Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ τοῦ Ρώμου Φιλύρα

ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ

Σαρωνικέ, τὸ κῦμα σου κουφάλες βαθουλώνει,
στὶς γραφικές σου ἀκρογιαλιές, σὲ θόλους μουραγιῶν,
στὶς δαντελλένιες γλῶσσες των, ὁ ἀφρός του ξεφαντώνει
μόλις μπλάβο τὸ χρῶμα σου ξαλλάζει στὸ κραγιόν.
Ξεμπουνατσάρει ὁ ρούφουλας καὶ μὲς στὰ νύχτια σκότη,
μπουράσκα δέρνει σύβαθα καὶ ρεύει τὰ καδιὰ
τῆς τράτας καὶ τὰ σύνεργα τοῦ καϊκιοῦ στὴν πρώτη
καὶ τὴν στερνή, ἀνώφελη θαλασσινὴν εὐδειά.
Βαρκοῦλες κι’ ἀνεμότρατες, καΐκια, τρεχαντήρια
μὲς στὴ γαλήνη, ποὺ τὸ φῶς, μεσημερνὴ γιορτή,
πλούσιο σκορπιέται ὁλόγυρα στὰ πρῶτα παραθύρια,
ἀναγαλλιάζουν τὰ νερὰ σὲ σπιθωσιὰ ρευστή.
Μονόξυλα, ἀβοήθητα κι’ οἱ τράτες, παραγάδια
ρίχνουν καὶ σέρνουν στὴ στεριὰ σὲ λάμψεις χαλικιῶν
ἀπ’ τὴν Καστέλλα, ὣς τῆς γλαυκῆς καὶ γλαφυρῆς τὰ χάδια
τῆς Φρεαττύδας τὰ γλυπτὰ βραχάκια, τὸν γιαλόν.
Φάληρα, ξέφωτα κι’ ἀκτές, οἱ Φλέβες ἀντικρὺ
καὶ τὰ δυὸ ξέχυλα νησιὰ ἡ Αἴγινα κι’ ὁ Πόρος,
Ἅγιος Κοσμᾶς, ἡ Βάρκιζα κι’ ἡ Βοῦλα σου ἡ μικρή,
δαντελλωτὸς καὶ στρογγυλός, πλατὺς ὅλος ὁ χῶρος.
Κι’ ἀπ’ τὰ κοχύλια σου ὣς τὸ φῶς, τὴν ἴσια σου γραμμή,
κόλπε γλαυκέ, κι’ ὁ κάβουρας κι’ ἡ μέδουσα στὸ φύκι
καλοκαιρνὴ ξεφάντωσι στὸ κῦμα σου ἡ συρμὴ
σὰν ἅπλωμα βαλσαμικὸ στὰ πορφυρᾶ σου μήκη.

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ (1898-1942)
(Ἀκουαρέλλες τοῦ Αἰγαίου)

ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ τοῦ Ἱωάννη Πολέμη

ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ

-Βασίλισσα μέσ’ στὶς μαρμαροστῆθες
τὶς Ἀμαζόνες, πάνοπλη, ποῦ τρέχεις
ὁρμητικὰ καὶ κρατημὸ δὲν ἔχεις ;
Φωτιὲς ἀνάβουν τῶν ματιῶν σου οἱ σπίθες.
-Τῆς Θέτιδος ὁ γυιός, μὲ λύσσα τόση,
τῆς Ἑκάβης τὸ γυιό, τῶν Τρώων τὸ χάρμα,
τὸν ἔσυρε νεκρὸ πίσω ἀπὸ τ’ ἅρμα,
τοῦ Πατρόκλου τὸ φόνο νὰ πληρώσῃ.
»Τοὺς σπαραγμοὺς ἀκούοντας καὶ τοὺς θρήνους,
ἦρθα τῆς Ἀνδρομάχης ἐκδικήτρα·
μηδὲ ψηφῶ τοῦ κόρφου μου τὰ κίτρα,
τῆς ὄψης μου τὰ ρόδα καὶ τοὺς κρίνους.
»Ἀτρόμητη στὴν ἄγρια μάχη μπαίνω
τὴ φονική, λογιάζοντας νὰ σύρω
τὸν Ἀχιλλέα νεκρὸ στὰ τείχη γύρω,
ἀπ’ τὴν οὐρὰ τοῦ ἀλόγου μου δεμένο.»
Πέρ’ ἀπ’ τὸν κάμπο ὁ Ἀχιλλεὺς τὴ βλέπει
γελῶντας· καὶ τραντάζοντας τὸ δόρυ :
- Κι’ ἂν εἶσαι ἡ παινεμένη τοῦ Ἄρεως κόρη,
μόνον ἀδράχτι κι’ ἀργαλειὸς σοῦ πρέπει.
Εἶπε, κι’ ὁρμάει μὲ μιᾶς· καὶ πρὶν ἀκόμα
φτάσουν τὰ λόγια φτερωτὰ στ’ αὐτιά της,
ἔφτασε τὸ κοντάρι του. Ἡ ματιά της
ἔσβυσε, καὶ σωριάζεται στὸ χῶμα.
Σκύβει, τὴν ὀμορφιά της ἀντικρύζει
ποὺ ἡ Ἀφροδίτη, γιὰ νὰ τὸν πικράνῃ,
μὲ τὴ γλυκειὰ δροσιὰ τὴν εἶχε ράνει
τοῦ ἱμέρου. Κι’ ὁ ἀδάκρυτος δακρύζει.
-Ἂς ἤτανε γραφτὸ νὰ πάρω πίσω
τὸ φονικὸ κοντάρισμα ! Ἂς μποροῦσα,
ὀμορφοφρύδα κι’ ὀμορφομαλλοῦσα,
μ’ ἀγάπη ἐρωτικὴ νὰ σ’ ἀναστήσω.

(ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ) 
Ἰωάννης Πολέμης (1862-1924)

«Ἀχιλλεὺς καὶ Πενθεσίλεια»  τοῦ Bertel Thorvaldsen (Δανία 1770-1844)


ΟΝΕΙΡΟ τοῦ Μιλτιάδη Μαλακάση

ΟΝΕΙΡΟ τοῦ Μιλτιάδη Μαλακάση (1869-1943)

ΣΕ μιὰ λεῦκα θὰ γύρω ἀπὸ κάτου
Μὲ μισόκλειστα μάτια, κ᾿ ἐκεῖ
Σ᾿ ἀερένια θὰ πιῶ μουσική,
Τὴ χαρὰ τοῦ θανάτου.
Κ᾿ ἡ ψυχή μου σὰ μέσ᾿ σὲ τοπάζι
Θὰ περνᾷ καὶ παλμοὶ θεϊκοὶ
Θὰ τὴ φέρνουν φεγγόβολη ἐκεῖ,
Ποὺ ποτὲ δὲ βραδιάζει.

ΤΟ ΤΕΜΠΛΟ ΤΗΣ ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑΣ


Τὸ τέμπλο τοῦ Ι.Ν. Παντανάσσης Πατρῶν κατασκευάστηκε τὸ 1879 ἀπὸ πεντελικὸ μάρμαρο. Τὸ σχέδιό του ἐκπονήθηκε ἀπὸ τὸν μηχανικὸ Σπυρίδωνα Τζέντζο, ὁ ὁποῖος -σύμφωνα μὲ τὶς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς- συνδύασε «λίαν ἐπιτυχῶς τὸν Βυζαντινὸν ῥυθμὸν καὶ τὸν Ἑλληνικόν». Τὸ σχέδιό του ὑλοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Τήνιο γλύπτη Βερνάρδο Σκαλκῶτο καὶ τοὺς βοηθούς του. Οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς εἰκόνες του φιλοτεχνήθηκαν ἀπὸ τὸν ἀξιόλογο ζωγράφο Σπυρίδωνα Χατζηγιαννόπουλο (1820-1905), ποὺ -ὅπως γράφει ὁ ἴδιος- προσκλήθηκε στὴν Πάτρα ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους τοῦ ναοῦ «τῇ συστάσει τοῦ διασήμου ζωγράφου Γύζη καὶ τοῦ Κ. Λ. Καυταντζόγλου, διευθυντοῦ τοῦ Πολυτεχνείου». 
--------
*Οἱ πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὴν διατριβὴ «Ἀκαδημαϊκὲς τάσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωγραφικῆς στὴν Ἑλλάδα κατὰ τὸν 19 αἰῶνα» τοῦ Νικολάου Γραίκου (σελ. 171 κ.ἕ. Θεσσαλονίκη 2011).
*Ἡ φωτογράφηση ἔγινε ἐξ ἰδίων.







