Ἱστορίες
τοῦ χωριοῦ
«ΤΟ
ΝΤΕΚΟΛΤΕ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΥ»
τοῦ
Σταμάτη Σταματίου (1881-1946)
Ὁ
Μῆτρος ὁ Μητράρας, κτηνοτρόφος ἀπὸ
τοὺς καλούς, μόλις εἶχε γυρίσει ἀπὸ
τὴ χώρα, ποὺ πῆγε καὶ συμφώνησε τὰ
γάλατα, τὰ μποτζοτύρια (ξυλοτύρια), τὰ
τυριά. Πῆρε καὶ προκαταβολή, ψώνισε
καὶ γιὰ τὸ νοικοκυριό, ὅ,τι παρήγγειλεν
ἡ Μήτραινα: λίγο χασὲ* γιὰ τὴν προῖκα
τῆς Μαριῶς, διάνες γιὰ τὰ κορίτσια,
παπούτσια προκομμένα γιὰ τὸ μικρὸ
Μητρόπουλο, μελιτζάνες, πιπεριές, πῆρε
καὶ κρέας μιὰ ὀκὰ καὶ παραπάνω, γιὰ
νὰ φᾶνε ταχινά,
ποὺ ξημέρωνε τῆς Παναγίας.
Τοὺς
εἶχε ξελιγώσει ἡ νηστεία. Φασόλια καὶ
φασόλια στὸ τετράγωνο. Καὶ τοῦτα δίχως
λάδι...
-
Πότε θὰ μᾶς ἔρθῇς, Παναγιά μου !
Καὶ
ἡ Παναγιὰ ἦρθε, ἡ γιορτή της δηλαδή,
καὶ μαζὶ μὲ τὴν Παναγιά, ἦρθε κι ὁ
Μῆτρος, φορτωμένος ψώνια ἀπὸ τὴ χώρα.
Γεμᾶτος
ὁ ντορβᾶς !...
Μά,
σὰν ἔφθασεν ὁ Μῆτρος εἰς τὸ σπίτι,
δὲν ἤτανε κανένας. Χτυπάει, ξαναχτυπάει
τὴν πόρτα, τσιμουδιά !....
Οἱ
γάτες μόνο, ποὺ μύρισαν τὸ κρέας,
βγῆκαν νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν νιαουρίζουσαι.
Κατάλαβεν
ὁ Μῆτρος.
-
Ἡ φαμηλιὰ θὰ εἶν᾿ στὴν ἐκκλησιά...
Ἡμέρα ὅπου εἶναι ! Γιορτὴ δεσποτική...
ἅ ; πάω, κι ἐγὼ ἐσκέφθη ν᾿ ἀνάψω ἕνα
κερί.
Ἐπέταξε
ἀπὸ τὸ παράθυρο μέσα στὸν ὀντὰ τὰ
ψώνια, τὰ παπούτσια, τὶς μελιτζάνες,
τὶς διάνες, τὸν χασέ, κι ἐκράτησε μοναχὰ
τὸ κρέας.
-
Ποῦ νὰ τὸ βάλω, σκέφθηκε, ποὺ θὰ μοῦ
τὸ φᾶν᾿ οἱ γάτες !
-
Ἂς τὸ κρατήσω, εἶπε, στὸν ντουρβᾶ, κι
ἂς πάω μ᾿ αὐτὸ στὴν ἐκκλησιά. Μέσα
στὸ σακκούλι, καθὼς εἶναι, ὅπως εἶμαι
ἐγώ, κανεὶς δὲν θὰ τὸ καταλάβῃ...
Καὶ
τράβηξε μέσα στὴν ἐκκλησιὰ κάνοντας
μετάνοιες καὶ σταυροὺς μεγάλους, ἁπλωτούς....
*
* *
Γεμάτη
ἡ ἐκκλησία ἀπὸ κόσμο καὶ κόσμο θηλυκό.
Κανδήλια ἀναμμένα, λαμπάδες καὶ κεριά,
ποὺ ἐπιτείνανε τὴ ζέστη τοῦ Αὐγούστου.
Προνοητικὲς
ἡ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ. Εἶχαν φορέσει
τὰ λεπτά τους, τὰ ἐλαφρά τους τὰ
φορέματα. Κι ὅσες ἀκολουθούσανε τὴ
μόδα καὶ φοροῦσαν εὐρωπαϊκά, τὰ εἴχανε
πετάξει ὅλα καὶ ἤσανε σχεδὸν γυμνές.
