Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

Ἰωάννης Πολέμης «Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ»

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ

Λέγει ὁ Χρυσὸς στὸ Μάρμαρο:
- Στὰ πέρατα τοῦ κόσμου
ποιός ἥλιος λάμπει ὡσὰν ἐμέ, ποιό φῶς ἔχει τὸ φῶς μου ;
Ἐγὼ τὸν κόσμο κυβερνῶ, τὴν εὐτυχία ὑφαίνω,
ποδαπατῶ τὴν ὀμορφιά, τὴν ἀσχημιὰ ὀμορφαίνω·
ἐγὼ ὁδηγῶ στὰ σκοτεινὰ τοῦ κλέφτη μου τὸ χέρι,
ἐγὼ ἀκονίζω τοῦ φονιᾶ τὸ δίκοπο μαχαίρι·
ἐγὼ ἀγοράζω τὴν τιμὴ καὶ τὴν πουλῶ στὸ δρόμο,
ἐγὼ νικῶ τὴν ἀρετή, καταπατῶ τὸ νόμο.
Περίσσιες εἶν’ οἱ χάρες μου, κι ἡ δύναμή μου μόνη
γκρεμίζει θρόνους ἀπ’ ἐδῶ, θρόνους ἐκεῖ στηλώνει...
Ἐσὺ τί κάνεις, Μάρμαρο ;
Καὶ τ’ ἀποκρίθη ἐκεῖνο:
- Ἐγὼ σὲ τάφου σκοτεινιὰ τὴ δύναμή σου κλείνω !

(ΑΛΑΒΑΣΤΡΑ 1900)

Ἀλέξανδρος Σοῦτσος «Ο ΘΕΟΣ»

Ο ΘΕΟΣ
τοῦ Ἀλεξάνδρου Σούτσου (1803-1863)
Ὁ Θεός, ἐνθρονισμένος στὸ οὐράνιον Παλάτι,
τὰς ἡνίας τῶν ἀστέρων εἰς τὰς χεῖράς του ἐκράτει·
μὲ τὸ τηλεσκόπιόν του εἶδε κάπου μακρυνὰ
καὶ τῆς μικροτάτης Γῆς μας τον πλανήτην νὰ γυρνᾷ.
Ἕνα ἕνα τοὺς λαούς της κύτταξε μὲ τὴν ἀράδα,
καὶ τὴν κεφαλήν του σείων εἶπε βλέπων τὴν Ἑλλάδα:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Πλέοντα χωρὶς πυξίδα καὶ μὲ τ’ ἄρμενα σχισμένα
τὸν ὡδήγησεν ἡ χείρ μου εἰς ἀκύμαντον λιμένα·
μόλις ἄρχισεν γαλήνην καὶ ἀνάπαυσιν νὰ χαίρῃ,
καὶ ἰδοὺ τῆς ἡσυχίας τὸν ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.
Νὰ τὸν γαργαλίζουν πάλιν ἄρχισαν μ’ ἀσυδοσίας,
καὶ αὐτὸς νὰ γλυκακούει ῥᾳδιούργων νουθεσίας:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Ἀξιώθηκε νὰ λάβῃ κ’ ἕνα δύο Γραμματεῖς,
οὐρανοκατεβασμένους ὡσὰν νὰ τοὺς εἶχε τις·
μὲ πτερὰ εἰς τὸ κεφάλι, μ’ ἐπωμίδας εἰς τοὺς ὤμους
ὅταν τρέχουν εἰς τοὺς δρόμους,
πὼς μ’ ἐκπροσωποῦν νομίζουν, καμαρώνουν καὶ φουσκώνουν,
καὶ μικροὶ μεγάλοι ὅλοι ὡς τὰ νέφη τοὺς ὑψώνουν:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Κάποτε τ’ αὐτὶ τεντώνω, καὶ ἀκούω τῶν ἀνθρώπων
ταὶς ἀστείαις προσευχαίς·
ἕνας ἥλιον γυρεύει, ἄλλος ἄκοπαις βροχαίς,
κι’ ἄλλος μὲ ζητεῖ τοῦ ἄλλου νὰ διαδεχθῇ τὸν τόπον·
ὁ καθεὶς ἐνώπιόν μου τὰ ἐγκλήματά του φέρει,
καὶ συνένοχόν του θέλει ὡς κ’ ἐμὲ νὰ καταφέρῃ:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Ὡς νὰ ἤμουν τύραννός του, τρέμων καὶ γονυκλιτῶς
τοὺς βωμοὺς καὶ νάρθηκάς μου μὲ τὰ δάκρυά του βρέχει·
στὴν ἑλληνικήν του γλῶσσαν, ποὺ δὲν ἐννοεῖ κι’ αὐτός,
πουρνὸ βράδυ λέγει, λέγει, καὶ τελειωμὸν δὲν ἔχει.
Δι’ ἐμὲ φωνάζει ἕνας πὼς νηστεύει ἕναν χρόνον,
καὶ πὼς ἔγεινεν ὁ ἄλλος ἀσκητὴς δι’ ἐμὲ μόνον:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».
Μερικοὶ μὲ μαῦρα ράσα εὐλογοῦν ἢ ἀφορίζουν
καὶ τὸν ὄχλον δεκατίζουν·
σάρκα ρυπαρὰν καὶ πάθη προσπαθοῦν νὰ μὲ φορέσουν,
κ’ ἡ καρδιά των ὅσα θέλῃ, αὐτὰ λέγουν πὼς μ’ ἀρέσουν.
Τὴν κατάρα των νὰ ἔχω ἂν ποτέ μου εἰς τ’ αὐτὶ
ὁ ἀθῷος ἐγὼ Πλάστης μυστικὰ τοὺς εἶπα τι:
«Ἂν ἠξεύρῃ τὸ τι κάμνει ὁ μωρὸς αὐτὸς λαός,
νὰ μὴν ἦμ’ ἕνας Θεός !».

ΑΓΓΕΛΑ ΛΥΚΙΑΡΔΟΠΟΥΛΟΥ

Μιὰ ἀπὸ τὶς ὡραιότερες φωνὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1930 ἦταν καὶ αὐτὴ τῆς Ἀγγέλας Λυκιαρδοπούλου (1914-2009), ἡ ὁποία σταδιοδρόμησε κοντὰ στὸν διάσημο Ἀργεντινὸ μαέστρο καὶ συνθέτη Eduardo Bianco, ἀκολουθῶντας τον σὲ διάφορες περιοδεῖες στὸ ἐξωτερικό.


Η «ΒΡΑΔΥΝΗ» 23/8/1938







Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ τοῦ Γεωργίου Ἀθάνα

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ

Ὅλα μας τὰ καράβια πίσω γυρίσανε !
Σπασμένα τὰ κατάρτια, σκισμένα τα πανιά,
ἦρθαν ἀπὸ τὴ Σμύρνη κι ἀπὸ τὰ Μουντανιά.
Φέραν τῶν Ἐκκλησιῶν μας τὰ Δισκοπότηρα,
παιδιά, γυναῖκες, γέρους – γένος Γραικῶν πολύ·
τὶς ρίζες τῆς φυλῆς μας ἀπ᾿ τὴν Ἀνατολή.
Μὰ ἕνα μικρὸ καράβι πίσω δὲ γύρισε.
Ποιούς κάβους ἀρμενίζει, ποιά πέλαγα περνᾶ
καὶ πουθενὰ δὲ βγαίνει, δὲ φθάνει πουθενά;
Χρόνια τὸ καρτεροῦμε καὶ χρόνια πέρασαν.
Δὲν τὸ εἶδε μήτε ναύτης, μήτε θαλασσαετός,
μήτ᾿ ἐρημίτης φάρος – μήτ᾿ ἄστρο τῆς νυχτός !
Τάχα νά ᾿χει βουλιάξει; Τάχα νὰ στοίχειωσε;
Δὲν θὰ ξανάρθει τάχα στὴν πατρική του ἀκτή;
Ὠιμέ ! κ᾿ ἔχει φορτώσει τὸ πιὸ ἀκριβὸ φορτί...
Ὅλα τὰ χάσαμε, ὅλα ! Καὶ μόνο φόρτωσε
τὸ πιὸ στερνὸ καράβι τὴν ὥρα τοῦ χαμοῦ
φόρτωσε τὴν ἐλπίδα τοῦ ξαναγυρισμοῦ.
Ἔλα μικρὸ καράβι, ἔλα ξεφόρτωσε !
Δῶσ᾿μας τὸ θησαυρό σου - κι ἄνοιξε τὰ πανιὰ
ὁλόϊσια γιὰ τὴ Σμύρνη καὶ γιὰ τὰ Μουντανιά !
----
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣ (1893-1987)

ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ - Κόλαση (ἀπόσπασμα)

