναμίξεως τῶν διαφόρων βαθμίδων τῆς γλώσσης ἐγένοντο γελοῖοι, ὡς καὶ ἡ πολυθρύλητος Βαβυλωνία διεγείρει πολὺν γέλωτα, διότι ἐν ταύτῃ ἀναμιγνύονται αἱ διάφοροι τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος διάλεκτοι.
Δεύτερον οἱ μεταφρασταὶ διήγειρον τὸν γέλωτα τῶν θεατῶν, διότι ἡ ταπεινὴ ἐποποιΐα τῆς δουλικῆς γλώσσης ποιεῖ ἀπότομον καὶ γελοίαν ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὑψηλὴν τοῦ Αἱσχύλου, ὅστις χάριν τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν Κυβερνήτην τοῦ κόσμου ἐτόλμησε νὰ ἀντεπεξέλθῃ. Καὶ ὅμως τὸν Τιτᾶνα τοῦτον τῆς ποιήσεως, τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυναιγείρου καὶ τοῦ Ἀμεινίου τοῦ ἀριστεύσαντος ἐν Σαλαμίνι, ἐτόλμησαν νὰ προσαγορεύσωσιν οἱ Πυγμαῖοι διὰ γλώσσης ταπεινῆς καὶ δουλικῆς καὶ ἐν θεάτρῳ, ἐν ὧ ὡς ἐκ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἔπρεπε νὰ ἐξαίρωνται τὰ γενναία φρονήματα καὶ ὁ εὐγενέστερος τῆς γλώσσης τύπος.
Ἀλλ᾿ οἱ χυδαϊσταὶ λέγουσιν ἡμῖν νὰ ἐργαζώμεθα, νὰ ἀναμένωμεν τοὺς μέλλοντας σοφοὺς τῆς δουλικῆς γλώσσης τοὺς λαβόντας τὴν ἐντολὴν νὰ ὑπερακοντίσωσι τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Δημοσθένη καὶ νὰ δεχθῶμεν τὸ φύραμα τῶν γλωσσῶν, ὅπως ἀποφύγωμεν τὴν διγλωσσίαν. «Ναί, ἐργαζόμεθα, ἵνα ἐγείρωμεν καὶ οὐχὶ ἵνα κρημνίζωμεν».
Εἶναι ἐθνικὴ προδοσία ὅτι, ἄθλιοι, θέλετε νὰ ρίψητε ἔθνος νεαρὸν εἰς τὸν σκοτεινὸν λαβύρινθον ἀδήλου μέλλοντος, ὅπως τοῦτο γένηται βορὰ τοῦ Μινωταύρου, ὡς ἄλλοτε ἐρρίφθη ὁ Θησεὺς ὁ ἱδρυτὴς τοῦ μεγαλείου τῆς πόλεως τοῦ Περικλέους. Ἀλλὰ τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος θέλει σώσει ἡ σύνεσις αὐτοῦ, ὡς ἔσωσεν ἄλλοτε τὸν ἥρωα ὁ μίτος τῆς Ἀριάδνης.
Ἀπειλοῦντες ἡμᾶς διὰ τοῦ φάσματος τῆς διγλωσσίας, ἀλλὰ διγλωσσίαν ἔχουσι πάντες οἱ λαοί, ὡς πάντες οἱ ἄνθρωποι ἔχουσι διπλῆν στολήν, ὧν τὴν μὲν φέρουσιν ἐν τῷ κοιτῶνι καὶ τῷ ἑστιατορίῳ, τὴν δὲ ἐν τοῖς πολυωνύμοις συλλόγοις τοῦ τε δημοσίου καὶ ἰδιωτικοῦ βίου. Ἐγὼ αὐτὸς περιερχόμενος Γερμανικὰ χωρία ἤκουσα διάλεκτον πολὺ ἀπέχουσαν ἐκείνης, ἣν ἤκουον ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ. Ἐσκέφθη ποτὲ ἡ κυβέρνησις τοῦ σοφοῦ Γερμανικοῦ κράτους, ἵνα τὴν διάλεκτον τῶν ἀγροτῶν εἰσαγάγῃ εἰς τὰ πανεπιστήμια, τὸ θέατρον, τὴν δημοσιογραφίαν καὶ τὰ γράμματα; Καὶ οἱ ἡμέτεροι πρόγονοι ἐν τῇδε τῇ πόλη, ἐν ᾗ πάντες οἱ πολῖται εἶχον μεγάλην διανοητικὴν ἀνάπτυξιν, δὲν ἐστεροῦντο διγλωσσίας, ὡς δύνασθε σαφῶς νὰ κατανοήσητε, ἂν παραβάλητε τὴν γλῶσσαν τοῦ Ἀριστοφάνους πρὸς τὴν τοῦ Πλάτωνος καὶ Δημοσθένους.
