Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

Ἰωάννης Πολέμης «Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ»

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ

Λέγει ὁ Χρυσὸς στὸ Μάρμαρο:
- Στὰ πέρατα τοῦ κόσμου
ποιός ἥλιος λάμπει ὡσὰν ἐμέ, ποιό φῶς ἔχει τὸ φῶς μου ;
Ἐγὼ τὸν κόσμο κυβερνῶ, τὴν εὐτυχία ὑφαίνω,
ποδαπατῶ τὴν ὀμορφιά, τὴν ἀσχημιὰ ὀμορφαίνω·
ἐγὼ ὁδηγῶ στὰ σκοτεινὰ τοῦ κλέφτη μου τὸ χέρι,
ἐγὼ ἀκονίζω τοῦ φονιᾶ τὸ δίκοπο μαχαίρι·
ἐγὼ ἀγοράζω τὴν τιμὴ καὶ τὴν πουλῶ στὸ δρόμο,
ἐγὼ νικῶ τὴν ἀρετή, καταπατῶ τὸ νόμο.
Περίσσιες εἶν’ οἱ χάρες μου, κι ἡ δύναμή μου μόνη
γκρεμίζει θρόνους ἀπ’ ἐδῶ, θρόνους ἐκεῖ στηλώνει...
Ἐσὺ τί κάνεις, Μάρμαρο ;
Καὶ τ’ ἀποκρίθη ἐκεῖνο:
- Ἐγὼ σὲ τάφου σκοτεινιὰ τὴ δύναμή σου κλείνω !

(ΑΛΑΒΑΣΤΡΑ 1900)

Ἀλέξανδρος Σοῦτσος «Ο ΘΕΟΣ»

Ο ΘΕΟΣ
τοῦ Ἀλεξάνδρου Σούτσου (1803-1863)
Ὁ Θεός, ἐνθρονισμένος στὸ οὐράνιον Παλάτι,
τὰς ἡνίας τῶν ἀστέρων εἰς τὰς χεῖράς του ἐκράτει·
μὲ τὸ τηλεσκόπιόν του εἶδε κάπου μακρυνὰ
καὶ τῆς μικροτάτης Γῆς μας τον πλανήτην νὰ γυρνᾷ.
Ἕνα ἕνα τοὺς λαούς της κύτταξε μὲ τὴν ἀράδα,
καὶ τὴν κεφαλήν του σείων εἶπε βλέπων τὴν Ἑλλάδα:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Πλέοντα χωρὶς πυξίδα καὶ μὲ τ’ ἄρμενα σχισμένα
τὸν ὡδήγησεν ἡ χείρ μου εἰς ἀκύμαντον λιμένα·
μόλις ἄρχισεν γαλήνην καὶ ἀνάπαυσιν νὰ χαίρῃ,
καὶ ἰδοὺ τῆς ἡσυχίας τὸν ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.
Νὰ τὸν γαργαλίζουν πάλιν ἄρχισαν μ’ ἀσυδοσίας,
καὶ αὐτὸς νὰ γλυκακούει ῥᾳδιούργων νουθεσίας:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Ἀξιώθηκε νὰ λάβῃ κ’ ἕνα δύο Γραμματεῖς,
οὐρανοκατεβασμένους ὡσὰν νὰ τοὺς εἶχε τις·
μὲ πτερὰ εἰς τὸ κεφάλι, μ’ ἐπωμίδας εἰς τοὺς ὤμους
ὅταν τρέχουν εἰς τοὺς δρόμους,
πὼς μ’ ἐκπροσωποῦν νομίζουν, καμαρώνουν καὶ φουσκώνουν,
καὶ μικροὶ μεγάλοι ὅλοι ὡς τὰ νέφη τοὺς ὑψώνουν:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Κάποτε τ’ αὐτὶ τεντώνω, καὶ ἀκούω τῶν ἀνθρώπων
ταὶς ἀστείαις προσευχαίς·
ἕνας ἥλιον γυρεύει, ἄλλος ἄκοπαις βροχαίς,
κι’ ἄλλος μὲ ζητεῖ τοῦ ἄλλου νὰ διαδεχθῇ τὸν τόπον·
ὁ καθεὶς ἐνώπιόν μου τὰ ἐγκλήματά του φέρει,
καὶ συνένοχόν του θέλει ὡς κ’ ἐμὲ νὰ καταφέρῃ:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Ὡς νὰ ἤμουν τύραννός του, τρέμων καὶ γονυκλιτῶς
τοὺς βωμοὺς καὶ νάρθηκάς μου μὲ τὰ δάκρυά του βρέχει·
στὴν ἑλληνικήν του γλῶσσαν, ποὺ δὲν ἐννοεῖ κι’ αὐτός,
πουρνὸ βράδυ λέγει, λέγει, καὶ τελειωμὸν δὲν ἔχει.
Δι’ ἐμὲ φωνάζει ἕνας πὼς νηστεύει ἕναν χρόνον,
καὶ πὼς ἔγεινεν ὁ ἄλλος ἀσκητὴς δι’ ἐμὲ μόνον:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Μερικοὶ μὲ μαῦρα ράσα εὐλογοῦν ἢ ἀφορίζουν
καὶ τὸν ὄχλον δεκατίζουν·
σάρκα ρυπαρὰν καὶ πάθη προσπαθοῦν νὰ μὲ φορέσουν,
κ’ ἡ καρδιά των ὅσα θέλῃ, αὐτὰ λέγουν πὼς μ’ ἀρέσουν.
Τὴν κατάρα των νὰ ἔχω ἂν ποτέ μου εἰς τ’ αὐτὶ
ὁ ἀθῷος ἐγὼ Πλάστης μυστικὰ τοὺς εἶπα τι:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».

