Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

ΜΙΑ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ


__Ἡ ἱστορία δὲν εἶναι οὔτε θεολογία οὔτε θρησκεία. Γιὰ νὰ προχωρήσουμε σὲ μία ἱστορικὴ διαπίστωση δὲν βασιζόμαστε στὴν πίστη, στοὺς πόθους μας ἢ στὴ φαντασία, ἀλλὰ σὲ ἀποδείξεις καὶ τεκμήρια…
 __Ὅταν ὅμως ἀπευθυνόμαστε σὲ κάποιον ἀνενημέρωτο καὶ ἀστοιχείωτο μπορεῖ νὰ τὸν πείθουμε μὲ ὅ,τι κι ἂν λέμε· μπορεῖ πρόσκαιρα καὶ νὰ θριαμβεύουμε, πόσο μᾶλλον ὅταν μᾶς περιβάλλει κάποιο «κῦρος». Μάταια ὅμως. Ὁ χρόνος, αὐστηρὸς καὶ ἀμείλικτος, θὰ ἔρθει νὰ σαρώσει καθετὶ τὸ ἀστήρικτο, τὸ πρόχειρο, τὸ ἐπιπόλαιο.
__ Ἀνέγνωσα τὴν βρίθουσα ἀντιφάσεων ἔκκληση τοῦ Σεβασμιωτάτου ποὺ καλεῖ «πάντα διαφωνοῦντα… νὰ δεχθεῖ… ἀνεξαιρέτως τὸ ναΰδριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Τεμένης ὡς τὸν τόπο πραγματοποιήσεως τῆς ἱστορικῆς ἐκείνης Συνελεύσεως», καὶ ἀπόρρησα ! Ἄλλο πάλι καὶ τοῦτο... Πρέπει σώνει καὶ καλὰ νὰ συμφωνήσουμε ὅλοι μαζί τους ; Ὁ ἀντίλογος ἀπαγορεύεται ; Ἡ ἀντίθετη ἄποψη θὰ διωχθεῖ ; Πρὸς τί αὐτὴ ἡ προσπάθεια φιμώσεως; Πιὸ πάνω ἡ Σεβασμιότης Του μᾶς λέει «πὼς δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ὑπάρχουν ἀδιάσειστα στοιχεῖα γιὰ μιὰ μυστικοῦ χαρακτῆρος Συνέλευση τῆς ἐποχῆς ἐκείνης» (!) καὶ μετὰ μᾶς καλεῖ νὰ χάψουμε τὰ πρόσφατα σενάρια, ποὺ τάχα στηρίζονται σὲ «ἀτράνταχτα στοιχεῖα». Καὶ ἐρωτῶ, ἂν δὲν συμφωνήσουμε τί θὰ πάθουμε ;
__Γιὰ ζητήματα (τοὐλάχιστον) ἱστορικῆς φύσεως δὲν πρέπει καὶ δὲν μποροῦμε νὰ πειθόμαστε τόσο εὔκολα οὔτε ἀπὸ Μητροπολίτες, οὔτε ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ συμβούλια, οὔτε ἀπὸ πολιτικοὺς (ὁποιασδήποτε ἰδεολογίας), οὔτε ἀπὸ δημοτικὲς ἀρχὲς (πάσης φύσεως) καὶ παρατρεχάμενούς τους. Καὶ γιατί πρέπει σώνει καὶ καλὰ νὰ βροῦμε ποῦ ἀκριβῶς ἔγινε ἡ πρὸ 200 ἐτῶν πραγματοποιηθεῖσα Συνέλευση, ὅταν τὸ Αἴγιον ἔχει ἀλλάξει ῥιζικὰ ἀπὸ τότε ; Καὶ γιατί πρέπει αὐτὸ τὸ γεγονὸς νὰ ἔγινε ὁπωσδήποτε σὲ ἐκκλησία (σῳζομένη μάλιστα), ὅταν ὁ πρωτοσύγγελλος Ἀμβρόσιος Φραντζῆς, ποὺ ἦταν παρὼν σ’αὐτὴν (καὶ ντόπιος), γράφει ξεκάθαρα