Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΓΕΦΥΡΙ μελόδραμα τῶν Θ. Σακελλαρίδη & Γ. Τσοκόπουλου (1912)


Στὸ φετινὸ Φεστιβλ Ἀθηνῶν ἀναβίωσε τ μελόδραμα τοῦ Θεόφραστου Σακελλαρίδη (1883-1950) «Περουζέ», 68 χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὴν τελευταία παράστασή του στὴν Ε.Λ.Σ. καὶ 107 ἀπὸ τὴν πρεμιέρα.
Ὁ Σακελλαρίδης ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ταλαντούχους καὶ διάσημους Ἕλληνες συνθέτες τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα. Οἱ ἐπιτυχίες του στὸ μουσικὸ θέατρο, γιὰ σχεδὸν 50 χρόνια, ἦταν κάτι τὸ ἀνεπανάληπτο. Μολονότι ταυτίστηκε μ τν ὀπερέτα, ξεκίνησε τν καριέρα του ς συνθέτης μελοδραμάτων. Συνέθεσε τέσσερες περες*, ὥσπου τελικὰ φοσιώθηκε στν περέτα. Στν πόλεμο το 1940 (ὅπως καὶ τὸ 1912-1913) ἀναγκάστηκε  νὰ στραφεῖ στὴν πιθεώρηση. Μ τ μουσική του «ἐπένδυσε» τος Βαλκανικος Πολέμους, τ Μικρασιατικ κστρατεία, κα λίγο πρν τὸν θάνατό του, τ πος το 1940
Θεόφραστος Σακελλαρίδης

     Στ
ς 5 Σεπτεμβρίου το 1912, να χρόνο μετὰ ἀπὸ τ μεγάλη πιτυχία τῆς Περουζέ, ἡ ὁποία δη γιόρταζε τς 50 παραστάσεις που εἶχαν δόθεῖ στὴν Ἀθήνα καὶ τὶς ἑλληνικὲς παροικίες τοῦ ἐξωτερικοῦ, παίχθηκε τ τρίπρακτο μελόδραμα «Στοιχειωμένο Γεφύρι» ( λλις Κόρη τς Νεράϊδας), σ κείμενο (πως κα Περουζ) το δημοσιογράφου κα λογοτέχνη Γεωργίου Τσοκόπουλου (1871-1923).


Γεώργιος Τσοκόπουλος
Δημοσιογράφος, θεατρικὸς συγγραφέας, συγγραφέας ἱστορικῶν μελετῶν, πεζογράφος καὶ ποιητής, ἰδιαιτέρως γνωστὸς στὴν ἐποχή του, ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς ἱδρυτὲς τῆς Ἑταιρείας Ἑλλήνων Θεατρικῶν Συγγραφέων.


Μουσικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν "Περουζέ"


Ἡ "Νεράϊδα τοῦ γιαλοῦ" ἀπὸ τὸ ἴδιο ἔργο

Τ Στοιχειωμένο Γεφύρι παρουσιάστηκε π τ λληνικὸν Μελόδραμα (πρόδρομο τῆς Ε.Λ.Σ.) στ θέατρο Πανελλήνιον μ πρωταγωνιστς τν ψίφωνο ρτεμι Κυπαρίσση (Ρήνα), τν τενόρο Νκο Μωραΐτη (Πέτρο), τ μεσόφωνο λγα Παπαδιαμαντοπούλου (Φλώρα), τν βαθύφωνο Θεόδωρο Μιχαλόπουλο (Λάμπρο), τν βαρύτονο ρη Σακελλαρίδη (Γερο-Χρόνη) καὶ μὲ αρχιμουσικ τν λέξανδρο Κυπαρίσση.
πό τ ργο χουν κδοθε γι φων κα πιάνο ρισμένα μόνο μέρη.

Ἐξώφυλλο παρτιτούρας μὲ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἔργο (ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ) 

   Στὴν Ἐφημερίδα τ
ο Κορομηλᾶ (φύλλο 1ης Σεπτεμβρίου 1912) δημοσιεύτηκε ἡ περίληψη τς υπόθεσηςἜτσι μπορομε ν σχηματίσουμε μιν δέα γι τν πλοκή. Τν μεταφέρουμε ς χει:

Εἰς ἕνα χωριὸ ἀπὸ τὰ Μεσόγεια τῆς Ἀττικῆς ὁ Γέρω – Χρόνης ἐζοῦσε μὲ τὰ δύο του κορίτσια, τὴ Φλώρα καὶ τὴ Ρήνα. Ἡ Ρήνα ὅμως εἶχε τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα της γιατὶ ἡ Φλώρα δὲν ἦτανε γνήσια κόρη. Ἡ Φλώρα βρέθηκε μωρὸ μίαν ἄγρια νύκτα τοῦ Γενάρη ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Γέρω – Χρόνη, καὶ κεῖνος τὴν περιμάζεψε. Μὰ τοὔφερε γρουσουζιά. Ἐπέθανε ἡ γυναῖκα του, ἐκάηκαν τ᾿ ἀμπέλια του καὶ ἡ δυστυχία τὸν ἀποποπῆρε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Χρόνης δὲν τὴν ἀγαποῦσε καὶ ὅλο τὴν ἔστελνε στὰ βουνὰ γιὰ τὰ πρόβατα. Τὴν ἐνόμιζε νεραϊδογέννητη. Μὰ κ᾿ ἐκείνη δὲν ἀγαποῦσε τὸ σπίτι. Καὶ πάντα στὰ βουνὰ ἐγύριζε καὶ κάθε μεσάνυχτα ἐπήγαινε στὸ Στοιχειωμένο Γεφύρι καὶ μιλοῦσε μὲ τὴν μάννα της τὴ Νεράϊδα καὶ τῆς ἔλεγε τὸν πόνο της.
Τέσσαρες κυνηγο Ἀθηναῖοι φθάνουν στὸ χωριὸ γιὰ κυνήγι καὶ ρωτοῦν τὸ δρόμο. Παρουσιάζεται ἡ Ρήνα καὶ ἔπειτα οἱ χωριάτες καὶ τοὺς δείχνουν τὸ δρόμο. Στὴ Ρήνα ὅμως ὁ Πέτρος ὁ κυνηγὸς ἄναψε καϋμό. Μὰ κ᾿ ἐκεῖνος δὲν ἔμεινεν ἀδιάφορος. Μιὰ βραδιὰ συναντήθηκαν ἔξω καὶ κεῖνος τῆς εἶπε νὰ τὴν ζητήσῃ ἀπ᾿ τὸν πατέρα της. Ἡ Φλώρα τοὺς εἶδε ἀπὸ μακρυὰ καὶ τὸ μῖσος γιὰ τὴν ἀδελφή της ἄναψε. Τοὺς παίρνει ἀπὸ πίσω. Ἡ νύχτα προχωρεῖ. Ὁ Πέτρος καὶ ἡ Ρήνα δὲν ξέρουν τὸ δρόμο νὰ γυρίσουν στὸ χωριό. Ἡ Ρήνα φοβᾶται τὴν ἐρημιά. Καὶ τρέχουν ἀπὸ βράχο σὲ βράχο καὶ ἡ Φλώρα τοὺς παρακολουθεῖ πάντα καὶ ζητᾷ ἐκδίκησι καὶ βοήθεια ἀπὸ τὴ Νεράϊδα μάννα της. Φθάνουν χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν στὸ Στοιχειωμένο Γεφύρι.
Τὰ στοιχειὰ ὀργιάζουν, οἱ Νεράϊδες τραγουδοῦν τὰ ἐξωτικὰ τραγούδια τους, ὁ ἄνεμος σφυρίζει.
Ὁ πατέρας μὲ τοὺς χωριάτες φεύγοντας ἀπὸ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Παναγίας (8 Σεπτεμβρίου) εἶδαν πὼς ἔλειπε ἡ Ρήνα καὶ πῆραν τὰ μονοπάτια νὰ τὴν εὕρουν. Τέλος φθάνουν στὸ γεφύρι καὶ τὴν βλέπουν ἀγκαλιασμένη μὲ τὸν Πέτρο. Ὁ Πέτρος τίμιος τὴ ζητᾷ ἀμέσως καὶ ὁ γέρος δίνει τὴν εὐχή του. Τότε ὁ Λάμπρος ἕνα καλὸ παλληκάρι ποὺ εἶχε κρυφὸ καϋμὸ μὲ τὴ Φλώρα βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ τὴν ζητήσῃ ἀπ᾿ τὸν πατέρα της. Μὰ ὁ Γερο-Χρόνης δὲν τὴν δίνει τὴ Φλώρα, ἐπειδὴ κάποτε ὁ Λάμπρος τὸν εἶχε κατηγορήσει ὅτι δὲν τὴν ἀγαπᾷ. Τότε ὁ Λάμπρος τῆς παίρνει τὸ μαντήλι. Ὁρμοῦν ὅλοι πάνω του καὶ κεῖνος βγάζει τὸ πιστόλι. Ὁ γέρος λιποθυμεῖ. Μόλις συνῆλθε ἀρχίζει τὶς κατάρες καὶ παίρνει ὅλους καὶ γυρίζουν στὸ χωριό. Τότε ἡ Φλώρα ἀφοῦ ἔμεινε μόνη μὲ τὸ Λάμπρο ἀποφασίζει νὰ τοῦ πῇ τὸ μυστικὸ πὼς εἶνε Νεράϊδας γέννα. Οἱ Νεράϊδες ἀρχίζουν πάλι τὰ τραγούδια τους. Ὁ Λάμπρος πνίγεται ἀπ᾿ τὸ μῖσος καὶ τὴν ὀργή. Θέλει νὰ τὴν διώξῃ. Ἐκείνη γονατιστὴ τοῦ λέει πὼς τὸν ἀγαπᾷ τρελλὰ μὰ κεῖνος δὲν θέλει πιὰ νὰ τὴν ἰδῇ. Τὴν λέγει στοιχειό, δαιμόνιο. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀνεβαίνει ἀπ᾿ τὸ Γεφῦρι σιγά –σιγά ἡ Νεράϊδα μάνα της. Ἡ Φλώρα τρέχει νὰ τῆς ζητήσῃ βοήθεια. Ὁ Λάμπρος τρέχει νὰ μαχαιρώσῃ τὴ Νεράϊδα, μὰ ἐκείνη, πρὶν αὐτὸς τὴν ἐγγίσῃ τὸν παίρνει μαζύ της στὸ ποτάμι καὶ χάνεται μαζὺ μὲ τὰ τραγούδια τῶν στοιχειῶν.