Η ΦΩΝΗΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ καὶ τὸ ΛΑΤΙΝΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ

Τὰ γκρήκλις (greeklish) δὲν εἶναι τωρινὸ φαινόμενο, ἔχουν τὴ δική τους προϊστορία. Δὲν θὰ ἀσχοληθούμε ὅμως μὲ τὰ «φραγκοχιώτικα» ἢ «φραγκολεβαντίνικα», ἀλλὰ μὲ τὴν προσπάθεια διαφόρων γνωστῶν καὶ λιγότερο γνωστῶν λογίων τοῦ Μεσοπολέμου νὰ μᾶς πείσουν ὅτι ἡ υἱοθέτηση τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου θὰ ἦταν πρὸς τὸ συμφέρον μας, ἐπειδὴ ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ καταπολεμηθεῖ πολὺ εὔκολα ἡ ἀγραμματοσύνη, ἀφοῦ ἡ ἐκμάθηση τῆς γλώσσας θὰ ἦταν λιγότρο χρονοβόρα. Βέβαια γιὰ γίνει κάτι τέτοιο ἔπρεπε πρῶτα νὰ καταργηθεῖ ἡ ὀρθογραφία, νὰ ἐφαρμοστεῖ δηλαδὴ ἡ φωνητικὴ γραφή.
Ὁ δημοτικισμός, ἄσχετα μὲ τὴν προπαγάνδα ποὺ ἔχει ἐπικρατήσει σήμερα, δὲν ἦταν τόσο ἁγνός ὅσο φαίνεται ἢ ὅσο παρουσιάζεται. Συχνὰ ἔφτανε σὲ πρωτοφανεῖς ἀκρότητες (Ψυχάρης, Πάλλης), ποὺ ξεσήκωναν τὴ δικαιολογημένη ἀντίδραση τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς καθαρεύουσας, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ κάποιων μετριοπαθέστερων δημοτικιστῶν. 
Λίγο οἱ γλωσσικὲς μεταρρυθμίσεις τοῦ Κεμὰλ (1928) καὶ τὸ μικρόβιο τοῦ πιθικισμοῦ καὶ τῆς ξενομανίας ποὺ μᾶς κατατρώει, λίγο οἱ διάφορες ὕποπτες ἀντιλήψεις τῶν ξένων γλωσσολόγων ποὺ καταπίνονταν ἀμάσητες, λίγο οἱ «προοδευτικὲς» πολιτικές τους πεποιθήσεις καὶ δὲν ξέρω τί ἄλλο... ἔκαναν ὁρισμένους νὰ ὑποστηρίξουν φρικαλέα πράγματα. Στὴν δεκαετία τοῦ 1920 κάποιοι δημοτικιστὲς ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ ἐπιχειρηματολογοῦν ὑπὲρ τῆς φωνητικῆς γραφῆς (τῆς πλήρους δηλαδὴ κατάργησης τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας), καθὼς καὶ τῆς υἱοθέτησης τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου. 
Οἱ σημαντικότεροι δημοτικιστὲς ποὺ ὑποστήριζαν τὴ φωνητικὴ γραφὴ καὶ τὴν υἱοθέτηση τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου ἦσαν οἱ ἀκόλουθοι: 

Μένος Φιλήντας (λογοτέχνης - γλωσσολόγος),
Δημήτρης Γληνός (φιλόλογος - συγγραφέας - πολιτικός), 
Γιάννης Σιδέρης (ὁ ἱστορικὸς τοῦ θεάτρου),
Φῶτος Γιοφύλλης (ποιητὴς καὶ δημοσιογράφος),
Νῖκος Χατζηδάκης (μαθηματικός - καθηγητὴς Παν/μίου Ἀθηνῶν, λογοτέχνης),
Κώστας Προυσής (Κύπριος φιλόλογος - συγγραφέας),
Κώστας Καρθαῖος (ποιητής - μεταφραστής), 
Γιάννης Μπενέκος (λογοτέχνης)

Τὸ περιοδικὸ τοῦ Φώτου Γιοφύλλη «ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ» καθ᾿ ὅλη τὴ σύντομη διάρκεια τῆς κυκλοφορίας του φιλοξένησε τὶς ἀπόψεις τους.