πὼς ἔγινε σὲ σπίτι ; Καλούμαστε λοιπὸν, σὰν πρόβατα, νὰ πειστοῦμε καὶ νὰ ἡσυχάσουμε «ἕως ὅτου προκύψει κάποιο ἄλλο ἀδιάσειστο ἱστορικὸ ντοκουμέντο». Τί ντοκουμέντο μπορεῖ νὰ προκύψει, ὅταν οἱ πρωτογενεῖς πηγὲς εἶναι μετρημένες ; Ὅταν ὅλοι, ὅσοι μποροῦσαν νὰ ἐπιβεβαιώσουν κάτι ἢ νὰ διαψεύσουν, βρίσκονται στὸν ἄλλον κόσμο; Λέτε νὰ ξεκινήσουν τίποτε ἀνασκαφὲς ἢ μήπως σκέφτονται νὰ καλέσουν τὸ πνεῦμα τοῦ Παπαπαφλέσσα -ἂς ποῦμε- γιὰ νὰ μᾶς ἐπιβεβαιώσει τὰ ὅσα διατυμπανίζουν ; Ἐκτὸς κι ἂν μᾶς μαγειρεύουν τίποτε ἄλλο... τῇ θείᾳ πάντα ἐμπνεύσει καὶ ἀπὸ πατριωτισμὸ (διάβαζε τοπικισμὸ) κινούμενοι.
__Μήπως ἡ Μητρόπολις θέλει διακαῶς κι ἄλλη Ἁγία Λαύρα (στὸ Αἴγιον αὐτὴ τὴ φορὰ) καὶ προσπαθεῖ ἀγωνιωδῶς, ὅπως-ὅπως νὰ τὸ πετύχει ; Θὰ εἶναι ὁπωσδήποτε καλὴ τουριστικὴ ἀτραξιὸν καὶ γιὰ τὸν Δῆμο μας, ἀλλὰ καὶ διαφήμιση γιὰ τοὺς ἐμπλεκομένους.
 Ἀλλ’ ἂς σοβαρευτοῦμε λίγο. Οἱ ἀρχιερεῖς ἂς περιοριστοῦν στὰ δογματικά, θεολογικὰ καὶ ποιμαντορικά τους· τὰ ἐκκλησιαστικὰ συμβούλια στὰ παγκάρια τους· οἱ δημοτικὲς ἀρχὲς στὰ οὐσιαστικὰ προβλήματα τῶν συμπολιτῶν ποὺ ἀμελοῦν, ἀσχολούμενοι μὲ φούμαρα γιὰ μεταξωτὲς κορδέλλες καὶ λογῆς-λογῆς φιγοῦρες. Μὲ τὴν πρόσφατη στάση τους γελοιοποιοῦν τὴ Συνέλευση, τόσο, ποὺ εἶναι ζήτημα ἂν πάρει ποτὲ κανεὶς στὰ σοβαρὰ τὴ γιορτὴ ποὺ προσπαθοῦν νὰ καθιερώσουν, τὴ στιγμὴ ποὺ τὴ θεμελιώνουν πάνω στὴν ὑπερβολή, τὴν ἀνακρίβεια καὶ τὴν προχειρότητα, ἄσχετα μὲ τὸ ἂν γίνεται γιὰ καλὸ ἢ κακὸ σκοπό. Ὁ σκοπὸς δὲν ἁγιάζει καθόλου τὰ μέσα. Ὅ,τι πῆγε νὰ ξεκινήσει μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ βιβλίου, τώρα πᾶμε νὰ τὸ γκρεμίσουμε, φορτώνοντάς το μὲ φρεσκοπλασμένους μύθους, σὰν νὰ μὴ μᾶς ἔφταναν οἱ παλιοί.
__Ποίοι τελικὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ βλέπουν τὸ δέντρο καὶ χάνουν τὸ δάσος ; Ἡ ὅποια σημασία τῆς Συνέλευσης, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερτονίζεται τόσο, λὲς καὶ αὐτὴ εἶναι ποὺ ἔκρινε τὸν Ἀγῶνα, λὲς κι οἱ πόλεμοι δὲν κερδίζονται στὰ πεδία τῶν μαχῶν, λὲς κι ἡ λευτεριὰ δὲν ποτίζεται μὲ αἷμα, ἀλλὰ μὲ λόγια καὶ μελάνι !