ΑΓΓΕΛΑ ΛΥΚΙΑΡΔΟΠΟΥΛΟΥ

Μιὰ ἀπὸ τὶς ὡραιότερες φωνὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1930 ἦταν καὶ αὐτὴ τῆς Ἀγγέλας Λυκιαρδοπούλου (1914-2009), ἡ ὁποία σταδιοδρόμησε κοντὰ στὸν διάσημο Ἀργεντινὸ μαέστρο καὶ συνθέτη Eduardo Bianco, ἀκολουθῶντας τον σὲ διάφορες περιοδεῖες στὸ ἐξωτερικό.


Η «ΒΡΑΔΥΝΗ» 23/8/1938







Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ τοῦ Γεωργίου Ἀθάνα

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ

Ὅλα μας τὰ καράβια πίσω γυρίσανε !
Σπασμένα τὰ κατάρτια, σκισμένα τα πανιά,
ἦρθαν ἀπὸ τὴ Σμύρνη κι ἀπὸ τὰ Μουντανιά.
Φέραν τῶν Ἐκκλησιῶν μας τὰ Δισκοπότηρα,
παιδιά, γυναῖκες, γέρους – γένος Γραικῶν πολύ·
τὶς ρίζες τῆς φυλῆς μας ἀπ᾿ τὴν Ἀνατολή.
Μὰ ἕνα μικρὸ καράβι πίσω δὲ γύρισε.
Ποιούς κάβους ἀρμενίζει, ποιά πέλαγα περνᾶ
καὶ πουθενὰ δὲ βγαίνει, δὲ φθάνει πουθενά;
Χρόνια τὸ καρτεροῦμε καὶ χρόνια πέρασαν.
Δὲν τὸ εἶδε μήτε ναύτης, μήτε θαλασσαετός,
μήτ᾿ ἐρημίτης φάρος – μήτ᾿ ἄστρο τῆς νυχτός !
Τάχα νά ᾿χει βουλιάξει; Τάχα νὰ στοίχειωσε;
Δὲν θὰ ξανάρθει τάχα στὴν πατρική του ἀκτή;
Ὠιμέ ! κ᾿ ἔχει φορτώσει τὸ πιὸ ἀκριβὸ φορτί...
Ὅλα τὰ χάσαμε, ὅλα ! Καὶ μόνο φόρτωσε
τὸ πιὸ στερνὸ καράβι τὴν ὥρα τοῦ χαμοῦ
φόρτωσε τὴν ἐλπίδα τοῦ ξαναγυρισμοῦ.
Ἔλα μικρὸ καράβι, ἔλα ξεφόρτωσε !
Δῶσ᾿μας τὸ θησαυρό σου - κι ἄνοιξε τὰ πανιὰ
ὁλόϊσια γιὰ τὴ Σμύρνη καὶ γιὰ τὰ Μουντανιά !
----
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣ (1893-1987)

ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ - Κόλαση (ἀπόσπασμα)

1. «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄγουσα εἰς τὴν ἀλγοῦσαν πόλιν·
ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄγουσα εἰς τὸ αἰώνιον ἄλγος·
ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄγουσα πρὸς τοὺς ἀπολωλότας.
2. Δικαιοσύνη κίνησε τὸν ὑψηλόν μου κτίστην·
κτισμένη μ’ ἔχει τοῦ Θεοῦ ἡ παντοδυναμία,
ὁ ἔρως ὁ πρωτογενὴς κι’ ἡ ἔπακρος σοφία.
3. Ἐμοῦ δὲ προγενέστερα δὲν ἦσαν πλάσματ’ ἄλλα
ἢ τὰ αἰώνια· καὶ ’γὼ εἰς τοὺς αἰῶνας μένω·
ἀφήσατ’, ὦ ἐμβαίνοντες, πᾶσαν ἐλπίδα πλέον.»
4. Τούτους μὲ χρῶμα σκοτεινὸν τοὺς λόγους ἐπιγράπτους
εἰς πύλης εἶδα κορυφήν, καὶ διὰ τοῦτο εἶπα,
- Διδάσκαλε, μοῦ φαίνεται τραχὺ τὸ νόημά των.
5. Κ’ ἐκεῖνος μοῦ ἀπήντησεν ὡς ἄνθρωπος εἰδήμων.
- «Ἐνταῦθα πᾶσαν πρέπει τις ὑπόνοιαν ν’ ἀφήσῃ,
πᾶσαν δειλίαν χρεωστεῖ ἐδῶ νὰ καταπνίξῃ.
6. Ἐπὶ τοῦ τόπου ἤλθομεν ἐκεῖ ὅπου σὲ εἶπα,
ὅτι θὰ ἴδῃς τῶν ψυχῶν τὰ τεθλιμμένα πλήθη,
αἵτινες ἔχουν τἀγαθὸν τῆς γνώσεως χαμένον.»
7. Κατόπιν μὲ τὴν χεῖρά του λαβὼν τὴν ἰδικήν μου,
καὶ μὲ φαιδρὸν τὸ πρόσωπον, ἐξ οὗ ἐνεθαῤῥύθην,
τὰ πράγματα τἀπόκρυφα μ’ εἰσήγαγε νὰ ἴδω.
8. Ἐκεῖ κλαυθμοὶ καὶ στεναγμοὶ κι’ ὀλολυγμοὶ μεγάλοι
ἀντήχουν διερχόμενοι τὸν ἄναστρον ἀέρα,
καὶ διὰ τοῦτο κατ’ ἀρχὰς τὰ δάκρυα μ’ ἐπῆραν.
9. Γλῶσσαι λαῶν παντοδαπῶν, φρικώδεις ὁμιλίαι,
ὀδύνης λόγοι γοεροί, ὀργῆς φωναὶ ὀξεῖαι,
κραυγαὶ μεγάλαι καὶ βραχναί, χειρῶν πρὸς τούτοις κτύποι
10. συναπετέλουν θόρυβον, στρεφόμενον ἀπαύστως
εἰς τοῦτον τὸν αἰώνια κατάμαυρον ἀέρα,
ὡς ἄμμος ὅταν στρόβιλος ἀνέμου περιπνέῃ.
11. Κ’ ἐγὼ μὲ φρίκην γύρωθεν τὴν κεφαλὴν ζωσμένος
- Διδάσκαλ’, εἶπα, τί ν’ αὐτὸ π’ ἀκούω ; τ’ εἶν’ ἐκεῖνοι
ποὺ ἐκ τοὺ πόνου φαίνονται τοσοῦτον δαμασμένοι ;»
12. Κ’ ἐκεῖνος - Ταύτην τὴν οἰκτράν, μοὶ ἀπεκρίθη, τύχην
ἔχουν αἱ ἄθλιαι ψυχαὶ ἐκείνων ὅσοι βίον
ἄνευ ἐπαίνου ἔζησαν καὶ ἄνευ ἀτιμίας.
15. Ἀνάμικτοι μὲ τὴν δεινὴν χορείαν τῶν Ἀγγέλων
ἐκείνων εἶναι, οἵτινες οὔτε ἀντάρται ἦσαν,
οὔτε πιστοὶ εἰς τὸν Θεόν, ἀλλ’ ἦσαν κατ’ ἰδίαν.
14. Τοὺς ἔξωσεν ὁ οὐρανὸς νὰ μὴν τὸν ἀσχημίζουν·
οὔτε ἀκόμη κι’ ὁ βαθὺς τοὺς παραδέχετ’ Ἄδης.
Μήπως κατά τι δι’ αὐτοὺς καυχῶνται οἱ κακοῦργοι.»
15. Εἶπον δ’ ἐγὼ - Διδάσκαλε τί μέγα βάρος ἔχουν,
ὥστε τοσοῦτον δυνατὰ τοὺς κάμνει νὰ θρηνῶσι ;
Καὶ ἀπεκρίθη· - Σύντομα πολὺ θὰ σὲ τὸ εἴπω.
16. Αὐτοὶ δὲν ἔχουν παντελῶς ἐλπίδα ν’ ἀποθάνουν,
καὶ τόσον εἶναι ταπεινὸς ὁ ἀφανής των βίος,
ὥστε ὁποιανδήποτε φθονοῦσιν ἄλλην τύχην.
17. Μνήμη αὐτῶν δὲν συγχωρεῖ ὁ κόσμος νὰ ὑπάρχῃ·
ὁ οἶκτος τοὺς περιφρονεῖ καὶ ἡ δικαιοσύνη,
ἂς μὴ τοὺς ἀναφέρωμεν· ἀλλ’ ἴδε καὶ παρέρχου.»
[...]
-----
Δάντης Ἀλιγκέρι (Φλωρεντία 1265- Ραβέννα 1321)
«Θεία Κωμωδία»
Ἄδης, ἄσμα 3ον (ἀπόσπασμα)
Μετάφρασις Γεωργίου Ἐμμ. Ἀντωνιάδου (1833-1895)