1. «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄγουσα εἰς τὴν ἀλγοῦσαν πόλιν·
ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄγουσα εἰς τὸ αἰώνιον ἄλγος·
ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄγουσα πρὸς τοὺς ἀπολωλότας.
2. Δικαιοσύνη κίνησε τὸν ὑψηλόν μου κτίστην·
κτισμένη μ’ ἔχει τοῦ Θεοῦ ἡ παντοδυναμία,
ὁ ἔρως ὁ πρωτογενὴς κι’ ἡ ἔπακρος σοφία.
3. Ἐμοῦ δὲ προγενέστερα δὲν ἦσαν πλάσματ’ ἄλλα
ἢ τὰ αἰώνια· καὶ ’γὼ εἰς τοὺς αἰῶνας μένω·
ἀφήσατ’, ὦ ἐμβαίνοντες, πᾶσαν ἐλπίδα πλέον.»
4. Τούτους μὲ χρῶμα σκοτεινὸν τοὺς λόγους ἐπιγράπτους
εἰς πύλης εἶδα κορυφήν, καὶ διὰ τοῦτο εἶπα,
- Διδάσκαλε, μοῦ φαίνεται τραχὺ τὸ νόημά των.
5. Κ’ ἐκεῖνος μοῦ ἀπήντησεν ὡς ἄνθρωπος εἰδήμων.
- «Ἐνταῦθα πᾶσαν πρέπει τις ὑπόνοιαν ν’ ἀφήσῃ,
πᾶσαν δειλίαν χρεωστεῖ ἐδῶ νὰ καταπνίξῃ.
6. Ἐπὶ τοῦ τόπου ἤλθομεν ἐκεῖ ὅπου σὲ εἶπα,
ὅτι θὰ ἴδῃς τῶν ψυχῶν τὰ τεθλιμμένα πλήθη,
αἵτινες ἔχουν τἀγαθὸν τῆς γνώσεως χαμένον.»
7. Κατόπιν μὲ τὴν χεῖρά του λαβὼν τὴν ἰδικήν μου,
καὶ μὲ φαιδρὸν τὸ πρόσωπον, ἐξ οὗ ἐνεθαῤῥύθην,
τὰ πράγματα τἀπόκρυφα μ’ εἰσήγαγε νὰ ἴδω.
8. Ἐκεῖ κλαυθμοὶ καὶ στεναγμοὶ κι’ ὀλολυγμοὶ μεγάλοι
ἀντήχουν διερχόμενοι τὸν ἄναστρον ἀέρα,
καὶ διὰ τοῦτο κατ’ ἀρχὰς τὰ δάκρυα μ’ ἐπῆραν.
9. Γλῶσσαι λαῶν παντοδαπῶν, φρικώδεις ὁμιλίαι,
ὀδύνης λόγοι γοεροί, ὀργῆς φωναὶ ὀξεῖαι,
κραυγαὶ μεγάλαι καὶ βραχναί, χειρῶν πρὸς τούτοις κτύποι
10. συναπετέλουν θόρυβον, στρεφόμενον ἀπαύστως
εἰς τοῦτον τὸν αἰώνια κατάμαυρον ἀέρα,
ὡς ἄμμος ὅταν στρόβιλος ἀνέμου περιπνέῃ.
11. Κ’ ἐγὼ μὲ φρίκην γύρωθεν τὴν κεφαλὴν ζωσμένος
- Διδάσκαλ’, εἶπα, τί ν’ αὐτὸ π’ ἀκούω ; τ’ εἶν’ ἐκεῖνοι
ποὺ ἐκ τοὺ πόνου φαίνονται τοσοῦτον δαμασμένοι ;»
12. Κ’ ἐκεῖνος - Ταύτην τὴν οἰκτράν, μοὶ ἀπεκρίθη, τύχην
ἔχουν αἱ ἄθλιαι ψυχαὶ ἐκείνων ὅσοι βίον
ἄνευ ἐπαίνου ἔζησαν καὶ ἄνευ ἀτιμίας.
15. Ἀνάμικτοι μὲ τὴν δεινὴν χορείαν τῶν Ἀγγέλων
ἐκείνων εἶναι, οἵτινες οὔτε ἀντάρται ἦσαν,
οὔτε πιστοὶ εἰς τὸν Θεόν, ἀλλ’ ἦσαν κατ’ ἰδίαν.
14. Τοὺς ἔξωσεν ὁ οὐρανὸς νὰ μὴν τὸν ἀσχημίζουν·
οὔτε ἀκόμη κι’ ὁ βαθὺς τοὺς παραδέχετ’ Ἄδης.
Μήπως κατά τι δι’ αὐτοὺς καυχῶνται οἱ κακοῦργοι.»
15. Εἶπον δ’ ἐγὼ - Διδάσκαλε τί μέγα βάρος ἔχουν,
ὥστε τοσοῦτον δυνατὰ τοὺς κάμνει νὰ θρηνῶσι ;
Καὶ ἀπεκρίθη· - Σύντομα πολὺ θὰ σὲ τὸ εἴπω.
16. Αὐτοὶ δὲν ἔχουν παντελῶς ἐλπίδα ν’ ἀποθάνουν,
καὶ τόσον εἶναι ταπεινὸς ὁ ἀφανής των βίος,
ὥστε ὁποιανδήποτε φθονοῦσιν ἄλλην τύχην.
17. Μνήμη αὐτῶν δὲν συγχωρεῖ ὁ κόσμος νὰ ὑπάρχῃ·
ὁ οἶκτος τοὺς περιφρονεῖ καὶ ἡ δικαιοσύνη,
ἂς μὴ τοὺς ἀναφέρωμεν· ἀλλ’ ἴδε καὶ παρέρχου.»
[...]
-----
Δάντης Ἀλιγκέρι (Φλωρεντία 1265- Ραβέννα 1321)
«Θεία Κωμωδία»
Ἄδης, ἄσμα 3ον (ἀπόσπασμα)
Μετάφρασις Γεωργίου Ἐμμ. Ἀντωνιάδου (1833-1895)

 «Δάντης καὶ Βιργίλιος» τοῦ Gustave Doré (1832-1883)

ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ τοῦ Ρώμου Φιλύρα

ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ

Σαρωνικέ, τὸ κῦμα σου κουφάλες βαθουλώνει,
στὶς γραφικές σου ἀκρογιαλιές, σὲ θόλους μουραγιῶν,
στὶς δαντελλένιες γλῶσσες των, ὁ ἀφρός του ξεφαντώνει
μόλις μπλάβο τὸ χρῶμα σου ξαλλάζει στὸ κραγιόν.
Ξεμπουνατσάρει ὁ ρούφουλας καὶ μὲς στὰ νύχτια σκότη,
μπουράσκα δέρνει σύβαθα καὶ ρεύει τὰ καδιὰ
τῆς τράτας καὶ τὰ σύνεργα τοῦ καϊκιοῦ στὴν πρώτη
καὶ τὴν στερνή, ἀνώφελη θαλασσινὴν εὐδειά.
Βαρκοῦλες κι’ ἀνεμότρατες, καΐκια, τρεχαντήρια
μὲς στὴ γαλήνη, ποὺ τὸ φῶς, μεσημερνὴ γιορτή,
πλούσιο σκορπιέται ὁλόγυρα στὰ πρῶτα παραθύρια,
ἀναγαλλιάζουν τὰ νερὰ σὲ σπιθωσιὰ ρευστή.
Μονόξυλα, ἀβοήθητα κι’ οἱ τράτες, παραγάδια
ρίχνουν καὶ σέρνουν στὴ στεριὰ σὲ λάμψεις χαλικιῶν
ἀπ’ τὴν Καστέλλα, ὣς τῆς γλαυκῆς καὶ γλαφυρῆς τὰ χάδια
τῆς Φρεαττύδας τὰ γλυπτὰ βραχάκια, τὸν γιαλόν.
Φάληρα, ξέφωτα κι’ ἀκτές, οἱ Φλέβες ἀντικρὺ
καὶ τὰ δυὸ ξέχυλα νησιὰ ἡ Αἴγινα κι’ ὁ Πόρος,
Ἅγιος Κοσμᾶς, ἡ Βάρκιζα κι’ ἡ Βοῦλα σου ἡ μικρή,
δαντελλωτὸς καὶ στρογγυλός, πλατὺς ὅλος ὁ χῶρος.
Κι’ ἀπ’ τὰ κοχύλια σου ὣς τὸ φῶς, τὴν ἴσια σου γραμμή,
κόλπε γλαυκέ, κι’ ὁ κάβουρας κι’ ἡ μέδουσα στὸ φύκι
καλοκαιρνὴ ξεφάντωσι στὸ κῦμα σου ἡ συρμὴ
σὰν ἅπλωμα βαλσαμικὸ στὰ πορφυρᾶ σου μήκη.

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ (1898-1942)
(Ἀκουαρέλλες τοῦ Αἰγαίου)

ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ τοῦ Ἱωάννη Πολέμη

ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ

-Βασίλισσα μέσ’ στὶς μαρμαροστῆθες
τὶς Ἀμαζόνες, πάνοπλη, ποῦ τρέχεις
ὁρμητικὰ καὶ κρατημὸ δὲν ἔχεις ;
Φωτιὲς ἀνάβουν τῶν ματιῶν σου οἱ σπίθες.
-Τῆς Θέτιδος ὁ γυιός, μὲ λύσσα τόση,
τῆς Ἑκάβης τὸ γυιό, τῶν Τρώων τὸ χάρμα,
τὸν ἔσυρε νεκρὸ πίσω ἀπὸ τ’ ἅρμα,
τοῦ Πατρόκλου τὸ φόνο νὰ πληρώσῃ.
»Τοὺς σπαραγμοὺς ἀκούοντας καὶ τοὺς θρήνους,
ἦρθα τῆς Ἀνδρομάχης ἐκδικήτρα·
μηδὲ ψηφῶ τοῦ κόρφου μου τὰ κίτρα,
τῆς ὄψης μου τὰ ρόδα καὶ τοὺς κρίνους.
»Ἀτρόμητη στὴν ἄγρια μάχη μπαίνω
τὴ φονική, λογιάζοντας νὰ σύρω
τὸν Ἀχιλλέα νεκρὸ στὰ τείχη γύρω,
ἀπ’ τὴν οὐρὰ τοῦ ἀλόγου μου δεμένο.»
Πέρ’ ἀπ’ τὸν κάμπο ὁ Ἀχιλλεὺς τὴ βλέπει
γελῶντας· καὶ τραντάζοντας τὸ δόρυ :
- Κι’ ἂν εἶσαι ἡ παινεμένη τοῦ Ἄρεως κόρη,
μόνον ἀδράχτι κι’ ἀργαλειὸς σοῦ πρέπει.
Εἶπε, κι’ ὁρμάει μὲ μιᾶς· καὶ πρὶν ἀκόμα
φτάσουν τὰ λόγια φτερωτὰ στ’ αὐτιά της,
ἔφτασε τὸ κοντάρι του. Ἡ ματιά της
ἔσβυσε, καὶ σωριάζεται στὸ χῶμα.
Σκύβει, τὴν ὀμορφιά της ἀντικρύζει
ποὺ ἡ Ἀφροδίτη, γιὰ νὰ τὸν πικράνῃ,
μὲ τὴ γλυκειὰ δροσιὰ τὴν εἶχε ράνει
τοῦ ἱμέρου. Κι’ ὁ ἀδάκρυτος δακρύζει.
-Ἂς ἤτανε γραφτὸ νὰ πάρω πίσω
τὸ φονικὸ κοντάρισμα ! Ἂς μποροῦσα,
ὀμορφοφρύδα κι’ ὀμορφομαλλοῦσα,
μ’ ἀγάπη ἐρωτικὴ νὰ σ’ ἀναστήσω.

(ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ) 
Ἰωάννης Πολέμης (1862-1924)

«Ἀχιλλεὺς καὶ Πενθεσίλεια»  τοῦ Bertel Thorvaldsen (Δανία 1770-1844)


ΟΝΕΙΡΟ τοῦ Μιλτιάδη Μαλακάση

ΟΝΕΙΡΟ τοῦ Μιλτιάδη Μαλακάση (1869-1943)

ΣΕ μιὰ λεῦκα θὰ γύρω ἀπὸ κάτου
Μὲ μισόκλειστα μάτια, κ᾿ ἐκεῖ
Σ᾿ ἀερένια θὰ πιῶ μουσική,
Τὴ χαρὰ τοῦ θανάτου.
Κ᾿ ἡ ψυχή μου σὰ μέσ᾿ σὲ τοπάζι
Θὰ περνᾷ καὶ παλμοὶ θεϊκοὶ
Θὰ τὴ φέρνουν φεγγόβολη ἐκεῖ,
Ποὺ ποτὲ δὲ βραδιάζει.

ΤΟ ΤΕΜΠΛΟ ΤΗΣ ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑΣ


Τὸ τέμπλο τοῦ Ι.Ν. Παντανάσσης Πατρῶν κατασκευάστηκε τὸ 1879 ἀπὸ πεντελικὸ μάρμαρο. Τὸ σχέδιό του ἐκπονήθηκε ἀπὸ τὸν μηχανικὸ Σπυρίδωνα Τζέντζο, ὁ ὁποῖος -σύμφωνα μὲ τὶς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς- συνδύασε «λίαν ἐπιτυχῶς τὸν Βυζαντινὸν ῥυθμὸν καὶ τὸν Ἑλληνικόν». Τὸ σχέδιό του ὑλοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Τήνιο γλύπτη Βερνάρδο Σκαλκῶτο καὶ τοὺς βοηθούς του. Οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς εἰκόνες του φιλοτεχνήθηκαν ἀπὸ τὸν ἀξιόλογο ζωγράφο Σπυρίδωνα Χατζηγιαννόπουλο (1820-1905), ποὺ -ὅπως γράφει ὁ ἴδιος- προσκλήθηκε στὴν Πάτρα ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους τοῦ ναοῦ «τῇ συστάσει τοῦ διασήμου ζωγράφου Γύζη καὶ τοῦ Κ. Λ. Καυταντζόγλου, διευθυντοῦ τοῦ Πολυτεχνείου». 
--------
*Οἱ πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὴν διατριβὴ «Ἀκαδημαϊκὲς τάσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωγραφικῆς στὴν Ἑλλάδα κατὰ τὸν 19 αἰῶνα» τοῦ Νικολάου Γραίκου (σελ. 171 κ.ἕ. Θεσσαλονίκη 2011).
*Ἡ φωτογράφηση ἔγινε ἐξ ἰδίων.







Η ΦΩΝΗΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ καὶ τὸ ΛΑΤΙΝΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ

Τὰ γκρήκλις (greeklish) δὲν εἶναι τωρινὸ φαινόμενο, ἔχουν τὴ δική τους προϊστορία. Δὲν θὰ ἀσχοληθούμε ὅμως μὲ τὰ «φραγκοχιώτικα» ἢ «φραγκολεβαντίνικα», ἀλλὰ μὲ τὴν προσπάθεια διαφόρων γνωστῶν καὶ λιγότερο γνωστῶν λογίων τοῦ Μεσοπολέμου νὰ μᾶς πείσουν ὅτι ἡ υἱοθέτηση τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου θὰ ἦταν πρὸς τὸ συμφέρον μας, ἐπειδὴ ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ καταπολεμηθεῖ πολὺ εὔκολα ἡ ἀγραμματοσύνη, ἀφοῦ ἡ ἐκμάθηση τῆς γλώσσας θὰ ἦταν λιγότρο χρονοβόρα. Βέβαια γιὰ γίνει κάτι τέτοιο ἔπρεπε πρῶτα νὰ καταργηθεῖ ἡ ὀρθογραφία, νὰ ἐφαρμοστεῖ δηλαδὴ ἡ φωνητικὴ γραφή.
Ὁ δημοτικισμός, ἄσχετα μὲ τὴν προπαγάνδα ποὺ ἔχει ἐπικρατήσει σήμερα, δὲν ἦταν τόσο ἁγνός ὅσο φαίνεται ἢ ὅσο παρουσιάζεται. Συχνὰ ἔφτανε σὲ πρωτοφανεῖς ἀκρότητες (Ψυχάρης, Πάλλης), ποὺ ξεσήκωναν τὴ δικαιολογημένη ἀντίδραση τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς καθαρεύουσας, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ κάποιων μετριοπαθέστερων δημοτικιστῶν. 
Λίγο οἱ γλωσσικὲς μεταρρυθμίσεις τοῦ Κεμὰλ (1928) καὶ τὸ μικρόβιο τοῦ πιθικισμοῦ καὶ τῆς ξενομανίας ποὺ μᾶς κατατρώει, λίγο οἱ διάφορες ὕποπτες ἀντιλήψεις τῶν ξένων γλωσσολόγων ποὺ καταπίνονταν ἀμάσητες, λίγο οἱ «προοδευτικὲς» πολιτικές τους πεποιθήσεις καὶ δὲν ξέρω τί ἄλλο... ἔκαναν ὁρισμένους νὰ ὑποστηρίξουν φρικαλέα πράγματα. Στὴν δεκαετία τοῦ 1920 κάποιοι δημοτικιστὲς ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ ἐπιχειρηματολογοῦν ὑπὲρ τῆς φωνητικῆς γραφῆς (τῆς πλήρους δηλαδὴ κατάργησης τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας), καθὼς καὶ τῆς υἱοθέτησης τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου. 
Οἱ σημαντικότεροι δημοτικιστὲς ποὺ ὑποστήριζαν τὴ φωνητικὴ γραφὴ καὶ τὴν υἱοθέτηση τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου ἦσαν οἱ ἀκόλουθοι: 

Μένος Φιλήντας (λογοτέχνης - γλωσσολόγος),
Δημήτρης Γληνός (φιλόλογος - συγγραφέας - πολιτικός), 
Γιάννης Σιδέρης (ὁ ἱστορικὸς τοῦ θεάτρου),
Φῶτος Γιοφύλλης (ποιητὴς καὶ δημοσιογράφος),
Νῖκος Χατζηδάκης (μαθηματικός - καθηγητὴς Παν/μίου Ἀθηνῶν, λογοτέχνης),
Κώστας Προυσής (Κύπριος φιλόλογος - συγγραφέας),
Κώστας Καρθαῖος (ποιητής - μεταφραστής), 
Γιάννης Μπενέκος (λογοτέχνης)

Τὸ περιοδικὸ τοῦ Φώτου Γιοφύλλη «ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ» καθ᾿ ὅλη τὴ σύντομη διάρκεια τῆς κυκλοφορίας του φιλοξένησε τὶς ἀπόψεις τους.


Ἂς δοῦμε συνοπτικὰ μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀπόψεις, μὲ πρώτη αὐτὴ τοῦ γνωστότερου τῆς ὁμάδας, τοῦ Δημήτρη Γληνοῦ (1882-1943) : 


Ὁ Φιλήντας διὰ χειρὸς Φώτη Κόντογλου : «ΓΛΩΣΣΑΜΗΝΤΟΡΩΝ ΦΟΒΗΤΡΟΝ»


Ὁ Μικρασιάτης Μένος Φιλήντας (1870-1934) δὲν διστάζει νὰ ἐφαρμόσει καὶ στὴν πράξη τὶς ἀπόψεις του: 



Μάλιστα σὲ ἄλλο ἀρθρο του θεωρεῖ πὼς ἡ υἱοθέτηση τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου θὰ εἶχε καὶ οἰκονομικὸ ὄφελος :



Ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ Φώτου Γιοφύλλη, αὐτῆς τῆς περίεργης καὶ ἀλλοπρόσαλλης φυσιογνωμίας, ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἱστορικὴ ἀνασκόπηση ποὺ κάνει γιὰ νὰ μᾶς πεῖ ἀπὸ πότε πρωτοσυναντοῦμε ἑλληνικὰ κείμενα γραμμένα μὲ τὸ λατινικό ἀλφάβητο. Μαθαίνουμε ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος Πάλλης, μολονότι πρῶτος προπαγανδιστὴς τῆς ίδέας περὶ λατινικοῦ ἀλφαβήτου, κρατᾷ πλέον ἀποστάσεις ἀπὸ τὸ ἐγχείρημα τῶν συνεργατῶν τῆς «ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΣ». 