Ἡ μὲν γλῶσσα τοῦ κωμικοῦ εἶναι ἡ δημώδης τῶν Ἀθηναίων, ἡ δὲ τοῦ Δημοσθένους ἡ τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου καὶ τοῦ Πλάτωνος ἡ τῶν φιλοσοφικῶν σχολῶν. Τῇ ἀληθείᾳ ἤθελεν εἶναι γελοῖον, ἂν ὁ Πλάτων μετεχειρίζετο τὴν γλῶσσαν τοῦ Ἀριστοφάνους ἐν τῇ Ἀκαδημίᾳ καὶ ὁ ῥήτωρ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ δήμου. Οἱ ἡμέτεροι χυδαϊσταὶ τὴν γλῶσσαν αὐτῶν δύνανται νὰ μεταχειρίζωνται διαλεγόμενοι πρὸς τοὺς θεράποντας αὐτῶν ἢ ἐν τοῖς καπηλείοις, ὅταν ὅμως ἐμφανίζωνται ἐν τῷ θεάτρῳ καὶ δὴ ἐν τῷ Βασιλικῷ, ὑπὲρ οὗ ἐνδιαφέρονται οὐ μόνον οἱ βασιλεῖς, ἀλλὰ καὶ τὸ ἑλληνικὸν γένος ὁλόκληρον, ὀφείλουσι νὰ ἔχωσι μᾶλλον γλῶσσαν εὐγενῆ ἢ στολὴν πολυτελῆ καὶ διαφέρουσαν.
Οἱ χυδαΐζοντες μεταφρασταὶ ὑποκρίνονται ἀπορίαν, ὅτι τὰ ἔργα αὐτῶν ἀπεδοκιμάσθησαν. Τὸ πρᾶγμα ὅμως δὲν εἶναι δυσερμήνευτον, διότι τοῦτ᾿ αὐτὸ θέλουσι πάθει, ἂν τολμήσωσι νὰ ἐξέλθωσιν εἰς τὸ αὐτὸ θέατρον περιβεβλημένοι τὰς ἐμβάδας καὶ τὴν στολὴν τοῦ κοιτῶνος. Ἀλλ᾿ αἱ ἀποδοκιμασίαι καὶ οἱ καταγέλωτες ἂς χρησιμεύσωσιν αὐτοῖς ὡς διδασκαλία, ἵνα μὴ διασπῶσι τὴν ἑνότητα τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς. Ταλαίπωρον Ἑλληνικὸν γένος ! Δὲν ἤρκεσε τὸ ἐγχειρίδιον τοῦ δολοφόνου καὶ ἡ δυναμῖτις τοῦ ἀνατροπέως, ἀλλ᾿ ἦτο πεπρωμένον, ἵνα βέβηλοι ἑλληνικαὶ χεῖρες ἐμβάλωσι πυρίτιδα ὑπὸ τὰ θεμέλια τοῦ παρθενῶνος τῆς γλώσσης.
Καὶ πράττουσι ταῦτα, ἐν χρόνοις χαλεποῖς, καθ᾿ οὓς οἱ μὲν ὑλισταὶ ῥηγνύουσι φωνάς, ὅτι εἴδη τινὰ ζῴων ἐξέλειπον, οἱ δὲ πεπολιτισμένοι λαοὶ οἱ διδαχθέντες ὑπὸ τῆς μητρὸς Ἑλλάδος δὲν ἔδειξαν υἱικὴν στοργὴν οὐδὲ διεμαρτυρήθησαν ἀσμένως, ὅτι οὐχὶ ζῷα, ἀλλ᾿ ὁ εὐγενέστερος λαὸς διὰ βδελυρῶν τρόπων ἐξαφανίζεται. Ἀλλ᾿ ἂς μάθωσιν ὅτι αἱ Ἑλληνικαὶ Ἐρινύες δὲν φέρουσιν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς δέρματα ἀκάκων προβάτων, ὡς ἐν τῷ Βασιλικῷ Θεάτρῳ, ἀλλ᾿ ὄφεις τιμωροῦντας τοὺς μητραλοίας. Ὁ δὲ Ἑλληνικὸς λέων δύναται νὰ κλεισθῇ ἐν κλωβῷ καὶ δύνανται τεχνηέντως νὰ ἀποσπάσωσι τοὺς ὄνυχας αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἂν ἐξέλθῃ τούτου, θέλει τύψει κατὰ κόρης, ὡς ἄλλοτε τὸν ἡγήτορα ὁλοκλήρου κοσμοκρατορίας.