 «Δάντης καὶ Βιργίλιος» τοῦ Gustave Doré (1832-1883)

ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ τοῦ Ρώμου Φιλύρα

ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ

Σαρωνικέ, τὸ κῦμα σου κουφάλες βαθουλώνει,
στὶς γραφικές σου ἀκρογιαλιές, σὲ θόλους μουραγιῶν,
στὶς δαντελλένιες γλῶσσες των, ὁ ἀφρός του ξεφαντώνει
μόλις μπλάβο τὸ χρῶμα σου ξαλλάζει στὸ κραγιόν.
Ξεμπουνατσάρει ὁ ρούφουλας καὶ μὲς στὰ νύχτια σκότη,
μπουράσκα δέρνει σύβαθα καὶ ρεύει τὰ καδιὰ
τῆς τράτας καὶ τὰ σύνεργα τοῦ καϊκιοῦ στὴν πρώτη
καὶ τὴν στερνή, ἀνώφελη θαλασσινὴν εὐδειά.
Βαρκοῦλες κι’ ἀνεμότρατες, καΐκια, τρεχαντήρια
μὲς στὴ γαλήνη, ποὺ τὸ φῶς, μεσημερνὴ γιορτή,
πλούσιο σκορπιέται ὁλόγυρα στὰ πρῶτα παραθύρια,
ἀναγαλλιάζουν τὰ νερὰ σὲ σπιθωσιὰ ρευστή.
Μονόξυλα, ἀβοήθητα κι’ οἱ τράτες, παραγάδια
ρίχνουν καὶ σέρνουν στὴ στεριὰ σὲ λάμψεις χαλικιῶν
ἀπ’ τὴν Καστέλλα, ὣς τῆς γλαυκῆς καὶ γλαφυρῆς τὰ χάδια
τῆς Φρεαττύδας τὰ γλυπτὰ βραχάκια, τὸν γιαλόν.
Φάληρα, ξέφωτα κι’ ἀκτές, οἱ Φλέβες ἀντικρὺ
καὶ τὰ δυὸ ξέχυλα νησιὰ ἡ Αἴγινα κι’ ὁ Πόρος,
Ἅγιος Κοσμᾶς, ἡ Βάρκιζα κι’ ἡ Βοῦλα σου ἡ μικρή,
δαντελλωτὸς καὶ στρογγυλός, πλατὺς ὅλος ὁ χῶρος.
Κι’ ἀπ’ τὰ κοχύλια σου ὣς τὸ φῶς, τὴν ἴσια σου γραμμή,
κόλπε γλαυκέ, κι’ ὁ κάβουρας κι’ ἡ μέδουσα στὸ φύκι
καλοκαιρνὴ ξεφάντωσι στὸ κῦμα σου ἡ συρμὴ
σὰν ἅπλωμα βαλσαμικὸ στὰ πορφυρᾶ σου μήκη.