Μάριος Χριστόπουλος
Αίγιο

Τὸ κείμενο τοῦ Σεβασμιωτάτου μὲ ὁποῖο διαφωνῶ:
http://mkka.blogspot.gr/2017/03/blog-post_21.html

Τάκης Παπατζώνης «Ἐθνεγερσία»

Η ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ 
τοῦ Τάκη Παπατζώνη (1895-1976)

Δὲν πρόκειται γιὰ τὴ Δόξα,
αὐτὴ ὁπωσδήποτε ἔχει καταμερισθῆ·
δὲν πρόκειται οὔτε γιὰ τὴ Μέρα,
γιατὶ συχνὰ κι’ αὐτὴ ἀμφισβητεῖται·
δὲν πρόκειται γιὰ τὸν τόπο,
γιατὶ πολλοὶ τόποι ἐρίζουσιν.
Ἀλλὰ ἀκέραιο μένει κι’ ἀδιαίρετο
τὸ μέγα Μυστήριο τῶν ἑνωμένων ἀνθρώπων
κ’ ἡ πρόοδό τους μὲ ζῆλο πανηγυριοῦ
γιὰ τὸ Μαρτύριο τὸ θελημένο τοῦ πληρώματος.
Ὀργώθηκε ἡ Πατρίδα γιὰ τὴ λύτρωσή της
καὶ σπάρθηκε ἀπὸ Ἄγγελο ἐπιτήδειο.
Θολὲς ἦταν οἱ μέρες, βροχερές,
γιατὶ ἡ λαμπράδα ἔφεγγε κρυμμένη·
ἦταν ἡ ὥρα δειλινοῦ κι’ ἀποσπερὶς
ψάλθηκαν οἱ οὐράνιοι παιᾶνες·
ὅσο κι’ ἂν ἔδειχνε ὁ χειμῶνας
πὼς δὲ θὰ φύγει ἀπ’ ὅπου εὑρέθη,
μεγάλη κίνηση εἶχε ὁ οὐρανὸς
καὶ τὰ φτερὰ τὰ ἐαρινὰ πολὺ δουλέψαν·
ὁ ἄπιστος κι’ ὁ ἄγριος δὲν εἶχαν θέση
σὲ μιὰν Ἑλλάδα ποὺ ἀφιερώθηκε στὸ Θεό της,
ἦρθε στιγμὴ ποὺ ὁμοιώθηκε μὲ Παναγία
κι’ εἶπεν : Ἰδού, ἡ δούλη κι’ ἐγώ, τοῦ Κυρίου.
Κοινολογεῖτο ἀπὸ παντοῦ ὁ θεῖος λόγος,
στὰ φανερά: Ἐγγὺς τὸ Πάσχα, ἑτοιμασθῆτε.
Κι’ ἦρθε τὸ Πάσχα, ἀφοῦ τοῦ προηγήθη
ὁ Μυστικὸς ὁ Δεῖπνος τοῦ Μεσολογγιοῦ.

(Νέα Ἑστία τ. 642)



Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

«ΑΝΤΙΓΟΝΗ» ἀπὸ τὴ "Γραμματολογία" τοῦ Μιστριώτου

        Ὑπόθεσις τῆς προκειμένης τραγῳδίας εἶναι ἡ σύγκρουσις τοῦ φυσικοῦ ἢ θείου δικαίου πρὸς τὸ θετὸν καὶ ἡ κατάδειξις, ὅτι ἐκεῖνον εἶναι ὑπέρτερον τούτου. Ἡ Ἀντιγόνη καὶ ὁ Κρέων εἶναι ὄργανα, δι’ ὧν ὁ τραγικὸς τὴν εἰρημένην ἀλήθειαν κυροῖ. Ὑπὸ πάντων ἐπαινεῖται ἡ τραγῳδία αὕτη ὡς καλλίστη καὶ ὑπὸ τοῦ Bernhardy θεωρεῖται ὡς κανὼν τῆς ἀρχαίας τραγῳδίας. Ἐκ τῶν ἀρχαίων ὁ Διοσκουρίδης ἐπίστευεν, ὅτι ἡ Ἀντιγόνη καὶ ἡ Ἠλέκτρα εἶναι τὰ ἄριστα τοῦ Σοφοκλέους δράματα. Ὄντως αἱ δύο αὗται τραγῳδίαι ὑπερέχουσι κατὰ τὴν ἠθοποιίαν, ἡ δ’ Ἀντιγόνη εἶναι καὶ τῆς Ἠλέκτρας ὑπερτέρα. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ σπουδαιότερον τοῦ δράματος εἶναι οὐχὶ τὸ ἦθος ἀλλ’ ἡ σύστασις τῶν πραγμάτων, ἤτοι ἡ πλοκὴ τοῦ μύθου, καὶ ἐπειδὴ ταύτην ἔχει κρείττονα ὁ Οἰδίπους τύραννος, δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ὅτι τὸ δρᾶμα τοῦτο εἶναι τὸ ἄριστον. Ἡ προκειμένη τραγῳδία δὲν ἔχει μὲν ἁμαρτήματα περὶ τὴν πλοκὴν τοῦ μύθου, ἀλλὰ στερεῖται περιπετειῶν καὶ ἀναγνωρίσεων τοῦ Οἰδίποδος τυράννου. Ἐγένετο μὲν ἡ παρατήρησις, ὅτι τὸ δρᾶμα ἐξακολουθεῖ, ἐν ᾧ ἡ ἡρωΐς αὐτοῦ ἔθανεν· ὀρθῶς ὅμως λέγει ὁ Bode, ὅτι ὁ θάνατος ταύτης δὲν ἦτο ὁ σκοπὸς τῆς ὑποθέσεως, ἀλλ’ ἡ τιμωρία τοῦ Κρέοντος. Διὰ τὴν εἰρημένην παρατήρησιν τὸ μετὰ θάνατον τῆς ἡρωΐδος μέρος ἐθεώρησαν ὡς μεταγενεστέραν προσθήκην [...] Ἀλλὰ δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι ὁ θάνατος ἐν τῇ τραγωδίᾳ εἶναί τι τυχαῖον καὶ ἐπουσιῶδες· διότι τὸ πᾶν ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς ἐπικρατήσεως τῶν ἰδεῶν. 