Γεώργιος Μιστριώτης (1840-1916)
Λόγος περὶ γλώσσης καὶ ἠθῶν” 
(Ἐθνικὸν Πανεπιστήμιον 10-11-1903)

1 Περὶ τούτου λέγομεν ἐν τῷ Πρυτανικῷ λόγῳ ἐν σελίδι 67 (τῶν ρητορολόγων) «ὁ μέγας λέβης, ἐν ᾧ ἔμελλε νὰ τελεσθῇ ὁ φοβερὸς τῆς ἀναγεννήσεως βρασμός, δὲν ἦτο θανατηφόρος ὡς ὁ τῆς φαρμακίδος Μηδείας, ἀλλ᾿ ἦτο τόσον καυστικὸς καὶ πλήρης ἀλγηδόνων, ὅσον ἡ παρὰ τῶν Ὀσμανιδῶν δουλοσύνη. Τότε μὲν σοφώτεροι παραλαβόντες μέγα μέρος τῶν πνευματικῶν τοῦ ἔθνους θησαυρῶν, ὡς ὁ Αἰνείας τοὺς ἐφεστίους θεούς, κατέφυγον εἰς τὴν Ἰταλίαν, οἱ δὲ πλουσιώτεροι ἐδέξαντο τὸ θρήσκευμα τοῦ κατακτητοῦ, οἱ πανουργότεροι διέφυγον τὸν ἐθνικὸν βρασμόν, εἰσπηδήσαντες εἰς ὑψηλὰς τοῦ δυνάστου σφαίρας καὶ οἱ μελαγχολικώτεροι ἐτράπησαν εἰς τὰς μονὰς καὶ ἐγένοντο ἐρημόφιλοι ἤ, ἐκ μικροψυχίας διὰ τοῦ ἀγάμου βίου, ἠθέλησαν παράπαν νὰ σβέσωσι τὸ γένος αὐτῶν. Πάντα ἐλέγχουσι δειλίαν, διότι οἱ ταῦτα διαπραξάμενοι ἐγένοντο δραπέται καὶ ἔφυγον, ὡς οἱ δειλότεροι τῶν νοσούντων φεύγουσι τὴν ἐγχειριστικὴν τοῦ ἰατροῦ μάχαιραν. Τὴν ἱστορικὴν τοῦ Ἔθνους ἐντολὴν ἐξεπλήρωσαν ἐκεῖνοι, ὅσοι τὴν βιωτικὴν ῥᾳστώνην καταλιπόντες καὶ τὰς τερηδόνας καὶ σηπεδόνας τοῦ ἀστικοῦ βίου ἐκκρούσαντες, ὥρμησαν εἰς τὰς συνδένδρους φάραγγας καὶ τοὺς ἀπορρῶγας βράχους, ἔνθα ἡ ἀναζύμωσις τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς καὶ τὰ μεγάλα τῆς ἐθνικῆς παλινζωΐας μυστήρια ἐτελέσθησαν. Ἐνταῦθα οἱ Ἕλληνες εἰς στενὰς πρὸς τὴν παμμήτορα γῆν σχέσεις ἦλθον. Ἐξενίσθησαν ὑπὸ τῶν γλυκέων μειδιαμάτων τῆς φύσεως, ἔφαγον τοὺς ἀδόλους ταύτης καρπούς, ἔπιον τῆς ἀθανασίας τὸ ὕδωρ, ἀνέπνευσαν ἐκ τῶν αἰθερίων τῆς ἀτμοσφαίρας στιβάδων, ἐτόνισαν τὸ σῶμα, ἀπεσόβησαν τῆς διανοίας ἰδέας εὐρωτιῶντος πολιτισμοῦ καὶ ἤρξαντο ᾄδοντες τῆς ἀναγεννωμένης ἀνδρείας τοὺς ἄθλους. Οὕτω τὸ ἑλληνικὸν πνεῦμα, ὅπερ ἐξήρθη μέχρι τῶν μεταρσιωτάτων στιβάδων τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων, κατῆλθε μέχρι τοῦ ποιμένος τοῦ πρωτογόνου κοινωνικοῦ βίου. Ἐντεῦθεν τὸ ἔθνος ἤντλησε φυσικὰς δυνάμεις, ἐγένετο ἄλκιμον καὶ παρεσκεύασε τοὺς ἄθλους τῆς ἀνεξαρτησίας αὐτοῦ».     



Γεώργιος Μιστριώτης



Ἐπιμέλεια- δακτυλογράφησις Μ. Χ.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

Χαῖρε Μαρία ! Σὲ ἀνυμνοῦμεν
Ὅταν ῥοδόχρυσος φθάνῃ πρωία.
Σὲ ἀναμέλποντες δοξολογοῦμεν
Ἐν τῇ δεήσει μας τῇ ἑσπερίᾳ.
Καὶ ὅταν ἥσυχος λευκὴ σελήνη

Λάμψιν μαρμαίρουσαν ἐξ ὕψους χύνῃ·
Καὶ ὅταν, στέφανον φέρων ἀκτίνων,
Βαίνῃ ὁ ἥλιος τὴν γῆν λαμπρύνων,
Πάντες προσᾴδομεν ἐν ἁρμονίᾳ·
Χαῖρε, Μαρία ! Χαῖρε, Μαρία !

Σὲ ὅταν πόνος μὲ περιβάλλῃ·
Ὅταν κατέχῃ με ἀδημονία
Δειλὸν τὸ στόμα μου αἰνεῖ καὶ ψάλλει·
Σὲ θεῖον βάλσαμον ἔχ᾿ ἡ καρδία.
Παρθένε ἄμωμε, στίλβων ἀδάμας,
Παῦσαι παρήγορος, τὰ δάκρυά μας.
Ἄνθος πολύτιμον, εὐλογημένον,
Ἡ ἐπακούουσα τῶν δεομένων,
Ἁπάντων καύχημα καὶ προστασία·
Χαῖρε Μαρία ! Χαῖρε Μαρία !


Ἀλέξανδρος Κατακουζηνὸς (1824-1892)
(Η ΜΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ)

Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ τοῦ Ἀχιλλέως Παράσχου

ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ 
τοῦ Ἀχιλλέως Παράσχου (Ναύπλιον 1838 - Ἀθῆναι 1895)