Ὁ Κώστας Καρθαῖος μᾶς μιλάει γιὰ τοὺς πολυάριθμους θιασώτες τῆς ἰδέας, προσωπικότητες τῆς πνευματικῆς ἀφρόκρεμας τῆς χώρας, ὅπως οἱ Ν. Χατζηδάκης, Μ. Φιλήντας, Δ. Γληνός, Μίλτος Κουντουρᾶς, Ἡρακλῆς Ἀποστολίδης, Γιάννης Σιδέρης, Φῶτος Γιοφύλλης καὶ ὁ Γάλλος ἑλληνιστὴς Louis Russel.


Παρακάτω μᾶς παρουσιάζει συνοπτικὰ τὰ «εὐεργετικὰ ἐπακόλουθα» τῆς μεταγραφῆς τῆς Νέας Ἑλληνικῆς στὸ λατινικὸ ἀλφάβητο. 


  

* Ὁλόκληρα τὰ ἄρθρα μπορεῖ νὰ τὰ διαβάσει κάποιος στὸ σχετικὸ βιβλίο ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1980 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις ΚΑΛΒΟΣ http://e-library.iep.edu.gr/iep/collection/browse/item.html?code=05-00153&tab=01


* * * *

Μολονότι δὲν εἶναι γνωστό, ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς, ὅταν τὸ 1974 ἐπέστρεψε  στὴν Ἑλλάδα, λέγεται ὅτι ἀποπειράθηκε νὰ καθιερώσει τὴ φωνητικὴ γραφὴ καὶ τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο, ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀντίδραση τοῦ τότε Ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ, Κωνσταντίνου Τσάτσου, καὶ τοῦ Εὐάγγελου Παπανούτσου δὲν τὸ πέτυχε ἢ μᾶλλον, μὲ τις μεταρρυθμίσεις τοῦ 1976 καὶ 1982, ἔγιναν μόνο τὰ πρῶτα βήματα... Τὸ μέλλον θὰ δείξει...

Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ἀπόσπασμα ἄρθρου τοῦ Σταύρου Ψυχάρη ποὺ δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» στὶς 25/7/1999. Οἱ ὑπογραμμίσεις εἶναι δικές μας. 

«Την πρώτη φορά η κρίση ξέσπασε σε μια συνάντηση του Καραμανλή με τον Κ. Τσάτσο (προτού γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν υπουργός Πολιτισμού) και τον αείμνηστο Ευάγγελο Παπανούτσο. Τους είχε καλέσει ο τότε πρωθυπουργός στο γραφείο του για να συζητήσουν θέματα της Παιδείας. Σε μια στιγμή ο Καραμανλής τους είπε ότι θα έπρεπε κάποια στιγμή να σκεφθούν το ενδεχόμενο να συνδυασθεί το ελληνικό αλφάβητο με το λατινικό, να εξετασθεί ακόμη και το θέμα της φωνητικής γραφής.
Σαν ελατήρια πετάχτηκαν επάνω οι δύο συνομιλητές του Καραμανλή. «Δεν πίστευα στα αφτιά μου!» θα αφηγηθεί αρκετά χρόνια αργότερα ο Κ. Τσάτσος... Οπωσδήποτε οι δύο συνομιλητές του τότε πρωθυπουργού δήλωσαν ότι παραιτούνται κλπ., κλπ. και ο Καραμανλής απέσυρε το θέμα.
Λίγα χρόνια αργότερα ο Καραμανλής έδωσε το πράσινο φως για την κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων (κάτι που τελικώς υλοποίησε αρκετά αργότερα η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου). Ο τότε αρμόδιος υπουργός Παιδείας, συντηρητικός και κατά τινας άτομο οπισθοδρομικό, δεν τολμούσε να διαφωνήσει ανοιχτά με τον Καραμανλή, φοβούμενος την απόλυσή του από την κυβέρνηση. Για τον λόγο αυτό, όπως ο ίδιος ο Καραμανλής έχει αφηγηθεί, ο οπισθοδρομικός αυτός υπουργός ειδοποίησε τον Κ. Τσάτσο, που είχε ήδη γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο Κ. Τσάτσος έσπευσε να τηλεφωνήσει στον Π. Μολυβιάτη, ζητώντας του να πει στον πρωθυπουργό ότι ήταν έτοιμος να υποβάλει την... παραίτησή του αν η Κυβέρνηση Καραμανλή προχωρούσε στην κατάργηση των τόνων...»





Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

Ο ΓΚΙΩΝΗΣ τοῦ Γ. Δροσίνη

Ὁ ποιητὴς Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951) ἀξιοποιῶντας μιὰ λαϊκὴ παράδοση τῆς Αἰτωλίας γιὰ τὸ πουλὶ τῆς νύχτας, τὸν γκιώνη, ἔγραψε τὸ παρακάτω ποίημα, ποὺ συμπεριελήφθη στὴν τρίτη του ποιητικὴ συλλογὴ «Εἰδύλλια» (1884).


Ο ΓΚΙΩΝΗΣ

(Αἰτωλικὴ παράδοσις)



Ἦταν δύο ἀδέλφια πάντ᾿ ἀγαπημένα,
Πρόβατα ᾿βοσκοῦσαν ᾿ς ἄρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λὲν τὸν ἕνα,
Δῆμο λὲν τὸν ἄλλο.

Κἄποτε ὁ Γκιώνης δυὸ ἀρνάδες χάνει·
Ψάχνει, δὲν τὶς βρίσκει, τριγυρνᾷ, καὶ κλαίει,
Ἔρχεται στὴ στάνη
Τ᾿ ἀδελφοῦ τὸ λέει.

Βρέθηκε κι᾿ ἐκεῖνος ’ς τὴν κακή του ὥρα·
Ἄδικα χολιάζει, σὰν θεριὸ θυμώνει,
Τὸ μαχαίρι, φόρα !...
Καὶ τόνε σκοτώνει.

Οἱ ἀρνάδες ἦρθαν ’ς κοπάδι πάλι
Κι’ ὁ φονιᾶς τῂς βλέπει, στέκεται κλαμμένος,
Γέρνει τὸ κεφάλι
Μετανοημένος.

Κι’ ὁ Θεὸς τὸν εἶδε ποὺ χτυπᾷ τὰ στήθη,
Κλαίει νύχτα μέρα, θέλει νὰ πεθάνῃ,
Καὶ τὸν ἐλυπήθη
Καὶ πουλὶ τὸν κάνει.

Καὶ γι’ αὐτὸ τὸ βράδυ, ἅμα σκοτεινιάζῃ
Τὸ πουλὶ θλιμμένο ᾿ς στὸ δεντρὶ κλαρώνει
Κι᾿ ὅλη νύχτα κράζει :
Γκιώνη, Γκιώνη, Γκιώνη !


                                    (διατηρήθηκε ἡ ὀρθογραφία τῆς ἐποχῆς)



Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Ο ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗ ΤΗΣ JOHANNA KINKEL

Μάρκος Μπότσαρης ὑπῆρξε -ὄχι ἄδικα- ὁ πιὸ διάσημος ἥρωας τοῦ 1821 παγκοσμίως. Ἐνέπνευσε πολλοὺς Ἕλληνες ἀλλὰ καὶ ξένους καλλιτέχνες (ποιητές, δραματουργούς, ζωγράφους, γλύπτες, μουσουργούς). Στὸ Παρίσι μάλιστα ὑπάρχει σταθμὸς τοῦ μετρὸ μὲ τὸ ὄνομά του (Botzaris).

Ἡ Γερμανίδα συνθέτρια καὶ συγγραφέας Johanna Kinkel (Matthieux ἀπὸ τὸν πρῶτο της γάμο, 1810-1858) συνέθεσε γιὰ τὸν Μπότσαρη ἕναν ὕμνο («Hymne auf den Tob des Marco Botzaris»), μὲ συνοδεία πιάνου ἢ κιθάρας σὲ ἑλληνικοὺς καὶ γερμανικοὺς στίχους. Οἱ γερμανικοὶ στίχοι (Männer von Hellas, klagt um den Heroen Botzaris…) γράφτηκαν από τὸν δεύτερο σύζυγό της, ποιητή Gottfried Kinkel. Οἱ ἑλληνικοὶ στίχοι φέρονται ὡς δημοτικοί, μολονότι ἀνήκουν στὸν Παναγιώτη Τσοπανᾶκο*. Τὴν παρτιτούρα τοῦ τραγουδιοῦ, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1845 στὴν Κολωνία, τὴν ἐντόπισα στὴν περίφημη Βιβλιοθήκη τοῦ Μονάχου (https://www.bsb-muenchen.de/en/).

Οἱ ἑλληνικοὶ στίχοι ἔχουν ὡς ἐξῆς:


1.
Ἕλληνες, κλαύσωμεν ἄνδρα γενναῖον,
τὸν Μάρκον Βότζαρην, ἥρωα νέον·
οὗτος ἀπέθανεν
ὑπὲρ ἡμῶν.

2.
Τοῦτον τὸν ἥρωα ἂς μιμηθῶμεν,
ἂν τὴν ἐλευθερίαν μας ὄντως ποθῶμεν
καὶ τέλει θραύσομεν
ἐχθροὺς ἡμῶν.

3.
Τούρκοι σκληρότατοι, ἂν κ’ ἐφονεύθη
ὁ Μάρκος Βότζαρης, δὲν λιγοστεύθη
ἡ ἐναντίον σας
Ἑλλήνων ὁρμή.

4.
Ἥρωα Βότζαρη, ἤπείρου θαῦμα,
ς ὅλους τοὺς Ἕλληνας ἄφησες τραῦμα,
σῶμα σου ’χάσαμεν
κοὐκ ἀρετάς.