Ὄξω οἱ μασχάλες μὲ τὸ ἐλαφρὸ τοῦ
μαλλιάσματος συννέφιασμα, προκλητικόν,
ὄξω οἱ πλάτες, πλατειές, μπουντραρισμένες
σὰν πλαστήρια, ὄξω οἱ γάμπες, τὰ σφυρά.
Ξεγυμνωσιὰ μεγάλη, τόσο μεγάλη, ὅπου
ἔκανε τὸν ἱερέα τοῦ χωριοῦ, τὸν γέρω
Καραλίβανο, νὰ νευριάζεται καὶ νὰ
φωνάζει συνεχῶς :
-
Ντροπὴ νὰ ἔρχεσθε μὲ φανερὰ τὰ κρέατά
σας στὴν ἐκκλησιά !...
-
Εἶναι ντροπὴ κι ἁμαρτία.
-
Σκεπᾶσθε
τὰ κρέατά σας !...
Μά,
σήμερα ἡ ξεγυμνωσιά, ποὺ τὸ εἶχε
παρακάνει, ἔκαμε πειὸ ἄγριον πλέον τὸ
παπᾶν καὶ τὸν ἔκανε νὰ βγαίνῃ
κάθε λίγο στὴν Ὡραία Πύλη νὰ φωνάζῃ.
-
Τί κρέατα εἶναι αὐτὰ ποὺ φέρατε σήμερα
στὴν ἐκκλησιά ; Δὲν ντρέπεσθε λιγάκι
!
Ὁ
Μῆτρος ὁ Μητράρας τὰ ἔχασε ἀκούγοντας
αὐτά.
Ἐνόμισε
πὼς ὁ παπᾶς ἐμάλωνε γιὰ τὸ κρέας τὸ
δικό του.
-
Μωρέ, ποῦ στὴν ὀργὴ τὸ εἶδε, σκέφθηκε,
ἐγὼ τὸ ἔχω μέσα στὸ σακκούλι !...
Καὶ
τὸ ψηλάφισε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ ἐκεῖ,
μήπως ἐξέχει καὶ φαίνεται ἀπὸ πουθενά.
Ἀλλὰ τὸ κρέας ἦταν καλὰ τυλιγμένο
μέσα στὸ σακκούλι, κι ἀπὸ πάνω ἡ καπόττα
τὸ ἐσκέπαζε.
-
Ποῦ τὸ εἶδε ὁ παπᾶς ! Μυρωδιὰ τὸ πῆρε,
σὰν τὶς γάτες !...
Μὰ
μ᾿ ὅλα ταῦτα, δὲν ἡσύχαζε ὁ παπᾶ
Καραλίβανος !
-
Τί κρέατα εἶναι αὐτά, ποὺ φέρατε ἐδῶ
πέρα ; Γιὰ τί τὴν περάσατε τὴν ἐκκλησία
!
-
Πίσω μου σ᾿ ἔχω, Σατανᾶ !... ἐσκέπτετο
ὁ Μῆτρος ὁ Μητράρας. Ποῦ στὴν ὀργὴ
τὸ βλέπει !...
Κι
ὅλο μαζευότανε κι ὅλο καὶ σφιγγότανε
στὴν καπόττα, καὶ ὅλο καὶ κρατοῦσε
τὸ σακκούλι σφικτά, κρυμμένο κάτω ἀπὸ
τὴν ἀμασχάλη του.
-
Οὔτε Θεὸ φοβᾶσθε, οὔτε ἀνθρώπους
ντρέπεσθε !... ξανάλεγε ὁ παπᾶς ἀπὸ τὴν
Ὡραία Πύλη, ἀλλὰ τῶν γυναικῶν καρφὶ
δὲν τοὺς καιγότανε, μόνον ὁ Μήτρος ὁ
Μητράρας κοκκίνιζε καὶ ἄναβε καὶ
στριφογύριζε ἐκεῖ ποὺ ἐστεκότανε.
Σὰν νὰ τὸν ψήνανε στὴ σκάρα.
-
Πίσω μου σ᾿ ἔχω Σατανᾶ !
Τοῦ
ἐρχότανε νὰ φωνάξῃ νὰ δικαιολογηθῇ,
πὼς δὲν εὑρῆκε τὴ νοικοκυρὰ στὸ
σπίτι καὶ πὼς γιὰ νὰ μὴ τὸ φᾶν οἱ
γάτες τὸ πῆρε μαζί του στὴν ἐκκλησιά,
ἀλλὰ ὅπως τὸ εἶχε κρυμμένο, σκεπασμένο
δὲν ἐσκανδάλιζε κανένα !... Καὶ οὔτε
τὸ ἔκαμνε ἐπίτηδες !... Ἀλλὰ ἦταν τόσο
θυμωμένος ὁ παπᾶς, ποὺ δὲν ἐτόλμησεν
ὁ Μητράρας νὰ μιλήσῃ !...