Ἂς δοῦμε συνοπτικὰ μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀπόψεις, μὲ πρώτη αὐτὴ τοῦ γνωστότερου τῆς ὁμάδας, τοῦ Δημήτρη Γληνοῦ (1882-1943) : 


Ὁ Φιλήντας διὰ χειρὸς Φώτη Κόντογλου : «ΓΛΩΣΣΑΜΗΝΤΟΡΩΝ ΦΟΒΗΤΡΟΝ»


Ὁ Μικρασιάτης Μένος Φιλήντας (1870-1934) δὲν διστάζει νὰ ἐφαρμόσει καὶ στὴν πράξη τὶς ἀπόψεις του: 



Μάλιστα σὲ ἄλλο ἀρθρο του θεωρεῖ πὼς ἡ υἱοθέτηση τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου θὰ εἶχε καὶ οἰκονομικὸ ὄφελος :



Ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ Φώτου Γιοφύλλη, αὐτῆς τῆς περίεργης καὶ ἀλλοπρόσαλλης φυσιογνωμίας, ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἱστορικὴ ἀνασκόπηση ποὺ κάνει γιὰ νὰ μᾶς πεῖ ἀπὸ πότε πρωτοσυναντοῦμε ἑλληνικὰ κείμενα γραμμένα μὲ τὸ λατινικό ἀλφάβητο. Μαθαίνουμε ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος Πάλλης, μολονότι πρῶτος προπαγανδιστὴς τῆς ίδέας περὶ λατινικοῦ ἀλφαβήτου, κρατᾷ πλέον ἀποστάσεις ἀπὸ τὸ ἐγχείρημα τῶν συνεργατῶν τῆς «ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΣ». 



Ὁ Κώστας Καρθαῖος μᾶς μιλάει γιὰ τοὺς πολυάριθμους θιασώτες τῆς ἰδέας, προσωπικότητες τῆς πνευματικῆς ἀφρόκρεμας τῆς χώρας, ὅπως οἱ Ν. Χατζηδάκης, Μ. Φιλήντας, Δ. Γληνός, Μίλτος Κουντουρᾶς, Ἡρακλῆς Ἀποστολίδης, Γιάννης Σιδέρης, Φῶτος Γιοφύλλης καὶ ὁ Γάλλος ἑλληνιστὴς Louis Russel.


Παρακάτω μᾶς παρουσιάζει συνοπτικὰ τὰ «εὐεργετικὰ ἐπακόλουθα» τῆς μεταγραφῆς τῆς Νέας Ἑλληνικῆς στὸ λατινικὸ ἀλφάβητο. 


  

* Ὁλόκληρα τὰ ἄρθρα μπορεῖ νὰ τὰ διαβάσει κάποιος στὸ σχετικὸ βιβλίο ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1980 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις ΚΑΛΒΟΣ http://e-library.iep.edu.gr/iep/collection/browse/item.html?code=05-00153&tab=01


* * * *

Μολονότι δὲν εἶναι γνωστό, ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς, ὅταν τὸ 1974 ἐπέστρεψε  στὴν Ἑλλάδα, λέγεται ὅτι ἀποπειράθηκε νὰ καθιερώσει τὴ φωνητικὴ γραφὴ καὶ τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο, ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀντίδραση τοῦ τότε Ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ, Κωνσταντίνου Τσάτσου, καὶ τοῦ Εὐάγγελου Παπανούτσου δὲν τὸ πέτυχε ἢ μᾶλλον, μὲ τις μεταρρυθμίσεις τοῦ 1976 καὶ 1982, ἔγιναν μόνο τὰ πρῶτα βήματα... Τὸ μέλλον θὰ δείξει...

Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ἀπόσπασμα ἄρθρου τοῦ Σταύρου Ψυχάρη ποὺ δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» στὶς 25/7/1999. Οἱ ὑπογραμμίσεις εἶναι δικές μας. 