5.
Ὕπαγ’, ἀθάνατε, ’ς τὰς οὐρανίους
σκηνὰς τοῦ πλάστου μας τὰς αἰωνίους,
καὶ δέου πάντοτε
ὑπὲρ ἡμῶν.


Ἡ τελευταία στροφὴ εἶναι μιὰ συγκινητικὴ ἱκεσία πρὸς τὸν «ἐθνομάρτυρα» Μάρκο Μπότσαρη, τώρα ποὺ βρίσκεται στὸν οὐρανό, νὰ μεσιτέψει στὸν Θεὸ ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας.

----------
* Παναγιώτου Τσοπανάκου Δημητσανίτου «ΑΣΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΡΙΑ», 1838

Γιοχάννα Κίνκελ



Η ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ 


Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ 
(τὴν ἀκοῦτε)




Μ. Χ.


Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

«ΤΟ ΝΤΕΚΟΛΤΕ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΥ» τοῦ Σταμ. Σταμ.

Ἱστορίες τοῦ χωριοῦ


«ΤΟ ΝΤΕΚΟΛΤΕ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΥ»


τοῦ Σταμάτη Σταματίου (1881-1946)


Ὁ Μῆτρος ὁ Μητράρας, κτηνοτρόφος ἀπὸ τοὺς καλούς, μόλις εἶχε γυρίσει ἀπὸ τὴ χώρα, ποὺ πῆγε καὶ συμφώνησε τὰ γάλατα, τὰ μποτζοτύρια (ξυλοτύρια), τὰ τυριά. Πῆρε καὶ προκαταβολή, ψώνισε καὶ γιὰ τὸ νοικοκυριό, ὅ,τι παρήγγειλεν ἡ Μήτραινα: λίγο χασὲ* γιὰ τὴν προῖκα τῆς Μαριῶς, διάνες γιὰ τὰ κορίτσια, παπούτσια προκομμένα γιὰ τὸ μικρὸ Μητρόπουλο, μελιτζάνες, πιπεριές, πῆρε καὶ κρέας μιὰ ὀκὰ καὶ παραπάνω, γιὰ νὰ φᾶνε ταχινά, ποὺ ξημέρωνε τῆς Παναγίας.
Τοὺς εἶχε ξελιγώσει ἡ νηστεία. Φασόλια καὶ φασόλια στὸ τετράγωνο. Καὶ τοῦτα δίχως λάδι...
- Πότε θὰ μᾶς ἔρθῇς, Παναγιά μου !
Καὶ ἡ Παναγιὰ ἦρθε, ἡ γιορτή της δηλαδή, καὶ μαζὶ μὲ τὴν Παναγιά, ἦρθε κι ὁ Μῆτρος, φορτωμένος ψώνια ἀπὸ τὴ χώρα.
Γεμᾶτος ὁ ντορβᾶς !...
Μά, σὰν ἔφθασεν ὁ Μῆτρος εἰς τὸ σπίτι, δὲν ἤτανε κανένας. Χτυπάει, ξαναχτυπάει τὴν πόρτα, τσιμουδιά !....


Οἱ γάτες μόνο, ποὺ μύρισαν τὸ κρέας, βγῆκαν νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν νιαουρίζουσαι.
Κατάλαβεν ὁ Μῆτρος.
- Ἡ φαμηλιὰ θὰ εἶν᾿ στὴν ἐκκλησιά... Ἡμέρα ὅπου εἶναι ! Γιορτὴ δεσποτική... ἅ ; πάω, κι ἐγὼ ἐσκέφθη ν᾿ ἀνάψω ἕνα κερί.
Ἐπέταξε ἀπὸ τὸ παράθυρο μέσα στὸν ὀντὰ τὰ ψώνια, τὰ παπούτσια, τὶς μελιτζάνες, τὶς διάνες, τὸν χασέ, κι ἐκράτησε μοναχὰ τὸ κρέας.
- Ποῦ νὰ τὸ βάλω, σκέφθηκε, ποὺ θὰ μοῦ τὸ φᾶν᾿ οἱ γάτες !
- Ἂς τὸ κρατήσω, εἶπε, στὸν ντουρβᾶ, κι ἂς πάω μ᾿ αὐτὸ στὴν ἐκκλησιά. Μέσα στὸ σακκούλι, καθὼς εἶναι, ὅπως εἶμαι ἐγώ, κανεὶς δὲν θὰ τὸ καταλάβῃ...
Καὶ τράβηξε μέσα στὴν ἐκκλησιὰ κάνοντας μετάνοιες καὶ σταυροὺς μεγάλους, ἁπλωτούς....

* * *

Γεμάτη ἡ ἐκκλησία ἀπὸ κόσμο καὶ κόσμο θηλυκό. Κανδήλια ἀναμμένα, λαμπάδες καὶ κεριά, ποὺ ἐπιτείνανε τὴ ζέστη τοῦ Αὐγούστου.
Προνοητικὲς ἡ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ. Εἶχαν φορέσει τὰ λεπτά τους, τὰ ἐλαφρά τους τὰ φορέματα. Κι ὅσες ἀκολουθούσανε τὴ μόδα καὶ φοροῦσαν εὐρωπαϊκά, τὰ εἴχανε πετάξει ὅλα καὶ ἤσανε σχεδὸν γυμνές. Ὄξω οἱ μασχάλες μὲ τὸ ἐλαφρὸ τοῦ μαλλιάσματος συννέφιασμα, προκλητικόν, ὄξω οἱ πλάτες, πλατειές, μπουντραρισμένες σὰν πλαστήρια, ὄξω οἱ γάμπες, τὰ σφυρά. Ξεγυμνωσιὰ μεγάλη, τόσο μεγάλη, ὅπου ἔκανε τὸν ἱερέα τοῦ χωριοῦ, τὸν γέρω Καραλίβανο, νὰ νευριάζεται καὶ νὰ φωνάζει συνεχῶς :
- Ντροπὴ νὰ ἔρχεσθε μὲ φανερὰ τὰ κρέατά σας στὴν ἐκκλησιά !...
- Εἶναι ντροπὴ κι ἁμαρτία.
- Σκεπᾶσθε τὰ κρέατά σας !...


Μά, σήμερα ἡ ξεγυμνωσιά, ποὺ τὸ εἶχε παρακάνει, ἔκαμε πειὸ ἄγριον πλέον τὸ παπᾶν καὶ τὸν ἔκανε νὰ βγαίνῃ κάθε λίγο στὴν Ὡραία Πύλη νὰ φωνάζῃ.
- Τί κρέατα εἶναι αὐτὰ ποὺ φέρατε σήμερα στὴν ἐκκλησιά ; Δὲν ντρέπεσθε λιγάκι !
Ὁ Μῆτρος ὁ Μητράρας τὰ ἔχασε ἀκούγοντας αὐτά.
Ἐνόμισε πὼς ὁ παπᾶς ἐμάλωνε γιὰ τὸ κρέας τὸ δικό του.
- Μωρέ, ποῦ στὴν ὀργὴ τὸ εἶδε, σκέφθηκε, ἐγὼ τὸ ἔχω μέσα στὸ σακκούλι !...
Καὶ τὸ ψηλάφισε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ ἐκεῖ, μήπως ἐξέχει καὶ φαίνεται ἀπὸ πουθενά. Ἀλλὰ τὸ κρέας ἦταν καλὰ τυλιγμένο μέσα στὸ σακκούλι, κι ἀπὸ πάνω ἡ καπόττα τὸ ἐσκέπαζε.
- Ποῦ τὸ εἶδε ὁ παπᾶς ! Μυρωδιὰ τὸ πῆρε, σὰν τὶς γάτες !...
Μὰ μ᾿ ὅλα ταῦτα, δὲν ἡσύχαζε ὁ παπᾶ Καραλίβανος !
- Τί κρέατα εἶναι αὐτά, ποὺ φέρατε ἐδῶ πέρα ; Γιὰ τί τὴν περάσατε τὴν ἐκκλησία !
- Πίσω μου σ᾿ ἔχω, Σατανᾶ !... ἐσκέπτετο ὁ Μῆτρος ὁ Μητράρας. Ποῦ στὴν ὀργὴ τὸ βλέπει !...
Κι ὅλο μαζευότανε κι ὅλο καὶ σφιγγότανε στὴν καπόττα, καὶ ὅλο καὶ κρατοῦσε τὸ σακκούλι σφικτά, κρυμμένο κάτω ἀπὸ τὴν ἀμασχάλη του.
- Οὔτε Θεὸ φοβᾶσθε, οὔτε ἀνθρώπους ντρέπεσθε !... ξανάλεγε ὁ παπᾶς ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη, ἀλλὰ τῶν γυναικῶν καρφὶ δὲν τοὺς καιγότανε, μόνον ὁ Μήτρος ὁ Μητράρας κοκκίνιζε καὶ ἄναβε καὶ στριφογύριζε ἐκεῖ ποὺ ἐστεκότανε. Σὰν νὰ τὸν ψήνανε στὴ σκάρα.
- Πίσω μου σ᾿ ἔχω Σατανᾶ !
Τοῦ ἐρχότανε νὰ φωνάξῃ νὰ δικαιολογηθῇ, πὼς δὲν εὑρῆκε τὴ νοικοκυρὰ στὸ σπίτι καὶ πὼς γιὰ νὰ μὴ τὸ φᾶν οἱ γάτες τὸ πῆρε μαζί του στὴν ἐκκλησιά, ἀλλὰ ὅπως τὸ εἶχε κρυμμένο, σκεπασμένο δὲν ἐσκανδάλιζε κανένα !... Καὶ οὔτε τὸ ἔκαμνε ἐπίτηδες !... Ἀλλὰ ἦταν τόσο θυμωμένος ὁ παπᾶς, ποὺ δὲν ἐτόλμησεν ὁ Μητράρας νὰ μιλήσῃ !...
Μὰ πάλιν ὁ παπᾶς ἐπρόβαλε :
- Ἀφοῦ δὲν ντρέπεσθε, ἐφώναξε, κρατᾶτε τὰ κρέατά σας ἀνοιχτά !...