     Ὁ Τσοκόπουλος ἀξιοποιεῖ στοιχεῖα ἀπὸ τὴ λαογραφία καὶ συγκεκριμένα τὶς λαϊκὲς δοξασίες γιὰ νεράϊδες, νεραϊδογέννητα παιδιά, στοιχειωμένα μέρη καὶ τοποθετεῖ τὴν παραμυθένια ὑπόθεση ποὺ πλάθει στὰ Μεσόγεια τῆς Ἀττικῆς. Σακελλαρίδης - Τσοκόπουλος ἐγκαινιάζουν κάτι ποὺ θὰ τελειοποιήσει ὁ Καλομοίρης, ὁ ὁποῖος - τρία χρόνια μετά - θὰ παρουσιάσει τὸν «Πρωτομάστορα», ποὺ βασίζεται στὸν θρύλο τοῦ γεφυριοῦ τῆς Ἄρτας, ἐνῷ τὸ 1917 το «Δαχτυλίδι τῆς Μάνας» μὲ πολλὰ λαογραφικὰ στοιχεῖα καὶ αὐτό**.

   Ἐπιπλέον ἀπὸ κριτικὴ τῆς ἐποχῆς μαθαίνουμε ὅτι ὁ Σακελλαρίδης στὴ μουσικὴ τοῦ ἔργου (ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δημοτικοφανῆ θέματα ποὺ εἶχε συνθέσει) συμπεριέλαβε καὶ δύο βυζαντινὰ τροπάρια, ποὺ ἄλλωστε τόσο καλὰ γνώριζε ἀπὸ τὸν πατέρα του***. Βυζαντινοὺς ὕμνους θὰ συμπεριλάβουν ἀργότερα σὲ ἔργα τους καὶ ὁ Μανώλης Καλομοίρης (Δαχτυλίδι τῆς Μάνας, Συμφωνία τῆς Λεβεντιᾶς), καὶ ὁ Σπύρος Σαμάρας (Κρητικοπούλα, Τίγρις).    


Ἡ Ὄλγα Παπαδιαμαντοπούλου - Βαλτετσιώτη (ἢ Ρεβέκκα) ποὺ ὑποδύθηκε τὴ Φλώρα



Ἡ Ἄρτεμις Κυπαρίσση ποὺ ὑποδύθηκε τὴ Ρήνα

Ὁ ἀδελφὸς τοῦ συνθέτη Ἄρης ποὺ ὑποδύθηκε τὸν ρόλο τοῦ Γερο-Χρόνη.

Οπαραστάσεις σημείωσαν πιτυχία μὲ τ θέατρο νὰ εἶναι ὑπερπλῆρες. Στὸν συνθέτη καὶ στοὺς πρωταγωνιστὲς προσφέρθηκαν τόσα λουλούδια, ὥστε  ἡ σκηνὴ καὶ τὰ παρασκήνια θύμιζαν ἀνθοπωλεῖο. Σύμφωνα μὲ κάποια κριτικὴ τὸ λιμπρέτο δὲν ἐνθουσίασε τόσο, ὅσο ἡ μουσικὴ στὴν ὁποῖα κυριαρχοῦσε τὸ ἑλληνικὸ χρῶμα.  πι δυσμενὴς κριτικὴ δημοσιεύεται στ περιοδικό «Πινακοθήκη» τοῦ Δημητρίου Καλογερόπουλου. Φτάνει δὲ στὸ σημεῖο νὰ πικρίνει κόμη κα στοιχεα τς παράστασης πο ο λλοι παινον.
ρνητικς ἐπίσης κρίσεις διατυπώνονται π τν ποιητ Σωτήρη Σκίπη, πο καλε τν Μανώλη Καλομοίρη «ν σαρώσει τ ἔργο», καθὼς καὶ π κάποιον μ τ ψευδώνυμο Πάρσιφαλ στν ἐφημερίδα κρόπολις. τελευταος στόσο ναγνωρίζει στν συνθέτη «κάποια ιδιοφυΐα» πο μαρτυρεται στ τραγούδι το Γέρο-Χρόνη κα στ κουϊντέτο τς τρίτης πράξης.
Θετικς κριτικὲς πάρχουν στς φημερίδες «στία» κα «φημερίς».