«Την πρώτη φορά η κρίση ξέσπασε σε μια συνάντηση του Καραμανλή με τον Κ. Τσάτσο (προτού γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν υπουργός Πολιτισμού) και τον αείμνηστο Ευάγγελο Παπανούτσο. Τους είχε καλέσει ο τότε πρωθυπουργός στο γραφείο του για να συζητήσουν θέματα της Παιδείας. Σε μια στιγμή ο Καραμανλής τους είπε ότι θα έπρεπε κάποια στιγμή να σκεφθούν το ενδεχόμενο να συνδυασθεί το ελληνικό αλφάβητο με το λατινικό, να εξετασθεί ακόμη και το θέμα της φωνητικής γραφής.
Σαν ελατήρια πετάχτηκαν επάνω οι δύο συνομιλητές του Καραμανλή. «Δεν πίστευα στα αφτιά μου!» θα αφηγηθεί αρκετά χρόνια αργότερα ο Κ. Τσάτσος... Οπωσδήποτε οι δύο συνομιλητές του τότε πρωθυπουργού δήλωσαν ότι παραιτούνται κλπ., κλπ. και ο Καραμανλής απέσυρε το θέμα.
Λίγα χρόνια αργότερα ο Καραμανλής έδωσε το πράσινο φως για την κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων (κάτι που τελικώς υλοποίησε αρκετά αργότερα η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου). Ο τότε αρμόδιος υπουργός Παιδείας, συντηρητικός και κατά τινας άτομο οπισθοδρομικό, δεν τολμούσε να διαφωνήσει ανοιχτά με τον Καραμανλή, φοβούμενος την απόλυσή του από την κυβέρνηση. Για τον λόγο αυτό, όπως ο ίδιος ο Καραμανλής έχει αφηγηθεί, ο οπισθοδρομικός αυτός υπουργός ειδοποίησε τον Κ. Τσάτσο, που είχε ήδη γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο Κ. Τσάτσος έσπευσε να τηλεφωνήσει στον Π. Μολυβιάτη, ζητώντας του να πει στον πρωθυπουργό ότι ήταν έτοιμος να υποβάλει την... παραίτησή του αν η Κυβέρνηση Καραμανλή προχωρούσε στην κατάργηση των τόνων...»





Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

Ο ΓΚΙΩΝΗΣ τοῦ Γ. Δροσίνη

Ὁ ποιητὴς Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951) ἀξιοποιῶντας μιὰ λαϊκὴ παράδοση τῆς Αἰτωλίας γιὰ τὸ πουλὶ τῆς νύχτας, τὸν γκιώνη, ἔγραψε τὸ παρακάτω ποίημα, ποὺ συμπεριελήφθη στὴν τρίτη του ποιητικὴ συλλογὴ «Εἰδύλλια» (1884).


Ο ΓΚΙΩΝΗΣ

(Αἰτωλικὴ παράδοσις)



Ἦταν δύο ἀδέλφια πάντ᾿ ἀγαπημένα,
Πρόβατα ᾿βοσκοῦσαν ᾿ς ἄρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λὲν τὸν ἕνα,
Δῆμο λὲν τὸν ἄλλο.

Κἄποτε ὁ Γκιώνης δυὸ ἀρνάδες χάνει·
Ψάχνει, δὲν τὶς βρίσκει, τριγυρνᾷ, καὶ κλαίει,
Ἔρχεται στὴ στάνη
Τ᾿ ἀδελφοῦ τὸ λέει.

Βρέθηκε κι᾿ ἐκεῖνος ’ς τὴν κακή του ὥρα·
Ἄδικα χολιάζει, σὰν θεριὸ θυμώνει,
Τὸ μαχαίρι, φόρα !...
Καὶ τόνε σκοτώνει.

Οἱ ἀρνάδες ἦρθαν ’ς κοπάδι πάλι
Κι’ ὁ φονιᾶς τῂς βλέπει, στέκεται κλαμμένος,
Γέρνει τὸ κεφάλι
Μετανοημένος.

Κι’ ὁ Θεὸς τὸν εἶδε ποὺ χτυπᾷ τὰ στήθη,
Κλαίει νύχτα μέρα, θέλει νὰ πεθάνῃ,
Καὶ τὸν ἐλυπήθη
Καὶ πουλὶ τὸν κάνει.