Εἶναι τὸ πλοῖον ἕτοιμον, ὁ ἄνεμος συρίζει·
μυκᾶται ὁ ὠκεανὸς καὶ θύελλαν ἀγγέλλει.
Εἶναι τὸ πλοῖον ἕτοιμον, ἡ πρῶρα του γογγύζει,
θρασεῖς ναυβάτας προσκαλεῖ, καὶ τρικυμίαν θέλει.
Ἐνθουσιᾷ καὶ ῥίπτεται εἰς τὴν ἀνεμοζάλην,
μὲ τὸν βορρᾶν νὰ μετρηθῇ καὶ μὲ τὸ κῦμα πάλιν !
Εἶναι τὸ πλοῖον ἕτοιμον· ἰδέτε πῶς ἱππεύει
τὸ μέλαν κῦμα, τὰ λευκὰ ἱστία πῶς προτείνει·
ἀφροστεφὴς ἡ πρῶρα του ἡ ἀλαζὼν χορεύει,
καὶ τοῦ λιμένος τὴν εἱρκτὴν διὰ παντὸς ἀφήνει.
Ὡς πτερνιστῆρα, δρύϊνον πηδάλιον βυθίζει,
καὶ τῆς θαλάσσης τὰ πλευρὰ ἀγέρωχον πτερνίζει.
...................................................................
Ἄφες τὴν γῆν νὰ σήπεται καὶ σκώληκας νὰ τρέφῃ,
κ᾿ ἐλθὲ ναυβάται εἰς αὐτὸ ἡμεῖς νὰ ἐπιβῶμεν·
ἐλθὲ νὰ διασχίσωμεν τοῦ ἀχανοῦς τὰ νέφη.
..................................................................
Ἐλθὲ ἐν μέσῳ ἀστραπῶν ὀργίλον ν᾿ ἀτενίσῃς
τὸ πέλαγος, τὸν κεραυνὸν νὰ ψαύσῃς καὶ ν᾿ ἀκούσης,
εἰς ἄβυσσον θυμοειδῆ μορφὴν νὰ κατοπτρίσῃς.
κ᾿ εἰς ὑετὸν τὴν κόμην σου τὴν μελανὴν νὰ λούσῃς.
Ἐλθὲ μὲ τρόμους τὸν βραδὺν παλμόν σου νὰ ταχύνω,
ἐκ τῆς ναυτίας τῆς ξηρᾶς νὰ σὲ ἀπομακρύνω !
Ἐλθέ, καὶ ἄφησε τὴν γῆν τὸ κρῖμα νὰ μαστίζῃ,
νεφέλας ἐκ κονιορτοῦ καὶ νάνους νὰ ὑψώνῃ·
ἀνθρώπους, ὄφεις, πυρετοὺς καὶ γύπας νὰ σκορπίζῃ,
καὶ τ᾿ ἄδικον τὸ σκῆπτρον του ἐπάνω της ν᾿ ἁπλώνῃ·
ἄφες τὴν γῆ νὰ σήπεται· μὴ σήπεσαι μαζί της,
κ᾿ εἰς τὰ ὑγρὰ βασίλεια ἐλθὲ τῆς Ἀμφιτρίτης.
...................................................................
Ὤ, ἔλα τοῦ Ὠκεανοῦ πολῖται νὰ γενῶμεν,
νὰ κλίνωμεν εἰς τοὺς ὑγροὺς καὶ ἀβυσσώδεις νόμους,
εἰς ὄρους κύματος λευκοῦ τὰ ὕψη ν᾿ ἀναβῶμεν,
καὶ τοῦ ἀπείρου ἀνοικτοὺς νὰ ἔχωμεν τοὺς δρόμους.
.............................................................................
Ἐὰν ἐγήρασεν ἡ γῆ, ἡ θάλασσα νεάζει.
Ὅλα θὰ γίνουν θάλασσα, τὸ πᾶν θὰ γίνῃ κῦμα...
Ὁ χρόνος φεύγ᾿, ἡ μακρυνὴ σκοτία πλησιάζει·
Ὅλα θὰ γίνουν θάλασσα, ὅλα θὰ γίνουν μνῆμα.
Καὶ μόνον εἰς τὴν ἄβυσσον, εἰς ταραχὴν τυφῶνος,
θὰ ἐπιπλέει ὁ Θεὸς εἰς τὴν σκοτίαν μόνος...
..........................................................................
Ποῖαι πρωτότυποι σκηναὶ καὶ ᾄσματα τραχέα,
ποῖα ζοφώδη δράματα ἐκεῖ θὰ μᾶς ἐκπλήξουν !
Συννέφων θὰ ὑψώνεται ἀπέραντος αὐλαία,
καὶ ἄβυσσοι θ᾿ ἀνοίγωνται τὰ βάθη των νὰ δείξουν.
Καὶ θὰ προβαίνουν ἐν σιγῇ τῶν θαλασσῶν τὰ κήτη,
ἐνῷ λαιλάπων μουσικὴ τὰ ὦτα μας θὰ πλήττῃ.
..........................................................................
Στῆθος μὲ στῆθος, κεφαλὴ μὲ κεφαλὴν, πλησίον
ὁ εἷς τοῦ ἄλλου, ἄγνωστα πελάγη θὰ περῶμεν·
ὡς κῦμα γαῦρον δίδυμον, μακρὰν τῶν παραλίων,
τὸ πέλαγος θὰ σχίσωμεν μ᾿ ὁρμὴν καὶ θὰ χαθῶμεν...
...........................................................................
Ἐπιλογὴ στίχων Μ.Χ.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΙΣΤΡΙΩΤΗΣ - συνέντεξις 18-12-1903