Ἐφημερὶς 7/9/1912

   Μεγαλύτερο βέβαια
νδιαφέρον παρουσιάζει  ἄποψη ἑνὸς ἁρμοδιοτέρου νὰ κρίνει ἕνα μουσικοθεατρικὸ ἔργο, ὅπως εἶναι ὁ Μανώλης Καλομοίρης. Τὸ κείμενό του δημοσιεύτηκε στν στία καί, ὅπως προείπαμε, ἐγράφη ὕστερα π παρότρυνση το ποιητῆ Σωτήρη Σκίπη.
Μανώλης Καλομοίρης
(1883-1962)
Καλομοίρης μως, ν κα ρνητς τς ταλικς τεχνοτροπίας, τν ποία κολουθε Σακελλαρίδης, χει διαφορετικ ποψη. Στ σημεο ατ πρέπει ν ἐξηγήσουμε πς τν ποχ κείνη πρχε ντονη ντιπαράθεση μεταξ τς ταλικς καὶ τῆς γερμανικς μουσικῆς σχολῆς, πως ατ διαμορφώθηκε π τν Βάγκνερ. Ὁ βασικὸς κφραστς τς γερμανικς μουσικς αἰσθητικῆς στν λλάδα ἦταν  Μανώλης Καλομοίρης, ὁ ὁποῖος κήρυξε τν πόλεμο στν ταλικ τεχνοτροπία ποὺ -μέσῳ τῶν Ἑπτανήσων- κυριαρχοῦσε τότε στν λλάδα. 
κριτικ το Καλομοίρη, παρ τς ντιρρήσεις σ τεχνικ θέματα, εναι θετική: «...Λοιπόν: μοῦ ἄρεσε [...] Μερικ μέρη, σν τ τραγούδι τς Ρήνας στν πρώτη πράξη, δείχνουν πραγματικ διοφυΐα κα γερ τάλαντον... κύριος Σακελλαρίδης δν εναι πρωτόβγαλτος στ μουσική μας ζω [καί], π σα ργα του γνώρισα, δν μπορ παρ ν μολογήσω πς χει τάλαντον, πολ τάλαντον... Τὸ Στοιχειωμένο Γεφύρι συγκρινόμενο μ τν “Περουζ” παρουσιάζει μεγάλη πρόοδο κα γεννᾷ πολλς λπίδες». Ὡστόσο, ὅπως προείπαμε, καλεῖ τὸν συνθέτη νὰ ἐμβαθύνει περισσότερο στὸ τεχνικὸ μέρος τῆς μουσικῆς. Τέλος, ὁ  Καλομοίρης δν παραλείπει νὰ ἐπαινέσει τν πολ πιμελημένη, γι τ μέσα τς τότε θήνας, κτέλεση: τραγουδιστές, ρχήστρα, χορωδία.

ἐφ. Ἑστία 12/9/1912

Τὸ ἔργο ξαναπαίχτηκε ἔπειτα ἀπὸ δεκαοκτὼ χρόνια, στὶς 30 Νοεμβρίου 1930, ἀπὸ τὸ Ἐθνικὸ Ὠδεῖο****, στὸ θέατρο ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ στὴν Ἀθήνα, σὲ σκηνοθεσία καὶ διδασκαλία τῆς Ὄλγας Παπαδιαμαντοπούλου - Βαλτετσιώτη (καθηγήτριας πιὰ τοῦ Ὠδείου), μὲ τὴ συμμετοχὴ χορωδίας μαθητῶν καὶ μαθητριῶν ὑπὸ τὴν διεύθυνση τοῦ Λεωνίδα Ζώρα καὶ μεγάλης ὀρχήστρας ὑπὸ τὴν διεύθυνση τοῦ Στέφανου Βαλτετσιώτη. Ἡ διανομὴ τῶν ρόλων εἶχε ὡς ἐξῆς: 
Ρήνα.......... Μαρ. Παπαδάτου,
Φλώρα.......Ἕλενα Νικολαΐδου
Λάμπρος..... Γεώργιος Μουλᾶς - Νῖκος Μοσχονᾶς
Χρόνης....... Κουμαριανός. 


ἐφ. ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 26/11/1930


Ὁ μαέστρος καὶ συνθέτης Λεωνίδας Ζώρας (1905-1987) ποὺ διηύθυνε τὴ χορωδία.




Ἡ διεθνοῦς φήμης μεσόφωνος Ἑλενα Νικολαΐδη (1909-2002) ποὺ τραγούδησε τὸ ρόλο τῆς Φλώρας.