       Κατ’ ἐξοχὴν ἡ Ἀντιγόνη ὑπερέχει πάσας τὰς ἄλλας τραγῳδίας τοῦ Σοφοκλέους κατὰ τὴν ἠθοποιίαν. Οἱ χαρακτῆρες ἐξ ἀρχῆς οὕτω διεπλάσθησαν, ὥστε εἰς τοιοῦτο τέλος ἔπρεπε νὰ ἀγάγωσιν. Ἡ Ἀντιγόνη εἶναι εὐγενὴς καὶ ὑψηλόφρων παρθένος, ἄκαμπτος καὶ τραχεῖα πρὸς πάντα, ὅστις δὲν δύναται νὰ σταδιοδρομήσῃ ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἐπιπέδου ὑψηλῶν συναισθημάτων. Διὰ τοῦτο ἀποκρούει τὴν ἀδελφικὴν τῆς Ἰσμήνης συμπάθειαν, ἀφ’ οὗ ἠρνήθη τὴν ἑαυτῆς σύμπραξιν πρὸς ταφὴν τοῦ Πολυνείκους. Πρὸς τὸν ἄκαμπτον χαρακτῆρα τῆς Ἀντιγόνης ποιεῖ ἀντίθεσιν ὁ ἤπιος τῆς Ἰσμήνης, ὅστις σκοπεῖ, ὅπως εἰς τὸ ἦθος ἐκείνης φῶς ἐπιχύσῃ. Ὁ δ’ Αἵμων εἶναι μὲν ἀνδρεῖος καὶ εὐγενής, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ ἐξαρθῇ μέχρι τοῦ ὕψους τῆς μνηστῆς αὐτοῦ. Ἂν τοῦτον συνέβαινεν, ἤθελεν γίνει πρὸς βλάβην τοῦ δράματος. Διότι δύο καλὰ ἀναιροῦσιν ἄλληλα. Ὁ δὲ Κρέων ἐπιτάσσων, ὅπως τὸ πτῶμα τοῦ Πολυνείκους μείνῃ ἄταφον, ἐνεργεῖ οὐχὶ ἐκ κακῆς προθέσεως ἢ ἐκ προσωπικῶν ἀφορμῶν, ἀλλ’ ἐξ ἐλλείψεως εὐγενεστέρων συναισθημάτων. Οὕτω ἐγένετο ἄξιος τιμωρίας οὐχὶ διὰ κακίαν, ἀλλὰ δι’ ἁμαρτίαν, ὡς ἀξιοῖ ὁ Ἀριστοτέλης. Ὁ Σοφοκλῆς ἐπέτυχε καὶ ἐν τῇ ἠθοποιία τοῦ φύλακος, ὅστις οὔτε τὸ ἄταφον τοῦ Πολυνείκους οἰκτείρει, οὔτε τὴν συμφορὰν τῆς βασιλόπαιδος βαρέως φέρει, ἀλλὰ καὶ τὴν δέσποιναν ἄγει εἰς τὸν θάνατον, ὅπως αὐτὸς σωθῇ. Εἶναι θρασὺς καὶ αὐθάδης, ἂν μὴ κολάζηται ὑπὸ τῆς αὐστηρότητος τοῦ τυράννου, καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ αὑτοῦ οὐδὲν ἄλλο συναισθάνεται ἢ τὸν φόβον, ὡς πάντες οἱ δοῦλοι. Συμβάλλεται δὲ πρὸς διαφωτισμὸν τοῦ ἤθους τῆς ἡρωΐδος, πρὸς ἣν ἔχει ὡς ὁ Θερσίτης πρὸς τὸν Ἀχιλλέα.