Ἀπὸ μακροῦ χρόνου μετὰ λύπης παρετήρουν, ὅτι ἄνθρωποι ἀμαθεῖς, τυγχάνοντες προστασίας ἐπειρῶντο, ὅπως καταρρίψωσι τὴν ἐθνικὴν γλῶσσαν, ὅπερ εἶναι τὸ περιφανέστατον ἔργον τοῦ Ἑλληνικοῦ γένους ἀπὸ τῆς ἀνεξαρτησίας αὐτοῦ, καὶ διδάξωσι τὸ ἔθνος ἄλλην τινά, ἣν ἢ αὐτοὶ δημιουργοῦσιν ἢ συρράπτουσιν ἐξ ἐνετικῶν καὶ τουρκικῶν λέξεων. Τὸ κατ᾿ ἀρχὰς ὑπελάμβανον, ὅτι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι, μὴ τυχόντες παιδεύσεως, ἤθελον νὰ συγκαλύψωσι τὴν ἀμάθειαν αὐτῶν. Ἡ τοιαύτη ὅμως εἰκασία δὲν ἠδύνατο νὰ ἐξηγήσῃ πῶς ἄνθρωποι ἀμαθεῖς εὕρισκον τηλικαύτην προστασίαν παρὰ πάσαις ταῖς κυβερνήσεσι. Δύο καθηγηταὶ τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου, οἵτινες ἦσαν οἱ ἱδρυταὶ τῆς Ἐθνικῆς Ἑταιρείας καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας ἐκήρυξαν ἑαυτοὺς χυδαϊστάς, παρὰ πάσαις ταῖς κυβερνήσεσιν εὕρισκον ὑποστήριξιν καὶ διορίζοντες καθηγητὰς καὶ παύοντες καὶ συνιστῶντες τὴν ἐκμηδένισιν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ἐν τοῖς σχολείοις καὶ τοῖς γυμνασίοις τοῦ κράτους. Δὲν ἀπαιτεῖται μεγάλη νοημοσύνη, ἵνα ἐννοήσῃ τις, ὅτι κατ᾿ εἰσήγησιν τούτων ἡ διδασκαλία τῶν Ἑλληνικῶν σπουδῶν σχεδὸν ἐξεμηδενίσθη, διότι αἱ ὧραι τῆς διδασκαλίας ἠλαττώθησαν κατὰ τὸ ἥμισυ. Πάντες γιγνώσκουσιν, ὅτι ἡ ἐφημερὶς «Ἑστία», ἥτις εἶναι ὄργανον τῶν δύο χυδαϊστῶν καθηγητῶν κεκηρυγμένων, ἐν ταῖς ἡμέραις καθ᾿ ἃς ἠλαττοῦτο ἡ διδασκαλία τῶν Ἑλληνικῶν ἐν τοῖς γυμνασίοις, ἡ «Ἑστία» λέγω ἔγραφε: «Κάτω ὁ κλασσικισμός». Αἱ κλασσικαὶ σπουδαὶ εἶναι παγκόσμιον κτῆμα, ἀλλ᾿ ἡμῖν τοῖς Ἕλλησιν εἶναι οὐ μόνον ἐξανθρωπιστικὴ μόρφωσις, ἀλλὰ τὸ βάθρον, ἐφ᾿ οὗ ἐρείδεται ἡ ἐθνικὴ ὑπόστασις.
Δὲν ἐπιθυμῶ, ἵνα εἰσέλθω εἰς λεπτομερείας, ἀλλ᾿ ἀρκεῖ νὰ εἴπω, ὅτι ἐν τοῖς ἀνακτόροις ὑπεισῆλθεν ἡ χυδαία γλῶσσα. Τῇ ἀληθείᾳ εἶναι οὐχὶ σμικρὸν ἀγαθόν, ὅτι τὰ μέλη τῆς Βασιλικῆς οἰκογενείας ἔχουσι τὴν θρησκείαν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἀλλὰ τὸ ἀγαθὸν ἤθελεν εἶναι πολὺ μεῖζον, ἂν οἱ ἡγεμόνες διελέγοντο ἐν τῇ ἐθνικῇ γλώσσῃ. Εἰς τὸ ἀγαθὸν τοῦτο ἀντέδρασαν ὀλίγοι ἄνθρωποι, οὓς τὸ ἔθνος δύναται νὰ ὀνομάσῃ ὁπωσδήποτε καὶ ἂν θέλῃ. Πρὸς δὲ πάντες οἱ πευθῆνες* οἱ ἔχοντες σχέσεις μετὰ τῶν δύο καθηγητῶν τοῦ ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου, ἐν τῇ γλώσσῃ ταύτῃ γράφουσιν. Οἱ ἄνθρωποι ὑπεστήριξαν τὴν μετάφρασιν τοῦ Εὐαγγελίου καὶ μέλος τοῦ αὐτοῦ συνδέσμου εἶναι ὁ μεταφραστὴς τῆς «Ὀρεστείας».