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ (1898-1942)
(Ἀκουαρέλλες τοῦ Αἰγαίου)

ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ τοῦ Ἱωάννη Πολέμη

ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ

-Βασίλισσα μέσ’ στὶς μαρμαροστῆθες
τὶς Ἀμαζόνες, πάνοπλη, ποῦ τρέχεις
ὁρμητικὰ καὶ κρατημὸ δὲν ἔχεις ;
Φωτιὲς ἀνάβουν τῶν ματιῶν σου οἱ σπίθες.
-Τῆς Θέτιδος ὁ γυιός, μὲ λύσσα τόση,
τῆς Ἑκάβης τὸ γυιό, τῶν Τρώων τὸ χάρμα,
τὸν ἔσυρε νεκρὸ πίσω ἀπὸ τ’ ἅρμα,
τοῦ Πατρόκλου τὸ φόνο νὰ πληρώσῃ.
»Τοὺς σπαραγμοὺς ἀκούοντας καὶ τοὺς θρήνους,
ἦρθα τῆς Ἀνδρομάχης ἐκδικήτρα·
μηδὲ ψηφῶ τοῦ κόρφου μου τὰ κίτρα,
τῆς ὄψης μου τὰ ρόδα καὶ τοὺς κρίνους.
»Ἀτρόμητη στὴν ἄγρια μάχη μπαίνω
τὴ φονική, λογιάζοντας νὰ σύρω
τὸν Ἀχιλλέα νεκρὸ στὰ τείχη γύρω,
ἀπ’ τὴν οὐρὰ τοῦ ἀλόγου μου δεμένο.»
Πέρ’ ἀπ’ τὸν κάμπο ὁ Ἀχιλλεὺς τὴ βλέπει
γελῶντας· καὶ τραντάζοντας τὸ δόρυ :
- Κι’ ἂν εἶσαι ἡ παινεμένη τοῦ Ἄρεως κόρη,
μόνον ἀδράχτι κι’ ἀργαλειὸς σοῦ πρέπει.
Εἶπε, κι’ ὁρμάει μὲ μιᾶς· καὶ πρὶν ἀκόμα
φτάσουν τὰ λόγια φτερωτὰ στ’ αὐτιά της,
ἔφτασε τὸ κοντάρι του. Ἡ ματιά της
ἔσβυσε, καὶ σωριάζεται στὸ χῶμα.
Σκύβει, τὴν ὀμορφιά της ἀντικρύζει
ποὺ ἡ Ἀφροδίτη, γιὰ νὰ τὸν πικράνῃ,
μὲ τὴ γλυκειὰ δροσιὰ τὴν εἶχε ράνει
τοῦ ἱμέρου. Κι’ ὁ ἀδάκρυτος δακρύζει.
-Ἂς ἤτανε γραφτὸ νὰ πάρω πίσω
τὸ φονικὸ κοντάρισμα ! Ἂς μποροῦσα,
ὀμορφοφρύδα κι’ ὀμορφομαλλοῦσα,
μ’ ἀγάπη ἐρωτικὴ νὰ σ’ ἀναστήσω.

(ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ) 
Ἰωάννης Πολέμης (1862-1924)

«Ἀχιλλεὺς καὶ Πενθεσίλεια»  τοῦ Bertel Thorvaldsen (Δανία 1770-1844)