Τὸ αἷμα κῦμα ἀνέβηκε στὸ κεφάλι τοῦ Μητράρα !
- Ὤχ, ἀδελφέ, σάμπως χάλασε ἡ ἐκκλησία ἢ ἔφαγε τίποτα Μοναστήρια καὶ φωνάζει ἔτσι ὁ παπᾶς σὰν νἆνε λυσσασμένος !...
Κι ἐπὶ τέλους, ἁμαρτία ἔκανε, ποὺ ἦρθε μὲ κρέας εἰς τὴν ἐκκλησιά, γιὰ ν᾿ ἀνάψῃ κι αὐτός ἕνα κηρί, σἂν Χριστιανός !... Προβατίσιο κρέας εἶναι, δὲν εἶν᾿ ἀπὸ σκυλί !... Δὲν ἐμαγάρισε τὴν ἐκκλησία !... Τί θέλει ἐπὶ τέλους ὁ παπᾶς !
- Δὲν ἀκοῦτε, ξαναφώναξε ὁ παπᾶ Καραλίβανος.
- Τί δὲν ἀκοῦμε καὶ δὲν ἀκοῦμε, ἀντιφώναξε ὁ Μητράρας μὲ θυμό !...
Πάρε ἐπὶ τέλους λίγο κρέας πὤχω γιὰ νὰ πάψῃς νὰ φωνάζῃς.
Καὶ βγάζοντας ἀπὸ τὸν ὦμο τὸ σακκούλι του, μαζὶ μὲ τὸ κρέας ποὺ ἦταν μέσα, τὸ πέταξε ἐμπρὸς στὸ Ἅγιο Βῆμα, στὰ πόδια τοῦ παπᾶ καὶ σπρώχνοντας τὸν κόσμο, τράβηξε νὰ φύγῃ.
- Ὄξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά...
- Ὤχ ἀδελφέ, μᾶς ἔφαγες καὶ σύ...
Χάλασε ὁ κόσμος καὶ ἡ ἐκκλησία. Ἀναστατώθηκε τὸ πλήρωμα, διεκόπη ἡ λειτουργία καὶ οἱ γυναῖκες, γυμνὲς ὅπως ἦσαν, ἀφορμὴ ζητοῦσαν νὰ λιποθυμήσουν.
- Τί πέταξε ἐκεῖ ὁ Βλάχος ! Μπόμπα ;
Πολλοὶ ἔσπευσαν νὰ τρίψουν τὶς ντεκολτὲ γυναῖκες γιὰ νὰ ξελιποθυμήσουν, πασχάσαντες** ἔτσι, τὴν μεγάλην αὐτὴν ἡμέρα μὲ κρέατα ὠμά.
Ὁ Μητράρας ὅμως καὶ ἡ οἰκογένειά του συνέχισαν καὶ τὴν ἡμέρα τῆς Παναγίας ἀκόμη, ποὺ τόσον τὴν ἐπεκαλοῦντο νἄρθῃ, τὴ σαρακοστή !...


Σταμ. Σταμ.


__________

* χασὲς= εἶδος λευκοῦ ὑφάσματος ἀπὸ βαμβάκι
** πασχάζω= ἀρταίνομαι, γιορτάζω τὸ Πάσχα

Ὁ Σταμάτης Σταματίου (1881-1946), γνωστὸς ὡς Σταμ. Σταμ., γεννήθηκε στὴ Ναύπακτο καὶ διακρίθηκε ὡς δημοσιογράφος, εὐθυμογράφος σκιτσογράφος, ἀλλὰ καὶ ὡς πολεμιστὴς στοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους. 


Τὸ παραπάνω κείμενο, μαζί μὲ τὰ σκίτσα (τοῦ συγγραφέα) ἐντοπίσαμε σὲ ἕνα φύλλο τῆς ἐφημερίδας «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» τῆς δεκαετίας τοῦ 1930.  



Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΜΕ ΤΟΝ ΑΣΕΒΗ ΙΕΦΩΝΙΑ

Τὸ γεγονὸς τῆς Κομήσεως τῆς Θεοτόκου -ὡς γνωστὸν- δὲν ἐξιστορεῖται στὰ κανονικὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Πληροφορίες γι᾿ αὐτὸ μποροῦν νὰ ἀντληθοῦν μόνο ἀπὸ ἀπόκρυφα, μὴ κανονικὰ κέιμενα, ποὺ γιὰ διαφόρους λόγους οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπέκλεισαν ἀπὸ τὸν κανόνα. Ὡστόσο, ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτά, ποὺ συχνὰ βρίθουν ἀπὸ μυθιστορηματικὴ φαντασία, ἔγιναν προσφιλὲς ἀνάγνωσμα τῶν παλιῶν Χριστιανῶν, ἐνῷ ἀποτέλεσαν πηγὴ ἐμπνεύσεως γιὰ τὴν ὑμνογραφία καὶ ἰδίως γιὰ τὴν ἁγιογραφία. Σὲ πολλὲς εἰκόνες τῆς Κοιμήσεως (βυζαντινὲς καὶ νεοκλασσικὲς) στὸ κάτω μέρος ὑπάρχει μιὰ περίεργη σκηνή. Στὴν ἄκρη τῆς κλίνης, στὴν ὁποία βρίσκεται τὸ σκήνωμα τῆς Παναγίας, αἰωροῦνται δύο κομμένα χέρια και μπροστὰ βρίσκεται πεσμένος ὁ ἄνδρας στὸν ὁποῖον ἀνήκουν. Δίπλα ἕνας ἄγγελος κρατᾷ ἕνα ξίφος. Ἡ ἐξήγηση βρίσκεται σ᾿ ἕνα ἀπόκρυφο κείμενο, σ᾿ ἕναν ψευδεπίγραφο λόγο τοῦ «Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη» ποὺ ἀναφέρεται στὴν Κοίμηση τῆς Θετόκου. Ἰδοὺ τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα:

[...] Καὶ σὺν τῇ ἐξόδῳ τῆς ἀμώμου αὐτῆς ψηχῆς ἐπληρώθη εὐωδίας καὶ ἀφάτου φωτὸς ὁ τόπος, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἠκούετο λέγουσα· μακαρία σὺ ἐν γυναιξίν. Καὶ δραμὼν ὁ Πέτρος κἀγὼ Ἰωὰννης καὶ Παῦλος καὶ Θωμᾶς περιεπτυξαμεθα τοὺς τιμίους αὐτῆς πόδας πρὸς τὸ ἁγιασθῆναι· οἱ δὲ δώδεκα ἀπόστολοι τὸ τίμιον καὶ ἅγιον αὐτῆς σῶμα ἐπὶ κλίνης θέντες ἐβάστασαν. Καὶ ἰδοὺ ἐν τῷ βαστάζειν αὐτὴν Ἑβραῖός τις ὀνόματι Ἰεφωνίας γενναῖος τῷ σώματι ὁρμήσας ἐπεχείρησεν κατὰ τῆς κλίνης, τῶν ἀποστόλων βασταζόντων, καὶ ἰδοὺ ἄγγελος κυρίου ἀοράτῳ δυνάμει μετὰ ξίφους πυρὸς ἐκ τῶν ὤμων αὐτοῦ τὰς δύο ἔκοψεν χεῖρας καὶ μετεώρους ὑπὸ τὸν ἀέρα περὶ τὴν κλίνην ἀπετέλεσεν κρεμασθῆναι. Τούτου δὲ τοῦ θαύματος γενομένου ἀνέκραξεν πᾶς ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων τῶν θεωρησάντων ὅτι ὄντως ἀληθινὸς θεός ἐστιν ὁ τεχθεὶς παρὰ σοῦ, θεοτόκε ἀειπάρθενε Μαρία. Καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Ἰεφωνίας, τοῦ Πέτρου κελέυσαντος αὐτῷ, πρὸς τὸ δειχθῆναι τὰ θαυμάσια τοῦ θεοῦ, ἀναστὰς ὀπίσω τῆς κλίνης ἔκραζεν· ἁγία Μαρία ἡ γεννήσασα Χριστὸν τὸν θεόν, ἐλέησόν με. Καὶ στραφεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν πρὸς αὐτὸν· ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ τεχθέντος παρ᾿ αὐτῆς κολληθήσονται αἱ χεῖρες αἱ ἀφαιρεθεῖσαι ἀπὸ σοῦ. Καὶ παραχρήμα τῷ λόγῳ τοῦ Πέτρου αἱ χεῖρες παρὰ τὴν κλίνην τῆς δεσποίνης κρεμάμεναι ἀναχωρήσασαι ἐκολλήθησαν τῷ Ἰεφωνίᾳ· καὶ ἐπίστευσεν καὶ αὐτὸς καὶ ἐδόξασεν Χριστὸν τὸν θεὸν τὸν τεχθέντα ἐξ αὐτῆς [...] *