Καὶ γι’ αὐτὸ τὸ βράδυ, ἅμα σκοτεινιάζῃ
Τὸ πουλὶ θλιμμένο ᾿ς στὸ δεντρὶ κλαρώνει
Κι᾿ ὅλη νύχτα κράζει :
Γκιώνη, Γκιώνη, Γκιώνη !


                                    (διατηρήθηκε ἡ ὀρθογραφία τῆς ἐποχῆς)



Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Ο ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗ ΤΗΣ JOHANNA KINKEL

Μάρκος Μπότσαρης ὑπῆρξε -ὄχι ἄδικα- ὁ πιὸ διάσημος ἥρωας τοῦ 1821 παγκοσμίως. Ἐνέπνευσε πολλοὺς Ἕλληνες ἀλλὰ καὶ ξένους καλλιτέχνες (ποιητές, δραματουργούς, ζωγράφους, γλύπτες, μουσουργούς). Στὸ Παρίσι μάλιστα ὑπάρχει σταθμὸς τοῦ μετρὸ μὲ τὸ ὄνομά του (Botzaris).

Ἡ Γερμανίδα συνθέτρια καὶ συγγραφέας Johanna Kinkel (Matthieux ἀπὸ τὸν πρῶτο της γάμο, 1810-1858) συνέθεσε γιὰ τὸν Μπότσαρη ἕναν ὕμνο («Hymne auf den Tob des Marco Botzaris»), μὲ συνοδεία πιάνου ἢ κιθάρας σὲ ἑλληνικοὺς καὶ γερμανικοὺς στίχους. Οἱ γερμανικοὶ στίχοι (Männer von Hellas, klagt um den Heroen Botzaris…) γράφτηκαν από τὸν δεύτερο σύζυγό της, ποιητή Gottfried Kinkel. Οἱ ἑλληνικοὶ στίχοι φέρονται ὡς δημοτικοί, μολονότι ἀνήκουν στὸν Παναγιώτη Τσοπανᾶκο*. Τὴν παρτιτούρα τοῦ τραγουδιοῦ, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1845 στὴν Κολωνία, τὴν ἐντόπισα στὴν περίφημη Βιβλιοθήκη τοῦ Μονάχου (https://www.bsb-muenchen.de/en/).

Οἱ ἑλληνικοὶ στίχοι ἔχουν ὡς ἐξῆς:


1.
Ἕλληνες, κλαύσωμεν ἄνδρα γενναῖον,
τὸν Μάρκον Βότζαρην, ἥρωα νέον·
οὗτος ἀπέθανεν
ὑπὲρ ἡμῶν.

2.
Τοῦτον τὸν ἥρωα ἂς μιμηθῶμεν,
ἂν τὴν ἐλευθερίαν μας ὄντως ποθῶμεν
καὶ τέλει θραύσομεν
ἐχθροὺς ἡμῶν.

3.
Τούρκοι σκληρότατοι, ἂν κ’ ἐφονεύθη
ὁ Μάρκος Βότζαρης, δὲν λιγοστεύθη
ἡ ἐναντίον σας
Ἑλλήνων ὁρμή.

4.
Ἥρωα Βότζαρη, ἤπείρου θαῦμα,
ς ὅλους τοὺς Ἕλληνας ἄφησες τραῦμα,
σῶμα σου ’χάσαμεν
κοὐκ ἀρετάς.

5.
Ὕπαγ’, ἀθάνατε, ’ς τὰς οὐρανίους
σκηνὰς τοῦ πλάστου μας τὰς αἰωνίους,
καὶ δέου πάντοτε
ὑπὲρ ἡμῶν.


Ἡ τελευταία στροφὴ εἶναι μιὰ συγκινητικὴ ἱκεσία πρὸς τὸν «ἐθνομάρτυρα» Μάρκο Μπότσαρη, τώρα ποὺ βρίσκεται στὸν οὐρανό, νὰ μεσιτέψει στὸν Θεὸ ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας.

----------
* Παναγιώτου Τσοπανάκου Δημητσανίτου «ΑΣΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΡΙΑ», 1838

Γιοχάννα Κίνκελ



Η ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ 


Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ 
(τὴν ἀκοῦτε)




Μ. Χ.