Τινὲς ἔγραψαν, ὅτι ἡ ἐθνικὴ γλῶσσα ὁσημέραι προχωρεῖ καὶ ὅτι οἱ χυδαϊσταὶ εἶναι γελοῖοι. Ναί, εἶναι γελοῖοι, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ὑποστηρίζονται ὑπὸ τῆς ἐξουσίας, εἶναι ὅμως ἐπικίνδυνοι, διότι κατέλαβον τὰ φιλολογικὰ κέντρα ἀπὸ τῶν ἀνακτόρων μέχρι τοῦ θεάτρου καὶ ἀπὸ τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως μέχρι τῆς δημοσιογραφίας. Ἀπὸ τίνος ἐμπνέονται οἱ ἄνθρωποι οὗτοι, ἐγὼ ὡς ἰδιώτης δὲν δύναμαι νὰ ἐξακριβώσω, ἐκεῖνο ὅμως, ὅπερ δύναμαι νὰ διαβεβαιώσω εἶναι, ὅτι οἱ πολέμιοι τοῦ ἑλληνικοῦ γένους καὶ οἱ χυδαϊσταὶ τὰ αὐτὰ ἀποτελέσματα παράγουσιν, ἤ, ἵνα εἴπω ἀκριβέστερον, οἱ τελευταῖοι πράττουσι φοβερώτερα. Οἱ διὰ τῆς δυναμίτιδος καὶ τοῦ ἐγχειριδίου ἐξαφανίζοντες τοὺς ὁμοφύλους τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους πειρῶνται κάτι τι μονομερές, ἐνῷ οἱ χυδαϊσταὶ ἐπιδιώκουν ὅπως αὐτὴν τὴν καρδίαν τοῦ ἑλληνικοῦ γένους κατασπαράξωσιν εἰς μικρὰ τμήματα, ἵνα γίνωνται εὐχερῶς βορὰ τοῦ τυχόντος κατακτητοῦ.
Πάντα ταῦτα ἦσαν ἐν ἐμοὶ τύψεις συνειδήσεως, ὅτι δὲν ἀνηρχόμην εἰς τὸ βῆμα, ὅπως καταδείξω τοὺς κινδύνους, οὓς διέρχεται τὸ ταλαίπωρον ἑλληνικὸν γένος. Ἐν τέλει ὁ Αἰσχύλος, ὃν ἐπεδείκνυον ὡς πρόσωπον φιλοπατρίας καὶ ὑψηλοῦ φρονήματος διεπομπεύετο ἐν τῷ Ἐθνικῷ Θεάτρῳ ὑπὸ τὰ χειροκροτήματα τῆς ἐξουσίας. Τὸ γενναῖον φρόνημα καὶ ἡ ὑψηλὴ τοῦ Μαραθωνομάχου τραγικοῦ γλῶσσα, ἐγένετο παρῳδία ὀλίγων ἀσυνειδήτων ἀνθρώπων. Αἱ ἀνώτεραι τῆς κοινωνίας τάξεις ἠγέρθησαν κατὰ τοῦ ἐθνικοῦ πραξικοπήματος καὶ οἱ διευθυνταὶ τοῦ τύπου ἤρχοντο πρός με ζητοῦντες συνδρομὴν κατὰ τῆς βεβηλώσεως τῆς ἐθνικῆς γλώσσης.
Τότε δὲ ἐνόμισα ὅτι ἦτο ἔγκλημα, ἂν ὁ καθηγητὴς τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων ἐσιώπα. ᾜτησα λοιπὸν τὴν μεγάλην αἴθουσαν τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου παρὰ τοῦ πρυτάνεως, ἐν ᾗ πρὸ τῶν ἐπιφανεστάτων ἀνδρῶν τῆς πολιτείας καὶ τῶν γραμμάτων ἀπήγγειλα τὸν λόγον μου “Περὶ ἀνανεώσεως τῆς Ἑλλάδος, τῆς γλώσσης καὶ τῶν χαρακτήρων αὐτῆς”. Ἐν τούτῳ κατέδειξα τοὺς κινδύνους, οὓς διέρχεται τὸ Ἑλληνικὸν γένος διὰ τοὺς χυδαϊστάς. Ἐμὸν ἔργον ἦτο νὰ καταγγείλω τὰς ὀλεθρίας συνεπείας τῆς διασπάσεως τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς καὶ τῆς καταλύσεως τῆς ὑπεροχῆς αὐτῆς ἐν τῇ Ἑλληνικῇ χερσονήσῳ. Εἶχον πλήρη τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἡ ἀποκάλυψις ἤθελεν ἐπενέγκει νομοταγῶς τὴν θεραπείαν. Ἔπρεπεν ὅμως νὰ δοθῇ καιρὸς τοῖς ἁρμοδίοις, ὅπως διακωλύσωσι τὴν ὀλεθρίαν ἐνέργειαν.
Οἱ φοιτηταὶ ὅμως κατεχόμενοι πάντοτε ὑπὸ εὐγενῶν αἰσθημάτων, ἀπεφάσισαν ἵνα διακωλύσωσι τὴν ἀντεθνικὴν διδασκαλίαν τῆς «Ὀρεστείας». Ἐπειδὴ ἡ δημοσία τάξις διεσαλεύθη, ὁ διευθυντὴς τῆς ἀστυνομίας, ἐλθὼν εἰς τὴν οἰκίαν μου παρεκάλεσέ με, ἵνα πείσω τοὺς φοιτητάς, ὅπως μὴ βίᾳ κωλύσωσι τὴν διδασκαλίαν τῆς Ὀρεστείας, διότι καὶ τὰ εἰσιτήρια ἐπωλήθησαν ἐπὶ τὴν θέαν. Δὲν ὑπελόγισα, ὅτι ἠδυνάμην νὰ παρεξηγηθῶ ὑπὸ τῶν φοιτητῶν καὶ νὰ θεωρηθῶ ὡς συνεργάτης ἀντεθνικῆς διδασκαλίας, ὅμως φύσει νομοταγὴς ὢν παρεκάλεσα τοὺς φοιτητάς, ἵνα ἐπιτρέψωσι τὴν διδασκαλίαν.