Γεωργίου Μιστριώτου: «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ» 
τ.1, σελ. 488-489, ἐν Ἀθήναις ἐκ τοῦ τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου 1894. 




«Ἀντιγόνη» τοῦ Ἐγγλέζου ζωγράφου Φρέντερικ Λέϊτον (1803-1896)

Ἰάκωβος Ρίζος Ραγκαβῆς «ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ ΑΙΝΕΙΑΣ»

      Ὁ Φαναριώτης λόγιος Ἰάκωβος Ῥίζος - Ῥαγκαβῆς (1779-1855), πατέρας τοῦ Ἀλεξάνδρου Ῥαγκαβῆ, μετέφρασε καὶ τὰ 12 βιβλία τῆς Αἰνειάδος τοῦ Βιργιλίου στὸ ἴδιο μέτρο μὲ τὸ πρωτότυπο (δακτυλικὸ ἑξάμετρο), μὲ τρόπο ὥστε κάθε στίχος νὰ ἀνταποκρίνεται σὲ κάθε στίχο τοῦ πρωτοτύπου. Πραγματικὸς ἆθλος ! Τὸ ἔργο αὐτὸ ἐκδόθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, μετὰ τὸν θάνατό του. Στὸ τέλος κάθε βιβλίου ὑπάρχουν σχόλια γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ποιήματος. Ἕνα δεῖγμα τῆς ἐργασίας του βλέπουμε παρακάτω. Εἶναι οἱ πρῶτοι 32 στίχοι ἀπὸ τὸ πρῶτο βιβλίο.

Η ΑΙΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ: ΙΑΚΩΒΟΥ ΡΙΖΟΥ – ΡΑΓΚΑΒΗ