 ΑΠΟΔΟΣΗ

Καὶ σὰν ἔβγαινε ἡ ἄμωμη ψυχή της ο τόπος γέμισε ἀπὸ εὐωδιὰ κι ἄφατο φῶς, καὶ μιὰ φωνὴ ἀκούστηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ λέει: «εὐτυχισμένη σὺ μὲς στὶς γυναῖκες». Καὶ τρέχοντας ὁ Πέτρος κι ἐγὼ ὁ Ἰωάννης κι ὁ Παῦλος κι ὁ Θωμᾶς ἀγκαλιάσαμε τὰ τίμια πόδια της γιὰ νὰ ἁγιαστοῦμε· οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι τοποθέτησαν τὸ τίμιο καὶ ἅγιο σῶμα της πάνω σὲ κρεβάτι καὶ τὴ βαστοῦσαν. Καὶ καθὼς τὴ βαστοῦσαν ἕνας Ἑβραῖος ποὺ λεγόταν Ἰεφωνίας, μὲ δυνατὸ σῶμα, ὅρμησε ἐναντίον τοῦ κρεβατιοῦ ποὺ βαστοῦσαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ τότε Ἄγγελος Κυρίου ἔχοντας ἀόρατη δύναμη μ᾿ ἕνα πύρινο ξίφος έκοψε ἀπὸ τοὺς ὤμους του τὰ χέρια, τὰ ὁποῖα ἔμειναν μετέωρα γύρω ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Ὅταν συνέβη αὐτὸ τὸ θαῦμα ὅλος ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων ποὺ τὸ εἶδε φώναξε ὅτι «ὄντως ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι ὁ γεννημένος ἀπὸ σένα, Θεοτόκε ἀειπάρθενε Μαρία». Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἱεφωνίας, ὅταν ὁ Πέτρος τὸν διέταξε νὰ δεῖ τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ, σηκώθηκε πίσω ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ έλεγε: «ἁγία Μαρία, σὺ ποὺ γέννησες τὸν Χριστὸ τὸν Θεό, ἐλέησέ με». Τότε ὁ Πέτρος γύρισε καὶ τοῦ εἶπε: «στὸ ὄνομα τοῦ γεννημένου ἀπὸ αὐτὴν νὰ κολλήσουν τὰ χέρια ποὺ σοῦ ἀφαιρέθηκαν». Καὶ ταυτόχρονα μὲ τὰ λόγια τοῦ Πέτρου, τὰ χέρια ποὺ κρέμονταν ἀπὸ τὸ κρεβάτι τῆς Δέσποινας ἔφυγαν καὶ κόλλησαν στὸν Ἰεφωνία· καὶ πίστεψε κι αὐτὸς καὶ δόξασε τὸν Θεὸ τὸν γεννημένο ἀπὸ ἐκείνη.
----------------------


* 45-47 «Τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Ἁγίας Θεοτόκου»
Ἀπὸ ἔκδοση ἀποκρύφων κειμένων τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης τοῦ Constantin von Tischendorf (1815-1874)



                                                                                                                    Ἔρευνα: Μ. Χριστόπουλος



Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΑΠΟΣΤΟΛΟΥ (ἀφιέρωμα)


Σήμερα συμπληρώνονται 76 χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατο ἑνὸς ἐκλεκτοῦ Ἕλληνα συνθέτη, τοῦ Νίκου Χατζηαποστόλου (1884-1941). Μὲ τὰ μελωδικὰ τραγούδια του καὶ τὶς περίπου 40 ὀπερέττες του σφράγισε μιὰν ὁλόκληρη ἐποχή.

Στὴ "ΒΡΑΔΥΝΗ" τῆς 12ης Αὐγούστου τοῦ 1941 δημοσιεύτηκε ἡ παρακάτω νεκρολογία. Ἔχει γραφεῖ ἀπὸ τὴν ἔγκριτη μουσικοκριτικὸ Ἀλεξάνδρα Λαλαούνη.


ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΑΠΟΣΤΟΛΟΥ


Ὁ δημοφιλὴς συνθέτης

Ἡ Ἑλληνικὴ Μουσικὴ χάνει ἕναν ἀπ’ τοὺς πιὸ ἁγνούς, τοὺς πιὸ εἰλικρινεῖς, τοὺς πιὸ ἐνθουσιώδεις ἐργάτες της. Στὴν ἀκμὴ τῆς δράσεώς του ἀκόμα, τῆς ἀστείρευτης ἐμπνεύσεώς του, ὁ Νῖκος Χατζηαποστόλου, ὁ δημοφιλὴς συνθέτης, ἔκλεισε γιὰ πάντα τὰ μάτια του. Ἔγραφε μιὰ καινούργια ὀπερέττα, ὅταν τὸν βρῆκε, ἀμείλικτη, ἡ ἀρρώστια. Μάθαμε πὼς εἶχε μεταφερθῆ στὸ νοσοκομεῖο. Ἀλλὰ κανένας μας δὲν μποροῦσε νὰ φαντασθῆ πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ ξεχειλοῦσε ἀπὸ ζωντάνια καὶ σφρίγος, ὁ τραγουδιστὴς ποὺ δὲν ἔπαυε τριάντα σχεδὸν χρόνια τώρα νὰ πλουτίζῃ τὴν Ἑλληνικὴ Μουσική, θὰ ἔσβηνε τόσο γρήγορα, τόσο εὔκολα. Δὲν ἦταν παρὰ 56 ἐτῶν. Ἄρτια μορφωμένος μουσικός*, ὁ Χατζηαποστόλου ἔνοιωσε ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τὴ μεγάλη ἀλήθεια πὼς τίποτα δὲν ὑπάρχει μικρό στὴν Τέχνη, – ὅταν πρόκειται γιὰ ἀληθινὴ Τέχνη – κι ἀκολουθῶντας τὴν ἄδολη ἔμπνευσί του, ἀπόδειξε αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, δημιούργησε μία ἀληθινὴ ἐλαφρὰ ἑλληνικὴ μουσική, εἶναι ἕνας ἀπ’ τοὺς λίγους, τοὺς ἐλάχιστους, ποὺ ἀνέβασε τὸ ἑλληνικὸ λαϊκὸ τραγούδι σὲ περιωπὴ τέχνης, ἀκολουθῶντας τὰ ἴχνη τοῦ ἀξέχαστου Κόκκινου**, μὰ μὲ περισσότερη πειστικότητα ἀκόμα ὅσο καὶ περισσότερη πρωτοτυπία καὶ ἀνώτερη μόρφωση. Χωρὶς νὰ καταφεύγει παρὰ σπάνια – καὶ τότε πάλι ἐντελῶς δημιουργικὰ – στὴ δημοτικὴ μοῦσα, ὅ,τι κι ἂν ἔγραφε ὁ Χατζηαποστόλου εἶχε τὴ σφραγίδα τῆς ἑλληνικῆς του ψυχῆς, ἦταν βγαλμένο μέσα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ φύσι, τὸ ἑλληνικὸ περιβάλλον, τὰ ἑλληνικὰ δεδομένα. Τὰ τραγούδια του βρίσκονταν στὸ στόμα ὅλων κι ἐνῷ τὰ τραγουδοῦσε ὁ λαός, ἄλλο τόσο στέκονταν περίφημα στὰ ρεσιτὰλ τῶν διαφόρων καλλιτεχνῶν μας τοῦ τραγουδιοῦ. Καὶ σ’ αὐτὸ ἔγκειται ἡ ξεχωριστὴ τέχνη τοῦ Χατζηαποστόλου. Ἀφήνει ἕνα ἔργο τεράστιο: Ἀπάνω ἀπὸ 35 ὀπερέττες – μία παίχθηκε καὶ στὴν Ἰταλία*** –ἀμέτρητα τραγούδια. Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο ἔργο τοῦ Χατζηαποστόλου: Οἱ ἐκκλησιαστικές του συνθέσεις, ποὺ δημιούργησε κατὰ τὴν δεκαετία 1912-1922, ποὺ διηύθυνε τὸ Χορὸ τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης καὶ ποὺ μένει ἀνέκδοτο καὶ ἄγνωστο****. Πῶς μέσα ἀπ’ τὴν ἴδια ψυχὴ ἀναπηδοῦσε τὸ κατανυκτικὸ ἐκκλησιαστικὸ μέλος ἢ ἡ αἰσθηματικὴ ὀπερέττα, αὐτὸ εἶναι: τὸ μυστήριο τῆς ἱερῆς σπίθας ποὺ ὁ Θεὸς ἀνάβει μέσα στὶς ψυχὲς τῶν ἐκλεκτῶν του. Παράλληλα μὲ τὸ δημιουργικό του ἔργο, ὁ Χατζηαποστόλου ὑπῆρξε δάσκαλος, διευθυντὴς ὀρχήστρας ὀπερέττας, ἐργάσθηκε στὴ φωνοληψία τῶν ἑλληνικῶν τραγουδιῶν γιὰ διάφορες ξένες ἑταιρεῖες δίσκων γραμμοφώνου, ταξίδεψε στὸ ἐξωτερικό. Ἐπὶ πλέον ἀγωνίσθηκε δίπλα στὸν μεγάλο Λαυράγκα, γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ Μελόδραμα, ποὺ ἐπὶ χρόνια ὑπῆρξε πρῶτος του βαθύφωνος. Μιὰ ζωὴ γεμάτη ἐργατικότητα καὶ δρᾶσι, ἀφιερωμένη ὁλόκληρη στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἑλληνικῆς Τέχνης.



----------

* Σπούδασε στὸ Ὠδεῖο Λόττνερ (μετέπειτα Ἑλληνικὸν Ὠδεῖον)
** Ὁ συνθέτης τοῦ ἀθηναϊκοῦ τραγουδιοῦ Νῖκος Κόκκινος
*** Πρόκειται γιὰ τὴν ὀπερέττα « Η Μπεμπέκα»
**** Ἕνα μέρος τῶν συνθέσεων αὐτῶν ἐκδόθηκε τὸ 1994 ἀπὸ τὸν μουσικὸ ἐκδοτικὸ οἶκο «Γαϊτάνου» Κοκονέτση.



ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΟΠΕΡΕΤΤΕΣ ΤΟΥ 



1. «Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΕΤΑΙ»



Διαφήμιση γιὰ τὴν πρεμιέρας τῆς ὀπερέττας «Ὁ μπαμπᾶς ἐκπαιδεύεται» τῶν Σπύρου Μελᾶ & Ν. Χατζηαποστόλου, ποὺ παίχτηκε στὶς 5 Ἰουνίου τοῦ 1936 ἀπὸ τὸν θίασο Πέτρου Κυριακοῦ.



2. «Η ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΗ ΦΩΛΙΑ»

Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1938 ὁ Νῖκος Χατζηαποστόλου μετέβη στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ τὸ ἀνέβασμα μιᾶς νέας του ὀπερέττας, τῆς «Γκρεμισμένης φωλιᾶς». Ὁ συνθέτης ἔτυχε θερμῆς ὑποδοχῆς, μάλιστα μίλησε καὶ στὸν τοπικὸ ραδιοφωνικὸ σταθμό. Στὴν ἐφημερίδα «Μακεδονία» (25/8/38) βρήκαμε ἕνα πλούσιο ἀφιέρωμα καὶ μία ἐφ ὅλης τῆς ὕλης συνέντευξή του.

Ἐφημερίδα «Μακεδονία» ἀφιέρωμα στὸν συνθέτη καὶ συνέντευξή του. «Ἂν εἶχε γεννηθῇ ἀλλοῦ ὁ κ. Χατζηαποστόλου πρὸ πολλοῦ θὰ τὸν εἶχαν πῆ μεγάλο. Ἐμεῖς ἐδῶ προκειμένου νὰ ἀπαγγείλουμε μίαν ἀναγνώρισιν τσεβδίζουμε χρόνια καὶ χρόνια. Ἀλλὰ τί σημασία ἔχει αύτός ; Ἡ άναγνώρισις τῆς ἀξίας του ὡς συνθέτου, μιᾶς ἀξίας ἐξαιρετικῆς, μεγάλης, εἶναι χαραγμένη μὲ μεγάλα, ὁλόχρυσα γράμματα μέσα στὸ ἔργον του...».


Διαφήμηση τῆς πρεμιέρας τοῦ ἔργου. Ἀνεβάστηκε στὸ θέατρο «ΗΛΥΣΙΑ» ἀπὸ τὸν θίασο Παρασκευᾶ Οἰκονόμου, μὲ τὴ σύμπραξη τῆς Πάολας. Μεταξὺ τῶν πρωταγωνιστῶν ἦταν ὁ τενόρος Κώστας Μανιατάκης καὶ ὁ Κούλης Στολίγκας. Ἡ ὑπόθεση τοῦ ἔργου βασίζεται στὴν «Ἄγνωστο» τοῦ Alexandre Bisson.


Ἡ 23η παράσταση τοῦ ἔργου




3. «Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ»


Διαφήμιση γιὰ τὴν πρεμιέρα τῆς μουσικῆς ἠθογραφίας «Ἡ καρδιὰ τοῦ πατέρα» τοῦ Ν. Χατζηαποστόλου, ποὺ παίχτηκε στὶς 8 Νοεμβρίου 1939 ἀπὸ τὸν θίασο Νίκου Μηλιάδη & Κυριάκου Μαυρέα. Ἡ ὑπόθεση βασίζεται στὸ γαλλικὸ ἔργο «Les crochets du père Martin» (τοῦ Eugène Grangé), ποὺ διασκεύασε καὶ ἐξελλήνισε ὁ ἴδιος ὁ συνθέτης. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς προαναφερθέντες θιασάσχες ἔπαιζαν οἱ Ὀρέστης Μακρῆς, Γιῶργος Γαβριηλίδης, Κώστας Μανιατάκης, Τάκης Χατζηχρῆστος, Ἀπόλλων Γαβριηλίδης, Περικλῆς Πλεμενίδης, Μαρίκα Καλουτᾶ, Ἄννα Καλουτᾶ, Καίτη Ντιριντάουα, Πόπη Μέγγουλα, Νίνα Παυλόφσκαγια. Στὰ 1963 τὸ ἔργο αὐτὸ διασκευάστηκε καὶ μὲ τὸν τίτλο «Ο ΑΣΩΤΟΣ» ἔγινε ταινία ἀπὸ τὴν Μαρία Πλυτᾶ.



4. «ΣΑΝ Η ΚΑΡΔΙΑ ΠΟΝΑΕΙ»

Πρόκειται -ὅπως φαίνεται- γιὰ τὴν τελευταία του ὀπερέττα. Παρουσιάστηκε τὸν Αὔγουστο τοῦ 1941, λίγες ἑβδομάδες μετὰ ἀπὸ τὸ θάνατό του, στὸ θέατρο Σαμαρτζῆ. Τὸ κείμενό της βασιζόταν στὸ ἔργο τοῦ Dario Niccodemi «Ἡ δασκαλίτσα» ("La maestrina"). Συμμετεῖχαν ὁ Πέτρος Κυριακός, ἡ Μαρίκα Κρεββατᾶ, ἡ Λέλα Πατρικίου, ὁ Κώστας Μανιατάκης, ἡ Ρένα Ντόρ, ὁ Σταῦρος Ἰατρίδης, ὁ Κώστας (;) Χατζηχρῆστος, οἱ χορευτὲς Νίνα Παυλόφσκαγια καὶ Σ. Σπυρόπουλος, ἐνῷ τὴν διεύθυνση τῆς ὀρχήστρας εἶχε ὁ Ἰωσὴφ Ριτσιάρδης.  






Ἐπιλογὴ ἀπὸ τὸ ἔργο του


ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΟΠΕΡΕΤΤΕΣ


«Ρετσίνα» (Οἱ ἀπάχηδες τῶν Ἀθηνῶν)
Τραγουδάει ὁ Μιχάλης Χελιώτης

«Πᾶν᾿ οἱ ἐλπίδες» (Τὸ κορίτσι τῆς γειτονιᾶς)
Τραγουδοῦν: Λέλα Ζωγράφου & Μιχάλης Χελιώτης


«Τὰ ἐρωτικὰ γυμνάσια» 
(μουσικὰ ἀποσπάσματα)

«Φτώχεια» (Μποέμικη Ἀγάπη).
Τραγουδάει ὁ Κώστας Μυλωνᾶς

«Μακριὰ κι ἂν θά ᾿σαι» (Πῶς περνοῦν οἱ παντρεμένοι)
Τραγουδοῦν Λέλα Ζωγράφου & Γιῶργος Κρίνος.
Τὴν ὀρχήστρα διευθύνει ὁ υἱὸς τοῦ συνθέτη, Ἀνδρέας Χατζηαποστόλου, δημοφιλὴς συνθέτης καὶ ἀρχιμουσικὸς ἐπίσης.

«Λιγώθηκα» (Ἡ πρώτη ἀγάπη) 
τραγουδοῦν: Μίνα Χατζηαποστόλου (σύζυγος τοῦ συνθέτη) & Παρασκευᾶς Οἰκονόμου




ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ



«Τὰ κοραλλένια χείλη σου» 
(Καντάδα σὲ ποίηση του ἀδελφοῦ του, Ἀντώνη, δημοσιογράφου)

«Θὰ κόψω ρόδα μυρωμένα»
(καντάδα σὲ ποίηση Ἰ. Πολέμη)



«Τὸ νερωμένο κρασί»
(σὲ ποίηση Ἰ. Πολέμη)
Τραγουδάει ὁ Γιάννης Ἀγγελόπουλος

«Ὁ Ἀγωγιάτης»
Τραγουδάει ὁ Τίτος Ξηρέλλης

«Σὰν παραμύθι»
(σὲ ποίηση Ἰ. Πολέμη)
Τραγουδάει ἡ Ν. Φραγκιὰ - Σπηλιοπούλου


«Τὸ μαντήλι»
(σὲ ποίηση Στέλιου Σπεράντζα)
Τραγουδάει ὁ Γιῶργος Παππᾶς




ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ


Τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς σὲ μέλος Ν. Χατζηαποστόλου




ΜΑΕΣΤΡΟΣ


Διευθύνει τὴν μεγάλη ὀρχήστρα τῆς Columbia στὸ τραγούδι «ΖΗΤΑΤΕ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ» τοῦ Ἀττίκ. Τραγούδι: Πέτρος Ἐπιτροπάκης.


ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΕΣ


Ἀρκετὲς παρτιτοῦρες τραγουδιῶν του βρίσκονται ψηφιοποιημένες στὴν "Ἑλληνική Μουσικὴ Πύλη τοῦ Κέντρου Μουσικῆς Πληροφόρησης" βλ. http://digitize.iema.gr/is_res_ent.php?index=20&record_count=75&s_action=0&phys_item_gen_id=&phys_item_spec_id=&s_11=%CE%A7%CE%B1%CF%84%CE%B6%CE%B7%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%83%CF%84%CF%8C%CE%BB%CE%BF%CF%85&s_12=&s_13=&s_21=&s_22=&s_23=&s_31=&s_32=&s_33=&s_41=&s_42=&s_43=&date1_1=0&date1_0=0


Φωτογραφία ἀπὸ τὸ βιβλίου τοῦ Σώτου Πετρᾶ «Βασιλικὸ Θέατρο - Ἑλληνικὴ Ὀπερέττα» (Ἀθήνα 1960)


Ἡ προτομὴ τοῦ συνθέτη στὴν Πλάκα, τὸν τόπο ὅπου γεννήθηκε καὶ ἔζησε (πηγή: http://www.athenssculptures.com/2014/01/nikos-hatziapostolou.html)

_______________________

*Ἔρευνα: Μ. Χριστόπουλος