Τύχῃ ἀγαθῇ ἐπείσθησαν καὶ οὕτω προελήφθησαν αἱματηραὶ σκηναί. Τὴν ὑπηρεσίαν μου ταύτην δύναταί τις νὰ ἐκτιμήσῃ, ἂν παραβάλῃ πρὸς τὰς συμβάντα κατὰ τὴν μετάφρασιν τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὀφείλω ὅμως νὰ ὁμολογήσω, ὅτι οἱ φοιτηταὶ δὲν ἐπείσθησαν εὐκόλως, διότι οὗτοι διισχυρίζοντο, ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς ἀντεθνικῆς μεταφράσεως θέλει ἐξακολουθήσει καὶ οὕτω θέλει γείνει ὑποκατάστασις τῆς ἐθνικῆς γλώσσης. Ἐν τοιαύτῃ περιστάσει, εἶπον ἐγώ, θέλω θέσει πῦρ εἰς καθίδρυμα, ὅπερ πρόκειται νὰ προγυμνάσῃ τοὺς Ἕλληνας εἰς δουλείαν. Νομίζω, ὅτι ἡ δικαστικὴ ἀρχὴ δὲν ἔπρεπε νὰ ἐξετάσῃ τοὺς λόγους, δι᾿ ὧν ἔπεισα τοὺς φοιτητὰς καὶ ἔσωσα τὴν καθεστῶσαν τάξιν. Ἀλλ᾿ ἀφ᾿ οὗ ἐνόμισε τοῦτο ἀναγκαῖον, ἐν ᾧ οἱ καταπροδίδοντες τὴν καθεστῶσαν γλῶσσαν καὶ τὴν ἐθνικὴν ἐλευθερίαν μένουσιν ἀνενόχλητοι, παρατηρῶ, ὅτι ἐφ᾿ ὅσον ὁ λόγος μου δὲν προέβη εἰς ἐνέργειαν, δὲν δύναται νὰ εἶναι, ὑπεύθυνος τῆς δικαστικῆς ἀρχῆς.
Ἄλλως ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω, ὅτι ἐν ὅλῳ τῷ βίῳ μου ὑπῆρξα νομοταγέστατος καὶ ὑπὲρ πάντα ἄλλον σέβομαι τὰς καθεστηκυίας ἀρχάς, διότι ἔχω τὴν γνώμην ὅτι ὁ πολίτης ὀφείλει νὰ ὑπακούῃ ταῖς ἀρχαῖς καὶ ἐν ταῖς δικαίαις καὶ ἐν ταῖς ἀδίκοις. Ἀλλ᾿ ἡ καθαίρεσις τῆς γλώσσης, ἥτις διατηρεῖται ἐπὶ τρεῖς χιλιετηρίδας σημαίνει ἐξαφανισμὸν τῆς φυλῆς, ἤτοι τοῦ ἔθνους δολοφονίαν. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει τὸ ἔθνος ἔχει καθῆκον, ἵνα ἀμυνθῇ, ὡς δολοφονούμενος ἔχει καθῆκον, ἵνα καὶ κατ᾿ αὐτοῦ τοῦ πατρὸς ἐγείρῃ ἀμυντικὰς χεῖρας. Τὸ ἔθνος συντάξαν τὸν συνταγματικὸν χάρτην, ὡς τελευταῖον ἄρθρον προσέθηκεν, ὅτι ἡ διατήρησις τοῦ συντάγματος ἀφίεται εἰς τὸν πατριωτισμὸν τῶν Ἑλλήνων.
Καὶ ὅμως τί εἶναι τὸ σύνταγμα ἐν παραβολῇ πρὸς τὴν γλῶσσαν; Τὸ ἔθνος δύναται νὰ μεταβάλῃ τὸ πολίτευμα κατὰ τὸ δοκοῦν, ἀλλὰ μεταβολὴ τῆς γλώσσης δηλοῖ δούλωσιν καὶ αὐτοκτονίαν. Ἴσως ὀλίγοι τινὲς δὲν ἐννοοῦσιν ἢ ὑποκρίνονται ὅτι δὲν ἐννοοῦσιν, ἀλλ᾿ εἶναι μέγα ἀτύχημα, ὅτι τὸ Ἑλληνικὸν γένος, τό τε δοῦλον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ὡς ἄνθρωπος δὲν ἐγείρεται κατὰ τῆς διασπάσεως τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς καὶ τῆς δουλώσεως αὐτῆς. Δὲν γινώσκω, ἂν οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι διακωλύωσι τὴν ἄμυναν, ἀλλ᾿ ὁ δημιουργήσας τὸν κόσμον πατὴρ θελήσας, ἵνα διὰ τῆς ἀμύνης διασώσῃ τὰ δημιουργήματά αὐτοῦ, ἕκαστον ζῷον ἐξώπλισε δι᾿ ἀμυντηρίων ὀργάνων.
Ἀλλ᾿ ἐν τῇ προκειμένῃ περιστάσει οἱ ὑπὲρ τῆς γλώσσης ἀμυνόμενοι δὲν ἐπανεστάτησαν κατὰ τῆς ἐξουσίας, ἀλλ᾿ ἡ ἐξουσία κατὰ τῆς καθεστώσης γλώσσης, δηλαδὴ τῆς γλώσσης ἐκείνης, καθ᾿ ἣν συνετάχθη τὸ πολίτευμα, ὡρκίσθη ὁ βασιλεύς, γίνονται αἱ συζητήσεις ἐν τῷ κοινοβουλιῳ, συντάσσονται αἱ ἀποφάσεις ἐν τῷ δικαστηρίῳ καί, καθ᾿ ὅλου εἰπεῖν, πᾶσα ἡ πολιτικὴ μηχανὴ διὰ τῆς ἐθνικῆς γλώσσης κινεῖται. [...]