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ

Ψάλλω τὸν ἄνδρα, ὃς πρῶτος, ἐκ μοίρας φυγὼν τὴν Τρωάδα,
κ’ εἰς Ἰταλίαν ἐλθών, προσωρμίσθ’ εἰς ἀκτὰς Λαβινίους·
ἔπαθε πάμπολλα δ’ ὅσα διά τε ξηρᾶς καὶ θαλάσσης
νὰ ἐπιφέρ’ ἡ ὀργὴ κατ’ αὐτοῦ ἐδυνήθη τῆς Ἥρας.
Πλείστους δ’ ὑπέστη πολέμους, καὶ τέλος εἰς Λάτιον πόλιν
ἔκτισε, κ’ ἔφερ’ ἐκεῖ τοὺς θεούς του, κ’ ἐκεῖθεν ἐξῆλθον
τῶν Ἀλβανῶν καὶ Λατίνων τὰ γένη καὶ Ῥῶμης οἱ κτίσται.
Λέγε μοι, Μοῦσα, πρὸς τίνα θεότητα ἥμαρτε ; τίνος
ἕνεκα δὲ ἠ θεάνασσ’ ἀνδρὸς εὐσεβοῦς ἐναντίον
ἤγειρε πλῆθος τοσοῦτο δεινῶν συμφορῶν καὶ ἀγώνων ;
Χόλος τοσοῦτος λοιπὸν κυριεύει ψυχὰς οὐρανίας ;
Ἦν Καρχηδών, ἀποικία Τυρίων καὶ πόλις ἀρχαία,
τῆς Ἰταλίας ἀπέναντι, ὅπου ὁ Θύρβις ἐκχεῖται.
Μάχιμος ἦν, ὀχυρὰ καὶ πλουσία εἰς ἄκρον ἡ πόλις·
ὑπὲρ τὴν Σάμον ἡ Ἥρα, ὡς ᾄδετ’ ἐκείνην ἐτίμα.
Εἶχεν ἐκεῖ καὶ τὰ ὅπλα της ὡς καὶ τὸ ἅρμα· κ’ αἱ Μοῖραι
ἂν συνεχώρουν, βεβαίως ἐκείνην καθίστα κυρίαν
τῆς οἰκουμένης ἀπάσης· εἰς τόσον βαθμὸν τὴν ἠγάπα.
Ἤκουσε δ’ ὅτι ποτὲ τῶν Τυρίων τὰ τείχη ἐκ βάθρων
θὰ κατασκάψῃ ἐκ Τρώων σπορᾶς καταγόμενον γένος,
πᾶσαν Λιβύαν δ’ οἱ μέγα κρατοῦντες καὶ μάχιμ’ υἱοί των
θὰ καταστρέψουν. Τοιαῦτα ἐπέκλωσαν ἔκπλαλ’ αἱ Μοῖραι.
Φέρουσα τότε δ’ εἰς μνήμην τὸν πόλεμον, ὃν κατὰ Τρώων
ὑπὲρ Ἀργείων ἐκίνησε πάλ’, ἐφοβήθη ἡ Κρονεία,
οὔτ’ ἐλησμόνησεν ἔτι τὰ αἴτια χόλων ἀρχαίων
καὶ ἀλγηδόνων πικρῶν· εἰς τὸν νοῦν της διέμενον ἔτι
ἥ τε τοῦ Πάριδος κρίσις καὶ πᾶν τὸ τοῦ κάλλους της αἶσχος,
κ’ ἡ Γανυμήδους ποτὲ ἁρπαγὴ καὶ ὁ ἔχθιστος οἶκος.
Ταῦτα τὴν ἔφλεγον· ὅθεν τὰ ὕδατα πάντα κινοῦσα,
τοὺς καὶ ὁρμὴν Δαναῶν καὶ σκληρὸν Ἀχιλλέα φυγόντας
Τρῶας μακρὰν τοῦ Λατίου ἀπέκρουε· πλεῖστον δὲ χρόνον
ἐκ τῆς βουλῆς τῶν Μοιρῶν ἐπλανῶντο εἰς πάσας θαλάσσας.
Ἡ τῶν Ῥωμαίων καθίδρυσις τόσον ἐπίπονος ἦτο !


Ἔντγκαρ Ἄλλαν Πόε «ΕΛΝΤΟΡΑΝΤΟ»

EDGAR ALLAN POE (H.Π.Α 1809-1849)
«ELDORADO»

Στολισμένος γιορτινά,
ὁ γενναῖος ἱππότης ξεκινᾶ,
μὲ το φῶς τῆς μέρας, τὴ νυχτιὰ τὴ μαύρη
καὶ ταξίδευε καιρό,
μὲ τραγούδι χαρωπό,
τὸ Ἐλντοράντο, ψάχνoντας γιὰ νἄβρει.
Μὰ σὰν ἔφυγεν ἡ νιότη,
τ’ ἀντρειωμένου μας ἱππότη,
ὅλ’ ἀρχίζει στὴν καρδιὰ
ν’ ἀργοπέφτει τὸ σκοτάδι,
καθὼς οὔτ’ ἕνα σημάδι
τοῦ Ἐλντοράντο δὲ φαινόταν πιά.
Κι ὡς ἀπόκανε στερνὰ
κουρασμένος νὰ γυρνᾶ,
διαβατάρικη ξωθιὰ συντυχαίνει τώρα –
«Σκιά», τῆς λέει, «ἐσὺ
ξέρεις τάχα ποῦ μπορεῖ
ναν’ ἐκείνη τοῦ Ἐλντοράντο ἡ χώρα ;»
«Κεῖθε, πέρ’ ἀπ’ τὸ Φεγγάρι,
τολμηρέ μου καβαλλάρη,
κάτω στὴν κοιλάδα τῆς Σκιᾶς
τ’ ἄλογο ἄσε νὰ καλπάζει»
ἡ ξωθιὰ φωνάζει,
«τὸ Ἐλντοράντο σὰν ζητᾶς !»