Μὰ
πάλιν ὁ παπᾶς ἐπρόβαλε :
-
Ἀφοῦ δὲν ντρέπεσθε, ἐφώναξε, κρατᾶτε
τὰ κρέατά σας ἀνοιχτά !...
Τὸ
αἷμα κῦμα ἀνέβηκε στὸ κεφάλι τοῦ
Μητράρα !
-
Ὤχ, ἀδελφέ, σάμπως χάλασε ἡ ἐκκλησία ἢ ἔφαγε
τίποτα Μοναστήρια καὶ φωνάζει ἔτσι ὁ
παπᾶς σὰν νἆνε λυσσασμένος !...
Κι
ἐπὶ τέλους, ἁμαρτία ἔκανε, ποὺ ἦρθε
μὲ κρέας εἰς τὴν ἐκκλησιά, γιὰ ν᾿
ἀνάψῃ κι αὐτός ἕνα κηρί, σἂν Χριστιανός
!... Προβατίσιο κρέας εἶναι, δὲν εἶν᾿
ἀπὸ σκυλί !... Δὲν ἐμαγάρισε τὴν ἐκκλησία
!... Τί θέλει ἐπὶ τέλους ὁ παπᾶς !
-
Δὲν ἀκοῦτε, ξαναφώναξε ὁ παπᾶ Καραλίβανος.
-
Τί δὲν ἀκοῦμε καὶ δὲν ἀκοῦμε,
ἀντιφώναξε ὁ Μητράρας μὲ θυμό !...
Πάρε
ἐπὶ τέλους λίγο κρέας πὤχω γιὰ νὰ
πάψῃς νὰ φωνάζῃς.
Καὶ
βγάζοντας ἀπὸ τὸν ὦμο τὸ σακκούλι
του, μαζὶ μὲ τὸ κρέας ποὺ ἦταν μέσα,
τὸ πέταξε ἐμπρὸς στὸ Ἅγιο Βῆμα, στὰ
πόδια τοῦ παπᾶ καὶ σπρώχνοντας τὸν
κόσμο, τράβηξε νὰ φύγῃ.
- Ὄξω ἀπὸ τὴν
ἐκκλησιά...
-
Ὤχ ἀδελφέ, μᾶς ἔφαγες καὶ σύ...
Χάλασε
ὁ κόσμος καὶ ἡ ἐκκλησία. Ἀναστατώθηκε
τὸ πλήρωμα, διεκόπη ἡ λειτουργία καὶ
οἱ γυναῖκες, γυμνὲς ὅπως ἦσαν, ἀφορμὴ
ζητοῦσαν νὰ λιποθυμήσουν.
-
Τί πέταξε ἐκεῖ ὁ Βλάχος ! Μπόμπα ;
Πολλοὶ
ἔσπευσαν νὰ τρίψουν τὶς ντεκολτὲ
γυναῖκες γιὰ νὰ ξελιποθυμήσουν,
πασχάσαντες** ἔτσι, τὴν μεγάλην αὐτὴν
ἡμέρα μὲ κρέατα ὠμά.
Ὁ
Μητράρας ὅμως καὶ ἡ οἰκογένειά του συνέχισαν καὶ τὴν ἡμέρα τῆς Παναγίας ἀκόμη, ποὺ τόσον τὴν ἐπεκαλοῦντο
νἄρθῃ, τὴ σαρακοστή !...
Σταμ.
Σταμ.
__________
* χασὲς= εἶδος λευκοῦ ὑφάσματος ἀπὸ βαμβάκι
** πασχάζω= ἀρταίνομαι, γιορτάζω τὸ Πάσχα
Ὁ Σταμάτης Σταματίου (1881-1946), γνωστὸς ὡς Σταμ. Σταμ., γεννήθηκε στὴ Ναύπακτο καὶ διακρίθηκε ὡς δημοσιογράφος, εὐθυμογράφος σκιτσογράφος, ἀλλὰ καὶ ὡς πολεμιστὴς στοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους.
Τὸ παραπάνω κείμενο, μαζί μὲ τὰ σκίτσα (τοῦ συγγραφέα) ἐντοπίσαμε σὲ ἕνα φύλλο τῆς ἐφημερίδας «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» τῆς δεκαετίας τοῦ 1930.