ἐφ. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ 28/11/1930 


ἐφ. ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 27/ 11/1930

Ἡ παράσταση κατὰ γενικὴν ἀπαίτησιν ἐπαναλήφθηκε καὶ στὶς 2 Δεκεμβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ νεοεμφανιζομένου τότε Νίκου Μοσχονᾶ.  

ἐφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ 2/12/1930. Στὴ διαφήμιση  συμπεριλαμβάνεται καὶ τὸ ρεσιτὰλ τοῦ σπουδαίου βιολιστῆ Jacques Thibaub (Ζὰκ Τιμπὸ) ποὺ βρισκόταν τότε στὴν Ἀθήνα. Ξεφυλλίζοντας τὶς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ θαυμάσουμε τὴν πλούσια μουσικὴ κίνηση. Λαμπρὰ ὀνόματα ὅπως ὁ προαναφερθεὶς βιολιστὴς Thibaub, ὁ πιανίστας Cortot, ὁ συνθέτης Alfredo Casella ἔδιναν συναυλίες στὴν Ἀθήνα. Καὶ κοντὰ σ᾿ αὐτοὺς δικοί μας, ὅπως ὁ Δημήτρης Μητρόπουλος.   

Στὸ ΕΘΝΟΣ τῆς 2/12/1930 ἐντοπίσαμε ἕνα δημοσίευμα καὶ πάλι τοῦ Μανώλη Καλομοίρη στὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει τὸ ἔργο ὡς τὸ μοναδικὸ ἑλληνικὸ λαϊκὸ μελόδραμα μὲ μουσικὴ γεμάτη κέφι, καὶ δροσιὰ καὶ σὲ ἀρκετὰ μέρη μὲ καθαρὸ ἑλληνικὸ δημοτικὸ χρῶμα. Θεωρεῖ πὼς ἡ μουσικὴ τοῦ Σακελλαρίδη εἶναι ἴσως ἡ καλύτερη ποὺ ἔχει γράψει.
Δὲν παραλείπει βέβαια νὰ ἐξάρει τὴν ὑποδειγματικὴ ἐκτέλεση καὶ νὰ ἐπαινέσει τὸ ζεῦγος Βαλτετσιώτη, τοὺς λυρικοὺςτραγουδιστές, καθὼς καὶ τὸν Λεωνίδα Ζώρα.

ἐφ. ΕΘΝΟΣ 2/12/1930

Ὁ διεθνοῦς φήμης βαθύφωνος Νῖκος Μοσχονᾶς (1907-1975) ὁ ὁποῖος στὶς 2 Δεκεμβρίου τοῦ 1930 ἔπαιξε τὸν ρόλο τοῦ Λάμπρου. 

________

* Οἱ ὄπερες ποὺ συνέθεσε εἶναι οἱ ἀκόλουθες: «Ὑμέναιος» (1901, σὲ κείμενο Ἰωάννη Φραγκιᾶ), «Πειρατὴς» (1907, σὲ κείμενο Πολύβιου Δημητρακόπουλου), «Περουζὲ» (1911), «Στοιχειωμένο Γεφύρι» (1912). Τὸ «Κάστρο τῆς Ὡρηᾶς» (σὲ κείμενο Γ. Τσοκόπουλου), ποὺ πρωτοπαίχτηκε στὶς 8/12/1916, φαίνεται ὅτι ἦταν δρᾶμα μὲ μουσικὴ ὑπόκρουση ("θεαματικὸν παραμύθι εἰς 8 πράξεις καὶ πέντε εἰκόνας" χαρακτηρίζεται) καὶ ὄχι ὄπερα (βλ. ἐφ. ΕΜΠΡΟΣ 9/12/1916). 

** Τὸ πρῶτο βασίζεται στὸ ὁμώνυμο θεατρικὸ τοῦ Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957), ἐνῷ τὸ δεύτερο στὸ ὁμώνυμο ὀνειρόδραμα τοῦ Γιάννη Καμπύση (1872-1901). 