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΚΩΣΤΑΣ ΖΕΜΠΗΣ



Περὶ τοῦ λεγομένου «ΤΑΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ»

         Τὸ περιβόητο «ΤΑΜΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» εἶναι ὁ ναὸς ποὺ εἶχαν ὑποσχεθεῖ νὰ ἀνεγείρουν πρὸς τιμὴν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ οἱ Ἀγωνιστὲς τοῦ 1821, ἂν ὁ ἀγῶνας εἶχε ἐπιτυχῆ ἔκβαση καὶ ἡ Ἑλλάδα γινόταν ἀνεξάρτητο κράτος.
      Κάποιοι ἐπιμένουν νὰ πιστεύουν ὅτι ὁ ναὸς αὐτὸς δὲν κτίστηκε ποτὲ καὶ πὼς πρέπει –πάσῃ θυσίᾳ– νὰ τὸ κάνουμε ἄμεσα, ἐπειδή –σύμφωνα μὲ τὴν μεσαιωνική τους ἀντίληψη– ἐκεῖ ὀφείλεται ἡ ἐθνική μας κακοδαιμονία (!). Ὅμως πλανῶνται. Ἔχει χτιστεῖ ἀπὸ τὸ 1862 καὶ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Ἀθηνῶν.
      Η Μητρόπολη θεμελιώθηκε τὸ 1842, ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἀθήνα γινόταν μιὰ εὐρωπαϊκὴ πρωτεύουσα σὰν ὅλες τὶς ἄλλες. Ἡ ἀνέγερσή της ὑπῆρξε πολυκύμαντη, ἀφοῦ δὲν ἔλειψαν οἱ διχογνωμίες γιὰ τὴν θέση ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ ἀνεγερθεῖ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἀρχιτεκτονικὸ ὕφος ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθηθεῖ. Τελικὸς ἀρχιτέκτονας ἦταν ὁ Ἠπειρώτης Δημήτριος Ζέζος, ποὺ ἐπινόησε τὸν συμβιβαστικὸ «ἑλληνοβυζαντινὸ ρυθμό». 
     Δαπανήθηκαν γύρω στὶς 700.000 δραχμές. Τὰ μισὰ προῆλθαν ἀπὸ τὴν ἐκποίηση διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων καὶ τὰ ἄλλα μισὰ ἀπὸ εἰσφορὲς Ἑλλήνων ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῶν συνόρων. Μεγάλοι εὐεργέτες θεωροῦνται ὁ Βασιλεὺς Ὄθων, ὁ ὁποῖος προσέφερε 20.000 δραχμές, ὁ Βαρῶνος Γεώργιος Σίνας: 10.000, ὁ Σίμων Γ. Σίνας: 86.000 δραχμές (βλ. “Πανδώρα”, 1870, τεῦχος 480, σελ 475). Ἦταν –βλέπετε– ἡ ἐποχὴ τῶν μεγάλων εὐεργετῶν, Ἑλλήνων Βλάχων στὴν πλειονότητά τους ! 
     Ἀρχικῶς σκέφθηκαν νὰ τὴν ἀφιερώσουν στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος (βλ. “Πανδώρα” 1/1/1854, φυλ. 91, σελ. 511), τελικῶς ὅμως– πολὺ πιὸ εὔστοχα– ἀφιερώθηκε στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου, ἀφοῦ τὴν ἴδια ἡμέρα ἔγινε καὶ ὁ Εὐαγγελισμὸς τοῦ Γένους. Ἡ 25η Μαρτίου, ἄλλωστε, ἦταν μία ἀπὸ τὶς ὑποψήφιες ἡμερομηνίες ποὺ ἀπὸ τὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία εἶχαν ὁριστεῖ γιὰ τὸ ξεκίνημα τοῦ Ἀγῶνα, ἄλλο ἂν τὰ γεγονότα τὴν πρόλαβαν. Τὸ «κεφάλαιον τῆς σωτηρίας ἡμῶν», ποὺ ξεκίνησε ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἔλαβε πλέον διττὴ σημασία: ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑπάρχουσα θρησκευτική, ἀπέκτησε καὶ ἐθνική.
    Στὸ ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ ἔχει ἐναποτεθεῖ περίτεχνη μαρμάρινη σαρκοφάγος, στὴν ὁποία φυλάσσονται τὰ λείψανα τοῦ Ἐθνομάρτυρα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου τοῦ Ε΄, ἐνῶ δυτικὰ τοῦ προαυλίου βρίσκεται τὸ ἄγαλμα τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. 