Γεώργιος Μιστριώτης (1840-1916), συνέντευξις εἰς τὴν ἐφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» (18.12.1903)

πευθῆνες=κατάσκοποι


Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

ΤΟ ΧΩΡΙΟ τοῦ Σπύρου Ματσούκα


ΤΟ ΧΩΡΙΟ

Καὶ πάλι τὸ εἶδα τὸ χωριὸ κισσοστεφανωμένο,
χωμένο στὴν ἀγράμπελη καὶ στὸ μελισσοχόρτι,
πάνω σὲ ράχη σύδεντρη, στὴ ρίζ᾿ ἀπ᾿ ἀγριοβοῦνι
πὤχει τὰ ἐλάτια τὰ ψηλά, τετράψηλα τὰ πεῦκα.


Καὶ πάλι τὸ εἶδα τὸ χωριό, χωριό μου ἀγαπημένο...
Ἤμουν πουλὶ πετούμενο, στὰ ξένα τριγυρνοῦσα,
πουλάκι ταξειδιάρικο σὲ ξένο ἀγέρι ἐζοῦσα,
ξένο νεράκι ἔπινα σὰν ἤμουν διψασμένο.
Χολή, φαρμάκι ἔπινα, μοῦ πέφταν τὰ φτερά μου,
ψωμάκι δὲν ἐγλώσσιαζα, ὕπνον γλυκὸν δὲν πῆρα,
γαλούργιαζαν τὰ μάτια μου κι ὁ κάρος δὲν ἐρχόταν...
καὶ πάλι τὸ εἶδα τὸ χωριό, χωριό μου ἀγαπημένο...

Ξεθρακωμένο ἤμουνα, θεόρατο πλατάνι,
πὤχει γερὴ κορμοστασιά, πλῆθος πουλιὰ τὰ κλώνια,
ποτάμι ἀσημόδροσο κι ἀνθοστεφανομένο,
μὲ κοίτη ἀστροστόλιστη, ποὺ χάνεται γιὰ πάντα
σὲ μάτι μαύρης λαγκαδιᾶς, ὅπου ροφάει τὸν κόσμο...


Εἶδα καὶ πάλι τὸ χωριό· τὸν κόσμον ὅλον εἶδα,
μέσ᾿ τὰ φτωχά του κατοικιά, στὲς φτωχοκαλυβοῦλες,
πὤχουν καθάριες τὲς αὐλαῖς καὶ μοσκοβολισμένες,
ἀπ᾿ ἄνθια, ἀπὸ γαρούφαλα, ἀπ᾿ ἄγριους μενεξέδες.
Εἶδα καὶ τὸ καμπαναριὸ μὲ γιορτινὸ γλωσσίδι
ποὺ τὰ παληὰ μοῦ θύμιζε, τὰ παιδικά μου χρόνια,
καὶ δὲ μοῦ ράγισ᾿ ἡ καρδιὰ μόνο μοῦ ξεπετάχτη.
Εἶδα καὶ τὸ φτωτοχόσπιτο ποὺ σὰν ξεπεταροῦδι
ἅπλωσα ἐκεῖθε τὰ φτερὰ σὲ μακρυνὸν ἀγέρα
πὤκρυβε μέσα στεναγμοὺς καὶ κλάμματα καὶ πόνους.

Καὶ πάλι τὸ εἶδα, τὸ χωριὸ κισσοστεφανωμένο,
χωμένο στὴν ἀγράμπελη καὶ στὸ μελισσοχόρτι,
καὶ λησμονῶντας τὲς πικριές, ξεχνῶντας καὶ τὰ ξένα,
σ᾿ αὐτὸ ποὺ πρωτοέζησα θὰ ξαναζήσω πάλι
καὶ στ᾿ ἁγιασμένο χῶμα του θὰ γύρω τὸ κεφάλι,
εὐτυχισμένος σὰ θὰ ᾿ρθῇ ὁ Χάρος νὰ μὲ πάρῃ.

ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ (1873-1928)


(1910)



Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Η ΜΟΔΑ ΤΟΥ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΟΥ ! (ἐφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ - δεκαετία 1950)

Μήπως σᾶς παρέσυρε ἡ καινούργια μόδα; Μήπως διαπράξατε ποτέ σας τὸ μέγα σφάλμα νὰ πᾶτε στὰ λεγόμενα «Μπουζούκια» ποὺ βρίσκονται στὴ Φαληρικὴ ἀκτἠ; Καὶ ἂν πήγατε, μήπως ἔτυχε νὰ καθήσετε κοντὰ σὲ αὐτὰ τὰ θορυβώδη ὄργανα ὅπου σερβίρουν τὴν μονότονη ρεμπέτικη μουσική, ἐνῶ γύρω σας κινεῖται πλῆθος φυστικάδων, σιγαρετοπωλῶν, ἀνθοπωλητριῶν καὶ πωλητῶν – ποιός τὸ φαντάζεται – γλαστρῶν; Ἂν λοιπὸν πᾶτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν μουσικὴ θὰ ἀκούσετε ἀπὸ τοὺς ὀργανοπαίκτας καὶ διαφορα τραγούδια, ὅπως π.χ. αὐτὸ ἐδῶ:

Ἀνοῖχτε τὰ παράθυρα
νὰ βγοῦνε τὰ ντουμάνια
γιὰ νὰ καπνίσουμε κι ἐμεῖς
ποὺ εἴμαστε χαρμάνια.

Θέλετε κάτι γιὰ τὸν ἔρωτα καὶ τὴ γυναῖκα; Καὶ αὐτὸ ὑπάρχει:

Μοὖπες, μωρὴ σουρουκλεμέ,
πὼς θυσιάζεσαι γιὰ μέ.
Κάτσε λοιπὸν ἂν σοῦ βαστᾶ
σ᾿ ἕνα αὐτοκίνητο μπροστά.

Ἀκοῦστε τώρα καὶ τὸν ἆθλο κάποιου σκληροῦ καὶ «βαρὺ ἄντρα»:

Δυὸ φίδια μαυροκέφαλα

μοῦ τηγανίσαν κι ἔφαγα.

Ξεχάσαμε νὰ σᾶς ποῦμε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μπουζούκια ὑπάρχει κι ἕνα μικρὸ ἀντιπαθητικὸ ὀργανάκι, ὁ λεγόμενος μπαγλαμάς. Καὶ κάνει τὸ ἄθλιο ἕναν θόρυβο, λὲς καὶ δὲν φτάνουν τὰ πέντε μπουζούκια τῆς... ὀρχήστρας.
Πηγαίνετε λοιπὸν στὰ «Μπουζούκια». Πραγματικὴ ἀποθέωσις.