*** Πρόκειται γιὰ τὸν Ἰωάννη Σακελλαρίδη (1853-1938) μεγάλη μορφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς ποὺ δέσποζε τότε στὴν Ἑλλάδα. Χαρακτηριστικὲς εἶναι οἱ ἐγκωμιαστικὲς κρίσεις ποὺ διατυπώνει γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τὰ παιδιά του (Θεόφραστο καὶ Ἄρη) ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος:
       «Θέλομεν ἑλληνικὴν μουσικήν. Καὶ τὸ πρῶτον πρῶτον βῆμα εἶναι νὰ θελήσουν καὶ ἀποφασίσουν οἱ μουσικοὶ νὰ γίνουν εἰδήμονες τοῦ ζητήματος, νὰ γνωρίσουν αὐτὸ -προσέχετε διὰ νὰ μὴ παρενοῆτε τὰ γραφόμενά μου- πρῶτον θεωρητικῶς. Καὶ ὑπάρχει ἕνα μέσον πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπόν, καὶ τὸ μέσον αὐτὸ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος μὲ τὸν ὁποῖον οἱ μουσικοὶ πρέπει νὰ συνεργασθοῦν, καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ὁ... Ἰωάννης Σακελλαρίδης [...] Ὁ δυνάμενος νὰ ὁδηγήσῃ τοὺς Μουσικοὺς εἰς τὴν θεωρητικὴν ἔρευναν τῆς ἑλληνικῆς Μουσικῆς εἶναι ὁ Σα-κελ-λα-ρί-δης. Αὐτὸς ὅλος ὅλος [...]
      Ἰδοὺ ἕνας ἄνθρωπος -ὁ Σακελλαρίδης- μαλακόφωνος, ταπεινός, συνειθισμένος ἀπὸ τὴν καθημερινὴν παρουσίασιν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ νὰ ὑποκλίνεται μὲ σεμνότατον καὶ παπαδικώτατον τὸ ἦθος. Καὶ ἐντὸς αὐτοῦ ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος, ἕνας δυνατὸς Μακεδών, ὁλόκληρος ἔρως, πάθος, μάθησις, μελέτη, ἀφοσίωσις, ἰδανικὸν μέγα, ἑλληνικὴ παιδεία, πατριωτισμός, πατριωτισμὸς ἔργων, εἰς τὸν κλάδον του, πατριωτισμὸς μουσικῆς. Ἕνας τωρινὸς ἄνθρωπος ὅλος ἀγὼν καὶ ἀποστολικὸν πῦρ.
     Καὶ αὐτὸς ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος γεννῶν τρία παιδιὰ καὶ ἐνῷ οἱ ἑκατομμυριοῦχοι πατέρες κάμνουν τὰ παιδιά των ὑπαλληλίσκους, πενταροθήρας, θεσιθήρας, τὰ χώνουν εἰς τὰ Δημόσια Χασισοποτεῖα διὰ νὰ βυζάξουν ἀκόμη ὀλίγα μονόδραχμα, αὐτὸς ἀφοσιοῖ αὐτὰ εἰς τὴν Μουσικὴν καὶ ἀνατρέφων αὐτὰ ἑλληνικώτατα καὶ μορφώνων αὐτὰ ὅσον τὸ δυνατὸν καλλίτερον καὶ ἐφαρμόζων εἰς τὴν διάπλασιν τῶν ψυχῶν των τὰ ἀρχαῖα μουσικὰ διδάγματα, προσθέτων εἰς αὐτὰ καὶ τὴν εὐρωπαϊκὴν μουσικήν, καλλιεργῶν, ποτίζων, κλαδεύων, περιθάλπων αὐτά, ἀπὸ τὸ πρωῒ ἕως τὸ βράδυ, κατορθώνων νὰ ἔχῃ ἕνα υἱὸν -χαρὰν Θεοῦ- νεώτατον παλληκάρι καὶ ἤδη συνθέτην μὲ τὰ ἑλληνικώτατα τῶν Ἰδανικῶν, ἕνα ἄλλον ἀοιδόν, καὶ δημιουργῶν οὕτω μίαν ὁλόκληρον οἰκογένειαν περιγελασθεῖσαν μέν, ἀλλ᾿ ἀγωνιζομένην δυνατότατα, ἀλλὰ μεταβαίνουσαν καὶ εἰς τὴν Γερμανίαν αὐτὴν καὶ περιάγουσαν ἐκεῖ εἰς τοὺς ἀνωτάτους διδασκάλους τῆς Μουσικῆς ὀλίγον ἑλληνικὸν φῶς καὶ ἐκτιμώμενην ἐκεῖ καὶ ἐπανερχομένην ἐδῶ καὶ ἀπὸ τὸ πρωῒ ἕως τὸ βράδυ ἐργαζομένην καὶ μουσουργοῦσαν.


(Περικλῆς Γιαννόπουλος, ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 25, 27, 28-7-1904

**** Ἱδρυτὴς κὰι διευθυντὴς τοῦ Ἐθνικοῦ Ὠδείου, ὡς γνωστόν, ἦταν ὁ Μανώλης Καλομοίρης. 

ΠΗΓΕΣ (ποὺ δὲν άναφέρονται στὸ κείμενο)

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ (λῆμμα Σακελλαρίδης).
ΣΩΤΟΥ ΠΕΤΡΑ «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΠΕΡΕΤΤΑ», ΑΘΗΝΑ 1960.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΚΑΝΤΑ «ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΥ ΛΥΡΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ».
KARL NEF «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ν. ΒΟΤΣΗΣ, ΑΘΗΝΑ 1985.
περιοδ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τεῦχος 541, τόμος 47.
περιοδ. ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ,  Ὀκτώβριος 1912, σελ. 154-155
ἐφ. ΑΘΗΝΑΙ 4/9/1912
ἐφ. ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 7/9/1912
ἐφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ, φύλλο 4/11/1923
ἐφ. ΕΣΤΙΑ 6/9/1912
ἐφ. ΕΣΤΙΑ 4/9/1912


Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

ῼΔΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗΝ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

ῼΔΗ  ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗΝ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
τοῦ Ἡλία Τανταλίδη (Κων/πολις 1818-1876)

Τὴν φαιδρὰν ἑορτὴν τῶν τριῶν
τῆς μεγάλης Τριάδος ποιμένων
ἐκτελοῦντες, φαιδρῶς πρὸς Θεὸν 
ἀναπέμπομεν δόξαν καὶ αἶνον.
Μαθηταὶ τῆς αὐτῶν διδαχῆς,
ὥσπερ οὗτοι κ᾿ ἡμεῖς τὴν παιδείαν
ἐζητήσαμε νύμφην ψυχῆς,
νύμφην ἄσπιλον, νύμφην πλουσίαν.

κ τῆς ἄνω ἀπλέτου πηγῆς
τοῦ φωτὸς ἡ παιδεί’ ἀπονάει
κ’ εἰς τὸν σκώληκα τοῦτον τῆς γῆς
τὰ οὐράνια δείκνυσι φάη,
τὸν εὐγνώμον’ αὐτῆς ἐραστὴν
πρὸς ζωὴν ὁδηγεῖ τὴν ἀρίστην,
ἀθεάτων ποιεῖ θεατήν,
μυστηρίων καθίστησι μύστην.

παιδεί’ ἀνυψοῖ ταπεινὸν
καὶ πλησίον καθίζ’ ἡγεμόνων,
τὸν ἀνώνυμον αἴρει κλεινὸν
καὶ γεραίρ’ εἰς αἰῶνας αἰώνων,
συνημμένη τῇ θεί’ ἀρετῇ
εὐτρεπίζει ψυχὰς παναμώμους,
Βασιλείους μεγάλους αὐτὴ
Γρηγορίους γεννᾷ Χρυσοστόμους.

Τῆς παιδείας ἀντέχου θνητὲ
τῶν ζωῶν ἀμφοτέρων κρηπῖδος
καὶ ἀθάνατος ἔσῃ ποτέ,
δεδραγμένος χρηστῆς τῆς ἐλπίδος
τῆς ἀφάτου σοφίας εἰκών,
τὸν οἰκεῖον τηρῶν χαρακτῆρα
τοῖς Ἀγγέλοις ποτὲ συνοικῶν
ἀνυμνήσεις Θεὸν τὸν Σωτῆρα.

φωστῆρες τοῦ κόσμου τριττοί,
θυηπόλοι τῆς ἄνω λατρείας,
πρυτανεύσατ’ ἐκεῖθεν αὐτοὶ
εἰς ἡμᾶς τοὺς πυρσοὺς τῆς παιδείας·
ἐνισχύσατ’ ἡμᾶς ἐκ Θεοῦ,
ὦ προστάται θερμοὶ τῶν ἀπόρων,
κ’ εὐλογήσατε ζῆλον λαοῦ,
διδασκάλων, ποιμένων, ἐφόρων.

(εἰκόνα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἀπὸ τὸ τέμπλο τοῦ παλαιοῦ Ι.Ν. Ἁγίου Ἀνδρέου Πατρῶν, ἔργο τοῦ Ίωαννικίου Καυσοκαλυβίτου, 1921)



Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

Ἰωάννης Πολέμης «Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ»

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ

Λέγει ὁ Χρυσὸς στὸ Μάρμαρο:
- Στὰ πέρατα τοῦ κόσμου
ποιός ἥλιος λάμπει ὡσὰν ἐμέ, ποιό φῶς ἔχει τὸ φῶς μου ;
Ἐγὼ τὸν κόσμο κυβερνῶ, τὴν εὐτυχία ὑφαίνω,
ποδαπατῶ τὴν ὀμορφιά, τὴν ἀσχημιὰ ὀμορφαίνω·
ἐγὼ ὁδηγῶ στὰ σκοτεινὰ τοῦ κλέφτη μου τὸ χέρι,
ἐγὼ ἀκονίζω τοῦ φονιᾶ τὸ δίκοπο μαχαίρι·
ἐγὼ ἀγοράζω τὴν τιμὴ καὶ τὴν πουλῶ στὸ δρόμο,
ἐγὼ νικῶ τὴν ἀρετή, καταπατῶ τὸ νόμο.
Περίσσιες εἶν’ οἱ χάρες μου, κι ἡ δύναμή μου μόνη
γκρεμίζει θρόνους ἀπ’ ἐδῶ, θρόνους ἐκεῖ στηλώνει...
Ἐσὺ τί κάνεις, Μάρμαρο ;
Καὶ τ’ ἀποκρίθη ἐκεῖνο:
- Ἐγὼ σὲ τάφου σκοτεινιὰ τὴ δύναμή σου κλείνω !