      Τὸ ὅτι ἡ ἀνέγερσή του συνδέεται μὲ τὴν πρὸς τὸν Θεὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν Ἀπελευθέρωση ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὰ λεγόμενα τοῦ τότε Δημάρχου Ἀθηναίων, Γεωργίου Σκούφου, κατὰ ἐγκαίνιά του (Μάϊος 1862):
«Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος, δι’ ἡρωϊκῶν ἀγώνων ἀνακτησάμενον τὴν ἐλευθερίαν αὐτοῦ, δὲν ἐλησμόνησεν ὅτι τὸν βραχίονα αὐτοῦ ἐνίσχυσεν ἡ ἀρωγὴ τοῦ Ὑψίστου, διότι εἰς ἔθνη φύσεως εὐγενοῦς αἱ μεγάλαι συμφοραὶ δὲν καταστρέφουσι τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα, ἀλλ’ ἐξ ἐναντίας αὐτὸ τὸ τελευταῖον μὲν ἐναπομένει ὡς ἐλπίς, πρῶτον δ’ ἀναθάλλει ὡς εὐγνωμοσύνη. Ἅμα μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσίν του ἀνύψωσεν ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς τὴν καρδίαν του πρὸς τὸν Σωτῆρα Θεὸν καὶ ἐπεμελήθη τῆς λατρείας αὐτοῦ καὶ ἀνήγειρε οἴκους αὐτοῦ ἀξίως τῶν νέων περιστάσεων […] Πρῶτον δὲ μετὰ τὴν εὐκλεῆ τοῦ ἔθνους ἀνάστασιν, ὁ Δῆμος Ἀθηναίων, τῇ προστασίᾳ καὶ ἀρωγῇ τῶν ΑΑ.ΜΜ. κεκτημένων τὸν ἔνθεον ζῆλον τῶν Κωνσταντίνων καὶ Ἰουστινιανῶν, οὐδεμιᾶς θυσίας φεισάμενος, φιλοθέου δὲ τυχὸν συνδρομῆς καὶ εὐσεβῶν ἄλλων ἐκ τοῦ περιουσίου τῆς ὀρθοδοξίας πληρώματος, ἠδυνήθη, ἐπιμελείᾳ εὐσεβεῖ καὶ ζήλῳ διακαεῖ τῆς τὴν ἐκτέλεσιν τοῦ ἔργου διαπιστευθείσης ἐπιτροπῆς καὶ καλλιτεχνικῇ δεξιότητι τοῦ ἀρχιτέκτονος, ν’ ἀνεγείρῃ αὖθις ἀξιοπρεπῆ μητροπολιτικὸν ναὸν ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου τιμώμενον, εἰς μνήμην τῆς ἐνδόξου ἡμέρας τῆς ἐνάρξεως τοῦ ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος […]». 
     Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Παπαθανασίου στὸν κηρυγματικό του λόγο ἐπὶ τῇ ἐπαναλειτουργίᾳ τῆς Μητροπόλεως (3/7/2016):
«Ὁ Καθεδρικὸς καὶ Μητροπολιτικὸς Ναὸς τῶν Ἀθηνῶν, ἡ καθέδρα τοῦ ἑκάστοτε Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, εἶναι ἀφιερωμένος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου ἕνεκεν εὐγνωμοσύνης τοῦ Ἔθνους πρὸς τὴν Παναγίαν, εἰς μνήμην τῆς ἐνδόξου ἡμέρας τῆς ἐνάρξεως συμβολικῶς τοῦ ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος Ἱεροῦ Ἀγῶνος. Εὐγνωμόνως καὶ τιμητικῶς δὲ ἀναγράφεται εἰς τὸν μαρμάρινον Ἱερὸν ἄμβωνα, καὶ δὴ εἰς τὴν περιστεράν, τὸ ἑξῆς ἐπίγραμμα: "Εἰς τὴν Ὑπέρμαχον τοῦ Ἱεροῦ Νικηφόρου ἀγῶνος μας Στρατηγὸν καὶ Βοηθὸν Εὐαγγελίστριαν"».




Μάριος Χριστόπουλος
Αἴγιον



Μία συνέντευξη τοῦ Δ. ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ στὴ «ΒΡΑΔΥΝΗ» 22/6/1938


«ΜΙΑ ΩΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΕΣΤΡΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟ»

Ὁ μαέστρος καὶ συνθέτης Δημήτρης Μητρόπουλος (1896-1960) δίνει συνέντευξη στὸν δημοσιογράφο τῆς «Βραδυνῆς» Διονύσιο Δεβάρη.






Ὁ Μητρόπουλος διευθύνει «τὴ Νύχτα στὸ φαλακρὸ βουνὸ» τοῦ Μουσσόρσκυ (1839-1881)