(ΑΛΑΒΑΣΤΡΑ 1900)

Ἀλέξανδρος Σοῦτσος «Ο ΘΕΟΣ»

Ο ΘΕΟΣ
τοῦ Ἀλεξάνδρου Σούτσου (1803-1863)
Ὁ Θεός, ἐνθρονισμένος στὸ οὐράνιον Παλάτι,
τὰς ἡνίας τῶν ἀστέρων εἰς τὰς χεῖράς του ἐκράτει·
μὲ τὸ τηλεσκόπιόν του εἶδε κάπου μακρυνὰ
καὶ τῆς μικροτάτης Γῆς μας τον πλανήτην νὰ γυρνᾷ.
Ἕνα ἕνα τοὺς λαούς της κύτταξε μὲ τὴν ἀράδα,
καὶ τὴν κεφαλήν του σείων εἶπε βλέπων τὴν Ἑλλάδα:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Πλέοντα χωρὶς πυξίδα καὶ μὲ τ’ ἄρμενα σχισμένα
τὸν ὡδήγησεν ἡ χείρ μου εἰς ἀκύμαντον λιμένα·
μόλις ἄρχισεν γαλήνην καὶ ἀνάπαυσιν νὰ χαίρῃ,
καὶ ἰδοὺ τῆς ἡσυχίας τὸν ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.
Νὰ τὸν γαργαλίζουν πάλιν ἄρχισαν μ’ ἀσυδοσίας,
καὶ αὐτὸς νὰ γλυκακούει ῥᾳδιούργων νουθεσίας:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Ἀξιώθηκε νὰ λάβῃ κ’ ἕνα δύο Γραμματεῖς,
οὐρανοκατεβασμένους ὡσὰν νὰ τοὺς εἶχε τις·
μὲ πτερὰ εἰς τὸ κεφάλι, μ’ ἐπωμίδας εἰς τοὺς ὤμους
ὅταν τρέχουν εἰς τοὺς δρόμους,
πὼς μ’ ἐκπροσωποῦν νομίζουν, καμαρώνουν καὶ φουσκώνουν,
καὶ μικροὶ μεγάλοι ὅλοι ὡς τὰ νέφη τοὺς ὑψώνουν:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Κάποτε τ’ αὐτὶ τεντώνω, καὶ ἀκούω τῶν ἀνθρώπων
ταὶς ἀστείαις προσευχαίς·
ἕνας ἥλιον γυρεύει, ἄλλος ἄκοπαις βροχαίς,
κι’ ἄλλος μὲ ζητεῖ τοῦ ἄλλου νὰ διαδεχθῇ τὸν τόπον·
ὁ καθεὶς ἐνώπιόν μου τὰ ἐγκλήματά του φέρει,
καὶ συνένοχόν του θέλει ὡς κ’ ἐμὲ νὰ καταφέρῃ:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Ὡς νὰ ἤμουν τύραννός του, τρέμων καὶ γονυκλιτῶς
τοὺς βωμοὺς καὶ νάρθηκάς μου μὲ τὰ δάκρυά του βρέχει·
στὴν ἑλληνικήν του γλῶσσαν, ποὺ δὲν ἐννοεῖ κι’ αὐτός,
πουρνὸ βράδυ λέγει, λέγει, καὶ τελειωμὸν δὲν ἔχει.
Δι’ ἐμὲ φωνάζει ἕνας πὼς νηστεύει ἕναν χρόνον,
καὶ πὼς ἔγεινεν ὁ ἄλλος ἀσκητὴς δι’ ἐμὲ μόνον:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Μερικοὶ μὲ μαῦρα ράσα εὐλογοῦν ἢ ἀφορίζουν
καὶ τὸν ὄχλον δεκατίζουν·
σάρκα ρυπαρὰν καὶ πάθη προσπαθοῦν νὰ μὲ φορέσουν,
κ’ ἡ καρδιά των ὅσα θέλῃ, αὐτὰ λέγουν πὼς μ’ ἀρέσουν.
Τὴν κατάρα των νὰ ἔχω ἂν ποτέ μου εἰς τ’ αὐτὶ
ὁ ἀθῷος ἐγὼ Πλάστης μυστικὰ τοὺς εἶπα τι:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».

ΑΓΓΕΛΑ ΛΥΚΙΑΡΔΟΠΟΥΛΟΥ

Μιὰ ἀπὸ τὶς ὡραιότερες φωνὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1930 ἦταν καὶ αὐτὴ τῆς Ἀγγέλας Λυκιαρδοπούλου (1914-2009), ἡ ὁποία σταδιοδρόμησε κοντὰ στὸν διάσημο Ἀργεντινὸ μαέστρο καὶ συνθέτη Eduardo Bianco, ἀκολουθῶντας τον σὲ διάφορες περιοδεῖες στὸ ἐξωτερικό.


Η «ΒΡΑΔΥΝΗ» 23/8/1938